Οι τάρανδοι δείχνουν τον δρόμο για την κλιματική αλλαγή

Διαπιστώνουν ταχύτερα τα σημάδια, καθοδηγώντας τους νομάδες της Μογγολίας

REGIS DEFURNAUX / THE NEW YORK TIMES

Η πρωινή ομίχλη σκέπασε την κοιλάδα κοντά στο Χατγκάλ, ένα μικρό χωριό στο νότιο άκρο της λίμνης Χοβσγκόλ, στη Μογγολία. Ρίχνοντας μια ματιά στις φιγούρες ανάμεσα στα αρωματικά πεύκα και τα αγριόπευκα, δύσκολα ξεχώρισα τις σιλουέτες των ταράνδων από αυτές των κτηνοτρόφων τους.

Η 64χρονη Νταρίμα Ντέλγκερ και ο 66χρονος σύζυγός της Ουγουγκντόρτζ μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και μια σκουριασμένη σόμπα. Εριξαν ένα παλτό στους ώμους των εγγονών τους, που είχαν ήδη καθίσει στις πλάτες των ζώων τους. Το κοπάδι της οικογένειας έμεινε ακίνητο σαν εικόνα φλαμανδικού πίνακα. Ολοι περίμεναν να φύγουν. Ο ήχος των συγκρουόμενων στύλων από τις τέντες, αναμεμειγμένος με ένα πλήθος φωνών που έδιναν διαταγές, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία: η μετάβαση στην καλοκαιρινή κατασκήνωση των βοσκών ήταν σε εξέλιξη.

Η οικογένεια της Νταρίμα και του Ουγουγκντόρτζ είναι μέλος μιας μικρής ομάδας ημινομαδικών βοσκών ταράνδων, που είναι γνωστοί ως Ντούκα ή Ταατάν. Μόνο μερικές εκατοντάδες παραμένουν στη βόρεια Μογγολία. Η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από τους εξημερωμένους ταράνδους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως μέσο μεταφοράς και τους καλύπτουν πολλές από τις καθημερινές τους ανάγκες, συμπεριλαμβανομένων του γάλακτος (που χρησιμοποιείται στο τσάι και για να φτιάξουν γιαούρτι και τυρί) και του δέρματός τους. Τα κέρατα των ζώων πωλούνται για χρήση σε φάρμακα και συμπληρώματα διατροφής. Πολύ λίγα από τα ζώα σκοτώνονται για το κρέας τους, ίσως ένα ή δύο τον χρόνο.

Το καλοκαίρι τα παιδιά των Ντούκα ζουν στην τάιγκα και επιστρέφουν στο σχολείο τον Σεπτέμβριο μόνο αν οι γονείς τους μπορούν να το αντέξουν οικονομικά.

Δύσκολη μεταφορά

Η απόφαση να μεταφερθεί το κοπάδι δεν ήταν απλή. Τα τελευταία χρόνια, εξήγησε ο Ουγουγκντόρτζ, μετακινούν τους ταράνδους περίπου κάθε μήνα. «Στην πραγματικότητα τους ακολουθούμε», είπε γελώντας. «Οι τάρανδοι είναι πιο έξυπνοι από εμάς». Αλλά τώρα οι κύκλοι της βροχής και του χιονιού αλλάζουν. Ο καιρός μέσα στην τάιγκα, το υποαρκτικό δάσος όπου ευδοκιμούν τα ζώα, έχει γίνει λιγότερο προβλέψιμος. Οι λειχήνες, βασικό συστατικό της διατροφής των ταράνδων, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις κλιματικές αλλαγές. Επιπλέον, οι πληθυσμοί ταράνδων, επηρεασμένοι από τις ασθένειες, την ιστορικά κακή διαχείριση και τους λύκους, έχουν μειωθεί. «Αν κάνουμε λάθος θέτουμε ολόκληρο το κοπάδι σε κίνδυνο», σημείωσε ο Ουγουγκντόρτζ ελέγχοντας τα λουριά της σέλας του. Στη συνέχεια, ανεβαίνοντας στον τάρανδό του, ξεκινάει την ανυπόμονη πομπή κατά μήκος μιας λωρίδας πυκνού χιονιού.

Καβάλα στο άλογο δεν μπορούσα να συμβαδίσω με το κοπάδι. Σε σύγκριση με τους ταράνδους, τα άλογα κινούνται σαν ελέφαντες. Παρά το τραυματισμένο του γόνατο, ο Ουγουγκντόρτζ κίνησε ανάμεσα στα πεύκα και εξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Με την Νταρίμα και την κόρη τους έψαξα για τους λίγους ταράνδους που είχαν εξασθενήσει από τον χειμώνα. Μεταξύ των προσπαθειών παρακολούθησα τα βλέμματα που αντάλλαξε η οικογένεια. Τα πρόσωπά τους φάνηκαν να αναγνωρίζουν την αβεβαιότητα. «Αν χάσουμε τα ζώα μας», μου είπε κάποια στιγμή η Νταρίμα, «χάνουμε τα πάντα».

Αφού οι περίπου 20 οικογένειες έφθασαν στον νέο βοσκότοπο, υπό καταρρακτώδη βροχή, οι σκηνές της ομάδας στήθηκαν με εκπληκτική ταχύτητα. Η Νταρίμα βγήκε να αρμέξει τους ταράνδους. Αφού έδεσαν τα ζώα σε πασσάλους για τη νύχτα, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη φωτιά.

Οι Ντούκα προέρχονται από τη βόρεια περιοχή Τιβά της Ρωσίας. Η Τιβά ήταν για πολλά χρόνια ανεξάρτητη χώρα, έως ότου προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ενωση το 1944. Ως παιδιά υπό κομμουνιστική κυριαρχία, ο Ουγουγκντόρτζ και η Νταρίμα στάλθηκαν σε οικοτροφεία και υπέστησαν αμέτρητες προσπάθειες διαγραφής της ταυτότητάς τους. Ο Ουγουγκντόρτζ θυμήθηκε τη νυχτερινή του διαφυγή από το χωριό επειδή έκανε πολλή ζέστη στους κοιτώνες. «Πεινάγαμε, κρυώναμε», είπε. Τους χειμώνες έβραζαν κομμάτια από δέρμα ταράνδου για να φτιάξουν ένα ζωμό, που τον κατάπινε για να επιβιώσει. Οι γούνες πήγαιναν σε πλούσιους πελάτες στις πόλεις.

 

Νομάδες βοσκοί ταράνδων στη βόρεια Μογγολία. Το κλίμα της τάιγκα γίνεται λιγότερο προβλέψιμο, ενώ οι λειχήνες, βασικό συστατικό της διατροφής των ταράνδων, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις μεταβολές της θερμοκρασίας. Στις μετακινήσεις, οι βοσκοί αφήνουν τα ζώα να τους οδηγήσουν. «Είναι πιο έξυπνα από εμάς. Αν τα χάσουμε, χάνουμε τα πάντα». Φωτ. REUTERS

Ζώντας στην τάιγκα

Με τις οικονομίες τους, ο Ουγουγκντόρτζ και η Νταρίμα έχτισαν ένα σπίτι στο χωριό Τσαγκαάνουρ, δυτικά της λίμνης Χοβσγκόλ, έτσι ώστε τα εγγόνια τους να μπορούν να λάβουν σωστή εκπαίδευση. Το επόμενο πρωί, περνώντας μέσα από βρύα και λειχήνες, συνάντησα μια γυναίκα στα 70 της, που άρμεγε τους έξι ταράνδους της. Μου είπε για το πόσο δραματικά άλλαξε η ζωή για τους Ντούκα όταν ξανασχεδιάστηκαν τα σύνορα προς τα βόρεια – οι οικογένειες χωρίστηκαν, οι εποχικές μεταναστεύσεις τους σταμάτησαν. Πολλοί Ντούκα έγιναν πρόσφυγες είτε στη Σοβιετική Ενωση είτε στη Μογγολία. «Θέλαμε να ξεφύγουμε από τους ανθρώπους που μας απαγόρευσαν να ζούμε στην τάιγκα».

Κάθε καλοκαίρι, ένα σταθερό ρεύμα τουριστών από χώρες όπως η Κίνα, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και η Νέα Ζηλανδία περνούν από την τάιγκα για να επισκεφθούν τους κτηνοτρόφους, αλλά δεν επωφελούνται όλες οι οικογένειες των Ντούκα από τους επισκέπτες. Αντ’ αυτού βγάζουν τα προς το ζην πουλώντας κέρατα και δέρματα, συλλέγοντας κουκουνάρια και παίρνοντας μικρές επιδοτήσεις, αν και «δεν είναι αρκετό για να ζήσουμε την οικογένειά μας», είπε η 28χρονη Νταγουασουρούν Μανγκαλτζάφ, η οποία μου μίλησε, μαζί με τον 34χρονο σύζυγό της, Γκαλμπανράχ. «Οι ξένοι νομίζουν ότι είμαστε ελεύθεροι. Στην πραγματικότητα τα χρήματα είναι ένα συνεχές πρόβλημα». Το καλοκαίρι τα παιδιά τους ζουν μαζί τους στην τάιγκα και επιστρέφουν στο σχολείο κάθε Σεπτέμβριο μόνο αν οι γονείς μπορούν να το αντέξουν οικονομικά.

Την τελευταία μου ημέρα με τους Ντούκα πήγα με τον Ουγουγκντόρτζ για να επιθεωρήσουμε το κοπάδι. Ο ίδιος εργαζόταν κάποτε ως κυνηγός για την κυβέρνηση και γνωρίζει τη γη. «Το κλίμα αλλάζει», μου είπε. Μπορεί να το δει. Από τη δεκαετία του 1940 η μέση θερμοκρασία στα δάση της Μογγολίας αυξήθηκε κατά περίπου 2,2 βαθμούς Κελσίου, περισσότερο από το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. «Δεν είμαστε αγάλματα σε μουσείο», μου τόνισε. «Είμαστε σαν τους ταράνδους μας, εν κινήσει. Και ο αγώνας μας είναι να επιμείνουμε σε έναν κόσμο που έχει την τάση να προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο ζωής μας».

Πηγή