Μιχάλης Μακρόπουλος: Γιατί χρησιμοποιώ τη Δυστοπία

O «Αρης», το πιο πρόσφατο επιστολικό του κείμενο με την Ελένη Κοφτερού από τις εκδόσεις Κίχλη ήταν η αφορμή για να συνομιλήσουμε

Συνέντευξη στον Γιώργο Φλωράκη

Συνέντευξη: Ο συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος μιλάει για τη δυστοπία, τη ζωή στη Λευκάδα, τις μεταφράσεις του, το παιδικό βιβλίο και τον «Άρη».

Τον πρωτογνώρισα ως συγγραφέα αρκετά αργά, με το «Μαύρο Νερό». Μ’ εντυπωσίασε. Έτσι, βρέθηκα να γυρίζω πίσω, σε όλα τα πιο παλιά κείμενα, από το «Οδοιπορικό Στο Πωγώνι» μέχρι το «Τέλος του Ταξιδιού». Στη Μαρίνα έχω διαβάσει περισσότερες από 20 φορές τη «Φάρμα των Ζώων». Κι όταν απόλαυσα την «Ιστορία Δύο Πόλεων», ανακάλυψα ότι είχαμε κοινές αγάπες από πολύ νωρίς: τη «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή», που είχε μεταφράσει μόλις το 1999, τον Κλάιβ Μπάρκερ, τον Χέμινγουεϊ, τον Στίβεν Κινγκ, τον Γιασμίνα Χάντρα, τον Φιτζέραλντ, το «ΜακΤιγκ» του Φρανκ Νόρις. O «Αρης», το πιο πρόσφατο επιστολικό του κείμενο με την Ελένη Κοφτερού στην Κίχλη ήταν η αφορμή για να συνομιλήσουμε για πρώτη φορά.  Ήθελα όμως να τον ρωτήσω και για μερικά άλλα…

Γεια σου Μιχάλη! Πού σε βρίσκω; Τι βλέπεις από το παράθυρό σου;
Γεια σου, Γιώργο. Στο γραφείο μου (και γραφείο της Αναστασίας, της συζύγου μου, που είναι επίσης μεταφράστρια) κι απ’ το παράθυρό μου βλέπω μερικά σπίτια με κεραμοσκεπές, πιο πέρα τον ελαιώνα της Λευκάδας (που πλέον είναι μισοχτισμένος με τουριστικά καταλύματα) και παραπίσω την παραλία του Αϊ-Γιάννη, σ’ απόσταση ενός τετάρτου με τα πόδια από το σπίτι, και το Ιόνιο.
Πόσο εύκολη είναι η απόφαση να αφήνεις την πόλη που γεννήθηκες;
Αρκετά εύκολη, όταν πλέον είναι αληθινή απόφαση κι όχι απλώς αόριστη σκέψη ή επιθυμία. Εμείς το αποφασίσαμε στ’ αλήθεια όταν το κάναμε.

Και πόσο εύκολο είναι να ζεις σ’ ένα μικρότερο τόπο; Τι θετικά και τι αρνητικά βρίσκεις;
Είναι εύκολο και δύσκολο. Η θάλασσα είναι κοντά, βλέπουμε δέντρα, ακούμε πουλιά, έχουμε μια λεμονιά και γάτες. Όμως… είχαμε έναν πολυχώρο που έκλεισε, έναν κινηματογράφο που κάηκε, και τώρα τον χειμώνα στη Λευκάδα, πολιτιστικά, δεν κουνιέται φύλλο – αλλά η Αθήνα δεν είναι μακριά, με τ’ αμάξι ένα τετράωρο, αν και τώρα με τον κορωνοϊό έγινε αίφνης πολύ μακρινή. Επίσης, μου λείπουν αγαπημένοι άνθρωποι, φίλοι, που τους βλέπω λίγο πλέον. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο μικρός τόπος μού πηγαίνει περισσότερο πια – οι πολλοί άνθρωποι γύρω μου με μπερδεύουν και με κουράζουν.

Θα ξεκινήσω από μερικές από τις μεταφράσεις σου… Τι σου πρόσφερε η οπτική του Ρούτγκερ Μπρέγκμαν στην «Ανθρωπότητα – Μια Απροσδόκητα Αισιόδοξη Ιστορία». Νιώθεις αισιόδοξος για το μέλλον;
Όχι, δεν νιώθω αισιόδοξος για το μέλλον. Μα ούτε ξέρω τι ακριβώς νιώθω για το μέλλον. Όσο για την οπτική του Μπρέγκμαν, δεν μου πρόσφερε κάτι. Ο τρόπος που «διαβάζει» τον «Άρχοντα των μυγών» του Γκόλντινγκ, για παράδειγμα, ή τα πειράματα υπακοής του Μίλγκραμ, με βρίσκει ολωσδιόλου αντίθετο.
Και ο Ελρόι; Έχεις πει ότι συνάντησες αρκετές δυσκολίες στη μετάφραση της «Θύελλας». Πού ακριβώς έγκειται η δυσκολία του κειμένου;
Μα, όλη η «Θύελλα» είναι γραμμένη σε αργκό! Στις πρώτες σελίδες –και γι’ αρκετές σελίδες στη συνέχεια, ώσπου να «εγκλιματιστώ» -κάτι που άργησε πολύ στην περίπτωση του Ελρόι– μου ’ρθε σκοτοδίνη μέχρι να βγάλω άκρη και να δω με ποιον τρόπο θα το ’φερνα όλο αυτό στα ελληνικά.
Από την άλλη πλευρά, πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να καταπιάνεσαι με ένα κλασικό κείμενο, όπως η «Ιστορία Δύο Πόλεων»;
Σίγουρα, πιο εύκολο απ’ το να καταπιάνεσαι με τον Ελρόι. Το κείμενο του Ντίκενς είναι «καθαρό» και, επιπλέον, τόσο σχολιασμένο, ώστε ο επιμελής μεταφραστής δεν μένει με την παραμικρή απορία.

Τι ήταν αυτό που σ’ ευχαρίστησε όταν διασκεύαζες τη «Φάρμα των ζώων»;
Ήταν πρόκληση και στοίχημα, το να κρατήσω την ψυχή της ιστορίας του Όργουελ και ταυτόχρονα να κάνω διασκεδαστική κι αρεστή σ’ ένα οχτάχρονο παιδί αυτήν την τόσο σκοτεινή αλληγορία, που μόνο παιδική δεν είναι.

Ποιος είναι ο βασικός λόγος που θέλεις να απευθυνθείς στα παιδιά;
Δεν έχω ιδέα. Μάλλον δεν υπάρχει βασικός λόγος. Μ’ αρέσει να πλάθω ιστορίες. Οι περισσότερες απ’ τις ιστορίες μου απευθύνονται στους ενήλικες και κάποιες απευθύνονται στα παιδιά. Ωστόσο, προφανώς δεν είμαι «συγγραφέας παιδικών βιβλίων».

Υπάρχει μια κοινή γραμμή που συνδέει τα παιδικά σου βιβλία;
Ναι, ότι τα έγραψα όλα εγώ… Αστειεύομαι! Αντί να πω ποια είναι η κοινή γραμμή που συνδέει τις παιδικές μου ιστορίες, θα πω ποιος είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας παιδικών ιστοριών κι ίσως αυτό να είναι μια έμμεση απάντηση: ο Ρόαλντ Νταλ (που παρεμπιπτόντως, στις ιστορίες του για ενήλικες, είναι από τους αγαπημένους μου διηγηματογράφους επίσης).

Μοιάζει σαν τα τελευταία χρόνια να σε κερδίζει ως συγγραφέα η δυστοπία. Τι σε κάνει να κατευθύνεσαι προς τα εκεί;
Χρησιμοποιώ τη δυστοπία για να μιλήσω για το παρόν, όχι για το μέλλον. Οι προφητικές μου δυνάμεις είναι μάλλον ισχνές. Η δυστοπία είναι εργαλείο για να πλάσω ένα μύθο που θα ’χει δύναμη (όπως την εννοώ εγώ). Αγαπώ πολύ τους μύθους. Από το χαρακτηρισμό «συγγραφέας» προτιμώ τον «μυθοπλάστης».

Τα τρία τελευταία σου βιβλία, σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο με το νερό. Το «Μαύρο Νερό», η «Θάλασσα» και ο «Άρης» έχουν μεγάλη σχέση με το νερό. Τι σε οδηγεί προς τα εκεί;
Μήπως η θέα που ’χω απ’ το παράθυρό μου;… Πάλι αστειεύομαι! Ωστόσο, αγαπώ τη θάλασσα. Το χειμώνα, λίγα πράγματα μ’ ηρεμούν τόσο όσο μια βόλτα στην έρημη παραλία που ’ναι κάτω από το σπίτι μου. Μ’ αρέσει ο θαλασσινός ορίζοντας, τα κύματα, οι γλάροι, τα χορταράκια που φυτρώνουν στην ακροθαλασσιά. Από την άλλη, το «Μαύρο Νερό» είναι μια βουνίσια ιστορία, όπως και το «Δέντρο του Ιούδα», ο «Ω’μ», πολλές άλλες. Είμαι μοιρασμένος ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα.

Ο «Άρης» είναι κατά κάποιον τρόπο ένα επιστολικό κείμενο. Υπάρχουν κάποια παλαιότερα κείμενα του είδους που αγαπάς; Τι σε οδήγησε να επιλέξεις αυτήν τη φόρμα;
Φυσικά έχω διαβάσει επιστολικά κείμενα, αλλά όχι, δεν υπάρχει κάποιο που αγαπώ ιδιαίτερα. Για τον «Άρη», αυτή η μορφή μου φάνηκε σωστή κι έπειτα ήθελα οι δύο φωνές, η αντρική και η γυναικεία, να ’ναι δυο φωνές στ’ αλήθεια κι όχι ένας εγγαστρίμυθος συγγραφέας που δανείζει τη φωνή του στη σύντροφο του ερευνητή στον Άρη.

Πώς συναντήθηκες με την Ελένη Κοφτερού;
Καταρχάς, είμαστε φίλοι. Έπειτα, αν και ποιήτρια βασικά, η Ελένη έγραφε και γράφει πού και πού μικρά διηγήματα. Μου φάνηκε ότι κάτι στις φωνές μας θα ταίριαζε κι επίσης ένιωσα ότι η συνεργασία μας θα ’ταν απρόσκοπτη, ότι κανένας από τους δύο δεν θα πρότασσε το συγγραφικό του εγώ δημιουργώντας έτσι προβλήματα και φέρνοντας προσκόμματα στον άλλον.

Ποιο είναι για σένα το κεντρικό ζήτημα που θέτει ο «Άρης»;
Η ζωή – η αξία των μικρών πραγμάτων που όλα μαζί φτιάχνουν αυτό που αποκαλούμε ζωή.

Αγαπούσες πάντα τη Φαντασία ή την Επιστημονική Φαντασία;
Πάντα. Τις αγαπούσα και τις αγαπώ. Η επιστημονική φαντασία είναι το κατεξοχήν είδος που κράτησε αναμμένη τη φλόγα του ατόφιου μύθου ενώ ταυτόχρονα, σ’ αντίθεση μ’ άλλα «είδη», ήταν πάντοτε ανοιχτή σε νέους τρόπους αφήγησης – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος της δεν υπήρξε συντηρητικό και «εύκολο».

Ποιο βιβλίο διαβάζεις αυτή τη στιγμή για προσωπική σου ευχαρίστηση και όχι για δουλειά;
Μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας της Οκτάβια Μπάτλερ με τίτλο «Bloodchild», το «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» της Fleur Jaeggy και το «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία» του Σπύρου Στάβερη.

Τι μεταφράζεις αυτή την εποχή;
Κάρσον Μακάλερς – τελείωσα το «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» και τώρα μεταφράζω το «Ρολόι χωρίς δείκτες».

Τελικά είναι πιο δύσκολο να είσαι συγγραφέας ή μεταφραστής;
Τίποτα δεν είναι εύκολο άμα το αγαπάς. Αγαπάω τις ιστορίες μου κι επίσης αγαπώ το επάγγελμά μου. Αλλά, εξυπακούεται, οι δικές μου ιστορίες είναι ένα κομμάτι μου, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να ’ναι μια μετάφραση.

Σου λείπει η Αθήνα; Αν ναι, ποια σημεία της πιο πολύ;
Είμαι γέννημα θρέμμα Παγκρατιώτης. Είναι αυτό μια απάντηση; Μάλλον ναι.

Τι να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον; Ένα καινούργιο βιβλίο;
Γραμμένες ιστορίες υπάρχουν πολλές. Τρεις γράφονται, μία εκδίδεται. Αλλά έχω κουβεντιάσει ήδη με την Γιώτα Κριτσέλη της Κίχλης για μια συλλογή (ένα βιβλίο πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος απ’ τα προηγούμενα) που είναι έτοιμη ήδη κι όλες της οι ιστορίες είναι, ας πούμε, «μελλοντολογικές», από μια νουβέλα κοντά στην ατμόσφαιρα του «Μαύρου Νερού» μέχρι διηγήματα που είναι πιο καθαρά επιστημονικής φαντασίας. Κι έγραψα επίσης πρόσφατα μια ιστορία με την Αναστασία, τη σύζυγό μου, ένα πολύ ιδιαίτερο παραμύθι για ενήλικες, που μου φαίνεται ώριμο και θα ’θελα στ’ αλήθεια να εκδοθεί κάποια στιγμή.

Πηγή