Ψηφιακοί νομάδες βαθμολογούν την Ελλάδα

Ο ήλιος και η θάλασσα αποτελούν τα κυρίαρχα πλεονεκτήματα της χώρας μας ως προορισμού των τηλεργαζομένων. Η επιτυχής διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας έδωσε επιπλέον κίνητρα στην απόφαση επιλογής. Ωστόσο, όσοι έμειναν κυρίως σε νησιά ανέφεραν προβλήματα συνδεσιμότητας. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)

Από τον Νίκο Ευσταθίου

Oταν ο Ιάπωνας μηχανικός Τσούγκιο Μακιμότο και ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μάνερς εφηύραν τον όρο «ψηφιακός νομάς» στο ομώνυμο φουτουριστικό μανιφέστο τους που δημοσιεύθηκε το 1997, σίγουρα δεν είχαν στο μυαλό τους πως, χρόνια αργότερα, μια παγκόσμιας έκτασης πανδημία θα τον έφερνε στο προσκήνιο. Ο παρατεταμένος εγκλεισμός και το υποχρεωτικό ψηφιακό εργασιακό περιβάλλον των τελευταίων μηνών ώθησαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους ανά την υφήλιο να πακετάρουν τις βαλίτσες τους, προς αναζήτηση νέων προορισμών εγκατάστασης που δεν περιορίζονται από την παρουσία στο γραφείο. Χιλιάδες από αυτούς έφτασαν και στην Ελλάδα – ένας συνδυασμός Ελλήνων της γενιάς του brain drain με συναισθηματικούς και οικογενειακούς δεσμούς με τη χώρα αλλά και ξένων που ονειρεύονταν να «κόβουν στη μέση» την εργασιακή τους ημέρα με μια βουτιά στα νερά του Αιγαίου.

«Η επιστροφή μου στην Ελλάδα έγινε κάπως βίαια. Ταξίδευα από Λονδίνο προς Αθήνα στα μέσα Μαρτίου του 2020 – μια εβδομάδα αργότερα όλος σχεδόν ο πλανήτης μπήκε σε lockdown», αναφέρει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Περήφανος, ερευνητής Υπολογιστικής Γλωσσολογίας και Τεχνητής Νοημοσύνης, διευκρινίζοντας πως στην περίπτωσή του η νομαδικότητα προέκυψε σχετικά τυχαία. Στην περίπτωση του Ελίας Γκαλί από τον Λίβανο, ο οποίος εργάζεται στην ανάπτυξη λογισμικών, η πανδημία ήταν η αφορμή για μια απόφαση που επιθυμούσε χρόνια. «Η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα και ήθελε να μετακομίσουμε στην Ελλάδα – ο εγκλεισμός και η ψηφιοποίηση της εργασίας μάς επέτρεψαν επιτέλους να το δοκιμάσουμε», εξηγεί.

Για εκατοντάδες άλλους εργαζομένους, κομβικός παράγοντας στην επιλογή της Ελλάδας ήταν η διαχείριση της πανδημίας κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της περυσινής άνοιξης, όταν ο αριθμός των κρουσμάτων συγκριτικά με τα μητροπολιτικά κέντρα του κόσμου παρέμενε ακόμα ιδιαίτερα χαμηλός. «Από παιδί ήμουν φιλέλληνας καθώς είχα ακούσει πολλές ιστορίες από τον πατέρα μου που μεγάλωσε δίπλα σε Ελληνες γείτονες», αφηγείται ο αιγυπτιακής καταγωγής Αμερικανός δημοσιογράφος Πολ Γκαντάλα. «Μόλις είδα πόσο καλά χειριζόταν η Ελλάδα την πανδημία της COVID-19, με το που άνοιξαν τα σύνορα άδραξα την ευκαιρία και ήρθα για να μείνω», συμπληρώνει με ενθουσιασμό. «Φοβόμουν αρκετά τον, ανησυχητικά, αυξανόμενο αριθμό κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο», συμπληρώνει με τη σειρά του ο Στάθης Φωτιάδης, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα τον περυσινό Μάιο με αρχικό στόχο να επιστρέψει –καλώς εχόντων των πραγμάτων– το φθινόπωρο.

Αρκετούς μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η «εργασιακή νομαδικότητα» βρίσκεται πλέον σε μεταιχμιακό στάδιο. Μερικοί νομάδες αναζητούν πλέον ακίνητα στις χώρες που επέλεξαν να ζήσουν προσωρινά – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπως επιβεβαίωσε στην «Κ» ο Νάσος Γαβαλάς, επικεφαλής της εταιρείας διαχείρισης ακινήτων μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης Mint. Αλλοι ετοιμάζονται για τη διστακτική τους επιστροφή, καθώς διάφορες εταιρείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να επαναφέρουν την υποχρεωτική παρουσία στον φυσικό χώρο. Οι περισσότεροι, ωστόσο, φαίνεται πως παραμένουν αναποφάσιστοι σχετικά με την επιλογή τους.

Φάρμακο για την ψυχή

«Η παραμονή μου στην Ελλάδα ήταν πραγματικά φάρμακο για την ψυχική μου υγεία», σημειώνει ο κ. Φωτιάδης. «Μια σειρά προσωπικών λόγων, ωστόσο, με ωθούν στο να γυρίσω στο Λονδίνο. Πραγματικά θέλω να ξαναρχίσει η κανονικότητα της ζωής μου, να σταματήσω να νιώθω πως βρίσκομαι σε μια αβεβαιότητα», συμπληρώνει. Ο κ. Γκαντάλα συμφωνεί απολύτως. «Οφείλω να πω πως με περιορίζει η ανάγκη να επιστρέψω στο γραφείο. Εχω αποδείξει ότι μπορώ να κάνω τη δουλειά μου ενώ ταυτόχρονα να ζω μια πολύ πιο ελεύθερη και χαλαρωτική ζωή στην όμορφη χώρα σας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Για τον κ. Περήφανο, η δυνατότητά του να δουλεύει με θέα τη θάλασσα σε περίοδο εγκλεισμού ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο προνόμιο. «Η ποιότητα ζωής είναι σαφώς καλύτερη αν μένεις σε καλή περιοχή στην Αθήνα ή, ακόμα καλύτερα, εκτός Αττικής», δηλώνει στην «Κ», τονίζοντας πως τα πιθανά πλεονεκτήματα της Ελλάδας για τους ψηφιακούς νομάδες είναι συνάρτηση δύο παραγόντων: Του πού ζει κανείς και της οικονομικής του ευχέρειας. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Γκαλί βρίσκει πως το κόστος ζωής είναι αρκετά χαμηλό συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ωστόσο ομολογεί πως εκπλήσσεται όταν το συγκρίνει με το επίπεδο του κατώτατου μισθού στη χώρα μας.

Υστέρηση υποδομών

Αν ο ήλιος, η θάλασσα, και οι φυσικές ομορφιές απαρτίζουν το ένα σκέλος του ιδανικού προορισμού των «ψηφιακών νομάδων», το άλλο είναι οι ψηφιακές υποδομές. Ομόφωνη απάντηση των ψηφιακών νομάδων που μοιράστηκαν τις σκέψεις τους με την «Κ» ήταν πως το Ιντερνετ στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, σε βαθμό που καθιστά τη μόνιμη παραμονή τους προβληματική.

«Ας το παραδεχτούμε – οι τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα είναι απαράδεκτες», τονίζει κοφτά ο κ. Περήφανος. «Οι υπηρεσίες Ιντερνετ είναι χαμηλής ποιότητας και ταυτόχρονα από τις ακριβότερες στην Ευρώπη. Πρακτικά, είναι 3 με 4 φορές φθηνότερο να χρησιμοποιώ τα δεδομένα από το roaming του αγγλικού κινητού μου από το να κάνω σύνδεση σε ελληνικό πάροχο», συμπληρώνει. «Η εύρεση μιας οικονομικά αποδοτικής σύνδεσης στο Διαδίκτυο για μια τόσο σύντομη περίοδο ήταν πρακτικά αδύνατη», προσθέτει με τη σειρά του ο κ. Φωτιάδης. Ο κ. Γκαντάλα, ο οποίος λατρεύει τη δυνατότητα που του προσφέρει η Ελλάδα να ταξιδεύει σε νησιωτικούς προορισμούς, σημειώνει πως τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στην ελληνική επαρχία. «Η συνδεσιμότητα στα νησιά είναι ικανοποιητική για απλό σερφάρισμα στο Διαδίκτυο, αλλά οι βιντεοκλήσεις ή οι μεταφορτώσεις αρχείων είναι πρακτικά αδύνατες», συμπληρώνει.

Μια ακόμη, ίσως αναμενόμενη, πρόκληση για τους ψηφιακούς νομάδες ήταν και ορισμένα προβλήματα που συνάντησαν στις προσπάθειές τους να εμβολιαστούν στην Ελλάδα. «Η διαδικασία απόκτησης προσωρινού ΑΜΚΑ καθυστέρησε σημαντικά τον εμβολιασμό μας», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Γκαλί. «Στην αρχή η διαδικασία δεν λειτουργούσε καθόλου, εν συνεχεία για να ενεργοποιηθεί ο κωδικός μου χρειάστηκαν πάνω από 15 μέρες και τέλος κατάφερα να εκδώσω το πιστοποιητικό εμβολιασμού μόνο μέσω του ΚΕΠ. Μακάρι να είχε γίνει εξαρχής η διαδικασία για εμάς στη διαδικτυακή εμβολιαστική πλατφόρμα και να μη χρειάζονταν πολλαπλές επισκέψεις στις υπηρεσίες», προσθέτει.

Στην προπανδημική εποχή, σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια εργαζομένων δούλευαν σε τρίτη χώρα σε σχέση με την έδρα του εργοδότη τους. Μετά την εγκαθίδρυση της ψηφιοποίησης στον εργασιακό χώρο που επέφερε η πανδημία, υπολογίζεται ότι ο αριθμός ενδέχεται να εκτιναχθεί αγγίζοντας μέχρι και το ένα δισεκατομμύριο έως το 2035.

Δεν αρκεί μόνο η φυσική ομορφιά

«Σαφώς παρατηρούμε μια αύξηση στον αριθμό των “ψηφιακών νομάδων” οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τον τουρισμό διαρκείας καθότι συνεισφέρουν στις κρατήσεις μακράς διαμονής και συνολικά στις τοπικές οικονομίες», υπογράμμισε πρόσφατα η Τζένιφερ Ιντα, διευθύντρια ερευνών του φορέα για τον τουρισμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για την απορρόφηση των τεράστιων πλεονεκτημάτων της παγκόσμιας αυτής τάσης, είναι απαραίτητο να αφουγκραστούμε τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις των ανθρώπων που επέλεξαν τη χώρα μας για να περάσουν τους δύσκολους πανδημικούς μήνες. Από την πληθώρα διαφορετικών σκέψεων και απόψεων που συγκέντρωσε η «Κ» προκύπτουν διαφορετικά συμπεράσματα, αλλά και ένα κοινό πόρισμα: Η φυσική ομορφιά της Ελλάδας είναι ανυπέρβλητη, αλλά από μόνη της δεν αρκεί.

Πηγή