«Ο Άγγελος Σικελιανός έπεσε» Ένα κείμενο του Γιώργου Σεφέρη για τον Άγγελο Σικελιανό

Ο Γιώργος Σεφέρης, με αφορμή τον θάνατο του Άγγελου Σικελιανού στις 19 Ιουνίου 1951, έγραψε το παρακάτω κείμενο, αποτυπώνοντας μοναδικά πώς η ποίηση του λυρικού ποιητή θα συνέχιζε από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα να ορθώνει μόνη το ανάστημά της.

Το κείμενο περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο από τις Δοκιμές του Σεφέρη (1948-1971).

Ο θάνατος του ποιητή είναι η συντέλεια μιας γέννησης. Ο Άγγελος Σικελιανός έπεσε· το έργο του τώρα, έξω από τον ίσκιο του μεγάλου άντρα, υψώνεται ακέριο, κατορθωμένο μέσα στο απόλυτο φως,

Σα μυγδαλιά που είναι ντυμένη μόνο μ’ άνθια
δίχως φύλλο πουθενά,
θάμπος λευκό ως τα βάθη των φρενών,
ολάνθιστη σιωπή!

Καθώς αναμετρούμε το βαθύτατο λάκκο που άνοιξε, πέφτοντας ανάμεσά μας, ο Άγγελος Σικελιανός, αυτή την ολάνθιστη σιωπή μιας γέννησης συλλογίζομαι. Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς όταν βρίσκεται πολύ κοντά στη συγκίνηση. Κι όμως, καθώς προσπαθώ να συγκρατήσω όσο μπορώ πάνω στη γη μας την ανθρώπινη παρουσία του, συλλογίζομαι ακόμη πως ήταν εκείνος που έβαλε όλη την ορμή της ψυχής του για ν’ αγκαλιάσει τη ζωή και το θάνατο μαζί. Δεν ξέρω να υπάρχει μορφή που να ξυπνά μέσα μας τόσες εικόνες επιταφίων και αναστάσεων· ήμουν έτοιμος να πω πως το έργο του θα μπορούσε να πλαισιωθεί με την υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: με την ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα.

Καθώς περνούν τα χρόνια και με τη βοήθεια των ποιητών μας αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε πόσο βαθιά μπορούν να πάνε οι αντίλαλοι της παράδοσής μας, ξεκαθαρίζουμε σιγά-σιγά ποια είναι τα πράγματα που μας ξεχωρίζουν μέσα στον κόσμο που ζούμε. Βλέπουμε κάποτε πως τα αισθήματά μας, όταν είναι πραγματικά, τα σύμβολα της λατρείας μας, όταν πρόκειται για πραγματική λατρεία, τα ορμέμφυτά μας, επειδή ταξίδεψαν τόσο πολύ μέσα στο χρόνο και στις γενεές, επειδή ριζοβόλησαν όχι μόνο ανάμεσό μας, αλλά και σημαντικά μακρύτερά μας, έχουν ένα αρμονικό πλούτο πολύ πλατύ κι έναν τόνο κάποτε εξαιρετικά ιδιόμορφο. Πόσο ιδιόμορφο, μπορεί να το λογαριάσει κανείς όταν συλλογιστεί τους μεγάλους ποιητές που είχαμε τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Αν τους φανταστεί κανείς αυτούς τους ανθρώπους σαν τα σημεία που προσδιορίζουν τον ορίζοντα μιας ιδέας, της ελληνικής ιδέας, αν προσπαθήσει να προσέξει πόσο ιδιότροπα διαφορετικοί και συνάμα πόσο σύμφωνοι είναι, ίσως και νιώσει το πλάτος και τη φυσιογνωμία του πνευματικού μας χώρου. Πάντα πιστός στον εαυτό του, θα λέγαμε, κι ωστόσο μυστικός και αντιφατικός σαν όλα τα πράγματα όπου σφύζει η ζωή.

Η παράδοσή μας είναι γεμάτη αντιθέσεις. Οι επιφανείς άντρες τις αρμονίζουν. Στην Ελλάδα και ο Διόνυσος είναι Εσταυρωμένος. Αλλά χρειάστηκε η δυνατή πίεση της φωνής του Σικελιανού για να σαρκωθεί σε μιαν ενότητα ο λόγος:

Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου…

Έτσι συλλογίζομαι και τη μορφή της Μητέρας του Θεού που είναι τόσο κοντά του· συλλογίζομαι όνειρα σταν το ακόλουθο, που πρέπει να έχουν πάρει το χρώμα τους από το παιδικό του εικονοστάσι:

είδα τον πατέρα μου απλωμένο δίπλα μου,
βγάνοντας ξάφνου απάνωθέ του το σεντόνι,
ολόγυμνος να πεταχτεί στα μάτια μου μπροστά,
ωραιότερος,
μεστότερος, με σάρκα ωσάν τριαντάφυλλο
όλο φως
και να μου πει: «Γιε μου, ελυτρώθηκα»…

Και προσπαθώ να κοιτάξω το θρησκευτικό αίσθημα του Σικελιανού να ξεκινά από τη λευκαδίτικη πατρογονική του χριστιανοσύνη, να προχωρεί και να θρέφεται με όλες τις ανάσες της ελληνικής γης, ν’ απλώνεται και ν’ αφομοιώνει μύθους που τους πιστεύαμε τελειωτικά πεθαμένους, να κινείται ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Άδη, που είναι το ίδιο, καθώς το θέλει ο Ηράκλειτος, και να ποθεί ολοένα μιαν ανάσταση, ένα ξαναγέννημα: την «Άνω Ελλάδα».

Στα χρόνια που ο Σικελιανός είναι ακόμα έφηβος, ολόκληρος ο πνευματικός μας κόσμος κεντρίζεται από αυτόν τον πόθο:

Στο νου των νέων Ελλήνων,
οπού λούζεται στο νέο
ρόδινο φως βαθιά,
παίζεται κάποια μίμηση
της πάλης του άνηβου Θεού,
του νέου Απόλλωνα,
όταν σκότωσε τον Πύθωνα…

Άγγελος Σικελιανός

Είναι η εποχή του Παλαμά, αλλ’ ανάμεσα στις τόσες μορφές της εποχής εκείνης θα ήθελα ν’ αναφέρω μόνο τον Περικλή Γιαννόπουλο, έτσι καθώς ο ίδιος ο Σικελιανός τον ιστορίζει. Του μοιάζει σαν αδερφός:

Κι η αγάπη του όμορφου κορμιού και του ήλιου,
της ρυθμισμένης δύναμης που δείχνει
την ομορφιά δίχως κανένα αγώνα,
με μόνον ένα σάλεμα, με μόνον
ένα ήσυχο χαμόγελο, με μόνον
ένα γοργό κι ένα καθάριο γέλιο,
σαν κοράκου κραυγή μες στης αβύσσου
των αττικών ουράνιων τη γλαυκότη,
καθάρια κι ασυντρόφευτη αναζούσε
στο σάλεμα και στο χαμόγελό του,
ω Αττική, – και κανένας τα λεπτά σου
τα μύρα δεν ανάσανε με τόσον
αρχοντική την αίστηση, κανένας
τ’ ανέλπιστά σου χρώματα δεν πήρε
να κλείσει πιο σφιχτά στα βλέφαρά του,
και το λιτό σου πνέμα να σαρκώσει· τριγύρα μας δεν ξέραμε κανένα
να μοιάζει πιο πολύ με την ελιά σου,
με το ξανθό τ’ αστάχυ σου, κι ακόμα
με τα κιτρινισμένα μάρμαρά σου…

Αλλά ο Σικελιανός ήταν πολύ πιο ρωμαλέος δημιουργός. Αν είχε μέσα του κι αυτός τη λαχτάρα που έκαιγε τον Γιαννόπουλο και τον οδήγησε καβαλάρη στο θαλασσινό του τάφο, μπόρεσε ωστόσο, με τον Διόνυσο ακέριο μέσα στις φλέβες του, ν’ αναστήσει μια ζωή παρούσα από τα πιο μακρινά άδυτα της παράδοσής μας. Στη φωνή του, ένας ολόκληρος κόσμος ξεχασμένος, ενταφιασμένος, εγείρεται σαν Δεύτερη Παρουσία, ριζωμένη σε μιαν ελληνική φύση που ανασαίνει με όλη τη δρόσο της πρώτης ματιάς, ριζωμένη στις αισθήσεις του ανθρώπου. Ο Σικελιανός είναι χωρίς διάσπαση, χωρίς διάθλαση. Και όπως δεν παραδέχεται να χωρίσει το θάνατο από την πιο θερμή στιγμή της ζωής, όπως δεν παραδέχεται να χωρίσει το σώμα του από το σώμα του τόπου του, έτσι αγωνίζεται να ενώσει τον κόσμο των θεών και τον κόσμο των ανθρώπων Υπάρχει στον Σικελιανό ένας ιερός ελληνικός ενανθρωπισμός.

…και λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχυα να θρέψει κι ο ουρανός· πατέρα,
τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος…

Όμως η πρόθεσή μου δεν ήταν ν’ ανιστορήσω την ποίηση του Σικελιανού. Ήθελα μόνο να κρατηθώ για λίγο ακόμη κοντά στο φίλο που εχάσαμε.

Τον συνάντησα αργά στη ζωή. Λέω πως το φταίξιμο πρέπει να ήταν δικό μου. Θαρρώ πως το πραγματικό συναπάντημά μας έγινε όταν πρωτοδιάβασα σε χειρόγραφο την «Ιερά Οδό»:

Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα βουλιάζει…

Θυμούμαι με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη δροσερή συγκίνηση που μου είχε δώσει αυτός ο μεστός τόνος, κάπως τραυματισμένος στην ευρωστία του. Έπειτα, όσες φορές έτυχε να τον ιδώ στην ύπαιθρο, ή ν’ ακούσω χωρικούς να μιλούν για το πέρασμά του, πάντα τον συλλογιζόμουνα, με το καλογερίστικο ραβδί του τής Φανερωμένης, να ξεκινά από αυτόν τον δρόμο της Ψυχής, όπως τον λέει, που ήταν και ο τελευταίος δρόμος του Γιαννόπουλου. Μ’ άρεσε να θαυμάζω αυτόν τον άρχοντα της λαλιάς μας μέσα στην ελληνική φύση, που την εζούσε με τόσην οικειότητα, που την άγγιζε –βουνά, μάρμαρα, ακρογιάλια– όπως ένας βοσκός αγγίζει τα γνώριμα αντικείμενα της καλύβας του. Μ’ άρεσε ο τρόπος που τον αγαπούσαν οι απλοί άνθρωποι του βουνού και του κάμπου, που τον έλεγαν Κυρ Άγγελο. Με συγκινούσε αυτή η ζωή που είχε κατορθώσει ένα τόσο σπάνιο πράγμα: να είναι καθαρή από κάθε κακομοιριά και στα μικρά και στα μεγάλα.

Έτσι τον ένιωσα ακόμη και τα τελευταία χρόνια, όσες φορές η τύχη μού έδωσε την άδεια να τον ιδώ στο μακρύ χαροπάλεμά του. Γιατί η μοίρα αυτού του ανθρώπου που είπε ξεκινώντας

Η μόνη μέθοδο είν’ ο θάνατος!

θέλησε να ζήσει για ένα μακρύ διάστημα στο κεφαλόσκαλο του κάτω κόσμου. Το έζησε κι αυτό, όπως όλα, με την ίδια μεγαλόκαρδη ευφροσύνη, με τον ίδιο αέρα που ήξερε να διαλέξει και να χαρίσει ένα τριαντάφυλλο. Τον θυμούμα ένα βράδι στο σπίτι του, ύστερ’ από ένα μεγάλο χτύπημα που έμοιαζε να είναι το τελευταίο αυτού του λαβωμένου λιονταριού. «Είδα» μου είπε «το απόλυτο μαύρο. Ήταν ανέκφραστα ωραίο.» Ξεκινούσα για ένα μακρύ ταξίδι· δεν ήξερα αν θα τον ξανάβλεπα. Ένιωσα τα φτερά ενός μεγάλου αγγέλου να τρέμουν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σαν να μας άγγιξε η πνοή πραγμάτων που δεν είδαμε ποτέ μας κι όμως τ’ αγαπούμε πάνω από κάθε άλλο στη ζωή – το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν.

Βγαίνοντας ψιθύρισα την τελευταία στροφή του «Μεγάλου Νόστου»:

Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός…

Κοίταζα την ανάσταση των άστρων.

Λονδίνο, Ιούνιος 1951

Γιώργος Σεφέρης

Πηγή