Μπορεί η πανδημία να γεννήσει ένα νέο αρχιτεκτονικό κίνημα;

Αν ναι, ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά του; Αν όχι, τι στέκεται εμπόδιο σε αυτό; Πέντε αρχιτέκτονες απαντούν.

Από τη Ζωή Παρασίδη

Με δεδομένα τις ανάγκες που γέννησε η πανδημία και τις νέες λειτουργίες που έπρεπε να εξυπηρετήσουν τα σπίτια μας, τους διαθέσιμους εξωτερικούς χώρους των διαμερισμάτων πόλης, συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι δεν φτιάχνονται εύκολα νέα κτίρια σε μια πυκνοδομημένη πόλη σαν την Αθήνα και περιμένοντας τα νέα «roaring ’20s», θέσαμε το παραπάνω ερώτημα σε πέντε Έλληνες αρχιτέκτονες.

Θωμάς Δοξιάδης

doxiadis+ 

Μετά την πανδημία έρχονται οι επιλογές. Το δίλημμα «επιβάλλομαι στη φύση ή συμβιώνω» είναι πιο ισχυρό από ποτέ. Μαζί με αυτό ακολουθούν κι άλλα: «Θα μείνω στην πολύβουη πόλη η θα φύγω για την εξοχή;», «Στα δύσκολα θα φροντίσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου ή θα πολεμήσω για το σύνολο;», «Θα ζω όλο και μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου online ή απαιτώ ποιοτική ζωή για το υλικό μου σώμα στον υλικό χώρο;».

Σε βάθος χρόνου, θα μπορούσαμε ακόμα να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι των πόλεων θα πολωθούν σε δύο φυλές, στους Ανοιχτούς και τους Κλειστούς, και ότι κάθε φυλή θα αναπτύξει το δικό της μοντέλο πόλης. Στις επιλογές αυτές, η θέση που θα πάρει ο καθένας μας, κάθε κράτος, κάθε πλατφόρμα της αγοράς και τελικά όλη η ανθρωπότητα θα καθορίσει το μέλλον.

Η σχέση μας με τη φύση κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι διττή. Από τη μια, βγήκαμε στους υπαίθριους χώρους και αναζητήσαμε τα ελάχιστα κομμάτια φύσης μέσα στην πόλη. Μετά την πανδημία ο υπαίθριος χώρος θα είναι ακόμα πιο ανάρπαστος, ακόμα πιο αναγκαίος. Το περιοριστικό μοντέλο της πλατείας, του άλσους και της παιδικής χαράς θα επανεξεταστεί, καθώς θα χρειαστούμε ένα ζωντανό και πανταχού παρόν σύμπαν υπαίθριας ζωής στην πόλη. Ήδη δημιουργούνται στην Αθήνα νέες τυπολογίες δημόσιων χώρων που συνδυάζουν ή και συνδέουν. Καταλύτης των εξελίξεων στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου θα είναι το απελευθερωμένο από τη στάθμευση οδικό δίκτυο, που θα μπορεί να επαναπρογραμματιστεί με χρήσεις ζωής στην πόλη λόγω της επανάστασης στα ατομικά μέσα μεταφοράς και της σταδιακής, αλλά γρήγορης μείωσης του αριθμού των Ι.Χ. Αφενός, λοιπόν, εικάζουμε ότι το κέντρο της πόλης θα κατοικηθεί πιο εντατικά, θα υπάρξει έντονη μείξη χρήσεων, χώροι εύπλαστοι και ευπροσάρμοστοι για να τις φιλοξενήσουν, εφήμερη αρχιτεκτονική, κτίρια πράσινα, βιολογική μηχανική στις υποδομές, εξοικονόμηση πόρων. Από την άλλη, με την πανδημία αντιληφθήκαμε τη δύναμη ενός μέρους της φύσης, για το οποίο είμαστε ακόμα θηράματα. Αισθανόμαστε ανασφαλείς και επιζητούμε προστασία σε προσωπικά και ομαδικά μέσα αποστασιοποίησης, από τους ανθρώπους και τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Αυτή η στάση, αντίθετα με την προηγούμενη, θεωρούμε ότι θα προκαλέσει την τάση ερημοποίησης των κοινόχρηστων χώρων, με τον διαχωρισμό των χρήσεων, τη μείωση των χώρων εστίασης και κοινωνικοποίησης, τη μετακίνηση της κατοικίας προς τα προάστια, την απομακρυσμένη εργασία και την online εξυπηρέτηση. Σε βάθος χρόνου, θα μπορούσαμε ακόμα να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι των πόλεων θα πολωθούν σε δύο φυλές, στους Ανοιχτούς και τους Κλειστούς, και ότι κάθε φυλή θα αναπτύξει το δικό της μοντέλο πόλης. Στις επιλογές αυτές, η θέση που θα πάρει ο καθένας μας, κάθε κράτος, κάθε πλατφόρμα της αγοράς και τελικά όλη η ανθρωπότητα θα καθορίσει το μέλλον.

Πόλη του Κανιβαλισμού: Η Cannibalism City, μου θυμίζει μια παράγραφο στο Ημερολόγιο ενός Τρελού του Lu Xun, «Άνοιξα ένα βιβλίο ιστορίας. Η ιστορία είναι χρονολογημένη και περιγραμμένη σε κάθε σελίδα με λίγα λόγια για συμπόνια, καθήκον και ακεραιότητα. Δεδομένου ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ ούτως ή άλλως, το διάβασα προσεκτικά για μισή νύχτα, και μόνο τότε από τις ραφές των γραμμάτων μπορούσα να δω τις δύο λέξεις που ήταν παντού: «Φάτε ανθρώπους»! Ποιος τρώει; Είναι η πόλη; Ποιος είναι σε αυτήν την πόλη; Είμαστε εμείς; Είμαστε θεατές στο Κολοσσαίο, βλέποντας την πόλη να ανοίγει το γιγαντιαίο αιματηρό στόμα της και να τρώει ανθρώπους, χειροκροτώντας. Τελικά, οι θεατές μετατράπηκαν σε τάφους. Ο Lu Hun έγραψε στο τέλος του ημερολογίου του, «Παιδιά που δεν έχουν φάει ακόμα ανθρώπους, ή μήπως έχουν; Σώστε τα παιδιά…» – Yafei Li

Κωσταντής Κίζης

Kizi Studio

Μπορεί η πανδημία να γεννήσει ένα νέο αρχιτεκτονικό κίνημα; Ελπίζω πως όχι.

Η πανδημία μόνο προβλήματα γέννησε. Στάθηκε αφορμή να αναθεωρήσουμε προτεραιότητες, αλλά, μόλις εκλείψει, θα θελήσουμε να επιστρέψουμε σε κάποια ουσιαστικά για την κοινωνική μας ζωή, προ-Covid ήθη. Πέρα από κάποιες χωρικές βελτιώσεις στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, πιστεύω ότι η πανδημία δεν θα μας αφήσει τίποτα που θα αξίζει να αποκαλέσουμε «κίνημα».

Μάθαμε να χρησιμοποιούμε ψηφιακά εργαλεία που ήδη είχαμε πιο εντατικά, μια συνειδητοποίηση της δύναμης της συνδεσιμότητας στην πράξη, που ευτυχώς θα μείνει μαζί μας. Ωστόσο, μαζί με αυτό, θα μείνει και το τραύμα της αποστασιοποίησης, σαν κατάλοιπο ιού σε πληγωμένο σώμα.

Θέλουμε κτίρια με σωστή κυκλοφορία, στα οποία να μην συνωστιζόμαστε, θέλουμε άμεση και εύκολη πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους. Όμως αυτές οι χωρικές αξίες ήταν σημαντικές για την αρχιτεκτονική και πριν από την πανδημία ‒ ας γίνει ο ιός η αφορμή να τις θέσουμε σε πρώτη προτεραιότητα.

Αν αφήσουμε κατά μέρος τα οφέλη της συνδεσιμότητας και κοιτάξουμε τον απτό, βιωματικό χώρο στην αρχιτεκτονική της πόλης, περισσότερο από ευκαιρίες για αλλαγή, ας αναζητήσουμε αντιστάσεις για επαναφορά: θα αλλάξει ο τρόπος που σκεφτόμαστε τα κτίρια συγκέντρωσης κοινού, τα εκπαιδευτικά κτίρια, τα γήπεδα; Θα φοβόμαστε να μαζευτούμε σε ένα θέατρο ή ένα σινεμά; Όχι! Καλύτερα να επουλώσουμε τα συλλογικά μας τραύματα παρά να αναθεωρήσουμε τυπολογίες διαρκείς που μας έχουν καθορίσει.

 

Ωστόσο, αυτό που με τρομάζει δεν είναι τόσο τα παραπάνω όσο οι αλλαγές που ήδη συντελούνται στον χώρο εργασίας. Το γεγονός ότι αναγκαστήκαμε να δουλέψουμε από το σπίτι ανέτρεψε ως έναν βαθμό τα δεδομένα στον χώρο. Τα κτίρια γραφείων άδειασαν, το μέγεθός τους τέθηκε υπό αμφισβήτηση και η κουζίνα, το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο πολλές φορές, μετατράπηκαν σε χώρους εργασίας. Όλα λειτούργησαν με τη λογική ότι η δουλειά μπορεί βγαίνει στο laptop, στην άνεση του σπιτιού, δίχως διαδρομές. Περισσότερος ύπνος και χρόνος με την οικογένεια, ευχαριστημένοι εργαζόμενοι, ακόμα πιο ευχαριστημένοι εργοδότες, που τρίβουν τα χέρια τους στην προοπτική να μη χρειάζεται να επενδύουν σε χώρους γραφείων. Ένας πραγματικός εφιάλτης, μεταμορφωμένος σε καλό όνειρο. Σε μια εποχή που όλοι πασχίζουν να προστατεύσουν το οικιακό περιβάλλον από την πίεση του εργασιακού, το δεύτερο εισέβαλε στο πρώτο με τον πιο βάναυσο και καταναγκαστικό τρόπο.

Όπως πάντα, «κάτι πρέπει να αλλάξει, για να μείνουν όλα ίδια». Θέλουμε χώρους με κυκλοφορία φρέσκου αέρα και καλό ηλιασμό. Θέλουμε κτίρια με σωστή κυκλοφορία, στα οποία να μην συνωστιζόμαστε, θέλουμε άμεση και εύκολη πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους. Όμως αυτές οι χωρικές αξίες ήταν σημαντικές για την αρχιτεκτονική και πριν από την πανδημία ‒ ας γίνει ο ιός η αφορμή να τις θέσουμε σε πρώτη προτεραιότητα.

Ελπίζω, λοιπόν, ότι οι τυπολογίες που τέθηκαν εν αμφιβόλω κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα επανέλθουν βελτιωμένες. Ότι θα πηγαίνουμε στη δουλειά μας, σε χώρους πιο άνετους, που η ψηφιακή εμπειρία θα επεκτείνει αντί να τους συρρικνώνει. Ότι θα προτιμούμε πάντα τη διά ζώσης επαφή από τη διαδικτυακή, αλλά η δεύτερη θα συνεχίσει να ανοίγει διαύλους ανενεργούς προ-Covid. Με άλλα λόγια, ότι δεν θα βαλτώσουμε στη δυστοπία του laptop, απλώς επειδή ζήσαμε για λίγο την ψευδαίσθηση μιας πιο εύκολης καθημερινότητας.

Οπτικός Σκλάβος: Τα ανθρώπινα όντα δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα του «διασκεδαστικού ματιού». Ακριβώς σαν pinhole camera, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι φήμες μπορούν να ανατρέψουν την εικόνα της πόλης. Όπως έγραψε ο Qian Zhongshu στο Fortress Besieged, «Οι αμόρφωτοι ξεγελιούνται από άλλους, επειδή είναι αναλφάβητοι. Οι μορφωμένοι προσεγγίζονται από έντυπα, όπως η προπαγάνδα της εφημερίδας σας, επειδή είναι εγγράμματοι. Οι φήμες κατέκλυσαν σιωπηλά την πόλη, σαν ναρκωτικά, αλλά εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε το συναίσθημα». –Yafei Li

Δημήτρης Ποτηρόπουλος

Potiropoulos+Partners

Δεν θεωρώ ότι λόγω της πανδημίας θα συμβούν ριζικές ανατροπές στην αρχιτεκτονική σκέψη και έκφραση, πόσο μάλλον να γεννηθεί «νέο αρχιτεκτονικό κίνημα». Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να συντρέχουν βαθύτερες εξελικτικές διεργασίες, όπως συνέβη στο παρελθόν με τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Όμως, όσοι δεν το έχουν αντιληφθεί μέχρι σήμερα ή εθελοτυφλούν ‒αναφέρομαι στους πολιτικούς αλλά και στους απλούς πολίτες‒ θα πρέπει να καταλάβουν ότι οφείλουν πλέον να ενστερνιστούν και πρακτικά τις αρχές της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης, ώστε να αναστραφεί, αν αυτό είναι δυνατό, η σημερινή επιζήμια δυναμική, συνέπεια της οποίας είναι η κλιματική αλλαγή και η περιβαλλοντική ρύπανση.

Η αναζήτηση μιας ισορροπημένης σχέσης μεταξύ του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος παραμένει σήμερα κεντρικό ζητούμενο, ειδικότερα όταν η πρόοδος της επιστήμης οδηγεί σε έναν τρόπο ζωής που κυριαρχείται όλο και περισσότερο από τα προϊόντα αλλά και τα σύμβολα της τεχνολογίας. Σε αυτό το τεχνο-κεντρικό περιβάλλον οφείλει η αρχιτεκτονική να αντιτάξει τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. Διαμεσολαβώντας μεταξύ των φυσικών φαινομένων και του ανθρώπου, προκειμένου να ικανοποιήσει αρχέγονες, θεμελιώδεις ανάγκες του, όπως είναι η σχέση του με τη φύση. Η συζήτηση αυτή αφορά, άμεσα ή έμμεσα, και την περιβαλλοντική ρύπανση, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, ακόμα και για απειλές του τύπου της πανδημίας.

Μαρία Τσαυτάρη

Urban Soul Project 

Είμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο πιθανό βήμα για τον δυτικό πολιτισμό. Αν ανατρέξει κανείς στα μεγάλα ζητήματα που μας απασχολούσαν και μας απασχολούν ως μεγάλες προκλήσεις κατά τη μετάβασή μας στον εικοστό πρώτο αιώνα, θα βρει, σίγουρα, φλέγον ακόμη και σήμερα το οικολογικό ζήτημα, την ευέλικτη εργασία, την ανάγκη μείωσης των ρύπων και τη μείωση χρήσης του αυτοκινήτου. Όλα δοκιμάστηκαν και επιβλήθηκαν βιαίως, σίγουρα όχι με τη θέλησή μας, τον τελευταίο χρόνο. Όλος ο πλανήτης έμαθε να δουλεύει από το σπίτι του μέσα σε έναν μήνα. Τους πρώτους μήνες της καραντίνας είδαμε την ατμοσφαιρική ρύπανση να μειώνεται σημαντικά στις μεγάλες πόλεις. Είδαμε ότι με τον δύσκολο τρόπο, τελικά, γίνεται.

Σε πόλεις όπου το real estate έχει εκτοξευθεί, όπως το Λονδίνο, η κυλιόμενη εργασία, το hot-desking, είναι πραγματικότητες που σε άλλα, ευρωπαϊκά ή μη εργασιακά περιβάλλοντα, έμοιαζαν πολύ προωθημένες. Κι όμως, αυτές οι συνθήκες παράγουν νέα χωρικά δεδομένα για τις πόλεις, για το οδικό δίκτυο και τα μεταφορικά μέσα, για τους εργασιακούς χώρους και, φυσικά, για τα σπίτια μας.

Κανένα σπίτι, ελληνικό ή μη, δεν ήταν φτιαγμένο για να εργάζεσαι σε αυτό. Τα έπιπλά μας δεν είναι επαγγελματικά, δεν είναι δεδομένο ότι υπάρχει ξεχωριστός χώρος για παραπάνω από ένα άτομα, έτσι ώστε να εργάζονται ταυτόχρονα στο σπίτι. Βάζοντας και την τηλεκπαίδευση στην εξίσωση, το πράγμα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο. Εκτός από το χωροθετικό ζήτημα του να έχουμε ξεχωριστά δωμάτια με δυνατότητα γραφείου για λόγους ηχομόνωσης, σαφώς υπάρχει το ζήτημα του αριθμού των υπολογιστών και των tablets που χρειάζονται όταν δυο-τρία άτομα δουλεύουν ή κάνουν μάθημα.

Ο προσωπικός χώρος διαβίωσης όπου ζούμε οι περισσότεροι είναι ούτως ή άλλως σχεδιασμένος με άλλα κριτήρια, σε εντελώς διαφορετικό και παρωχημένο χρόνο, δεκαετίες πριν. Ανακαινίσεις επιφανειακές ή ριζικές ανανεώνουν τους χώρους, αλλά δεν αλλάζουν ριζικά τις πολυκατοικίες.

Τμήμα ANTHILL: Η πόλη έχει μολυνθεί, αλλά ίσως τραυματίστηκε πριν από πολύ καιρό. Οι άνθρωποι καλούνται να μείνουν σε καραντίνα στο σπίτι. Η πόλη γίνεται φυλακή ή αποικία μυρμηγκιών σε αυτή την καταστροφή. Η κάτοψη μοιάζει με βαμμένο δέρμα, όπου όλα φαίνονται καλά οργανωμένα. Η τομή, ωστόσο, είναι περίπλοκη, σαν αποικία μυρμηγκιών. Έχοντας υποστεί πλύση εγκεφάλου, κινούμαστε μόνο στις στενές σήραγγες. Περιμένουμε, περιμένουμε την ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε και, τελικά, θα ξεχάσουμε το χάος που επικρατεί εκεί. –Yafei Li

Παύλος Χατζηαγγελίδης

314 Architecture Studio

Ήρθε η πανδημία κι έγιναν όλα ορατά: οι αόρατες πόλεις μας, οι αόρατες γειτονιές, οι αόρατες πολυκατοικίες, τα αόρατα πάρκα, οι αόρατες επιθυμίες μας. Με νέα δεδομένα τον υποχρεωτικό περιορισμό και τον εγκλεισμό, ο κόσμος ήρθε αντιμέτωπος με την καθημερινότητα και τον εαυτό του. Πόσο μάλλον όταν ο εγκλεισμός είναι παρατεταμένος, που δεν μπορεί παρά να φέρει πιο πολλές επιθυμίες στην επιφάνεια. Ο κόσμος έχει ανάγκη πλέον να ρισκάρει, να ενδώσει, να αφεθεί, αναζητά την απόλαυση, έναν «παράνομο» ερωτισμό για να δραπετεύσει από την «έννομη» κατάστασή του.

Φυσικό επακόλουθο της πανδημίας ήταν οι πόλεις να μετατραπούν σε σκηνές απόδρασης και περιπλάνησης. Ο αποκλεισμός στις πόλεις στην ουσία ήταν η απελευθέρωση σε αυτές. Και, όπως είθισται, όσο πιο αισθησιακή είναι μια σκηνή, τόσο πιο μεγάλη ικανοποίηση προσφέρει. Όσο η αρχιτεκτονική εξάπτει τη φαντασία και προκαλεί την ανθρώπινη ματιά, τόσο αναγνωρίζεται η επίδραση και η ευρηματικότητά της. Τα εμπόδια που έφερε ο κορωνοϊός καθυστερούν μεν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά, αν αντιμετωπιστούν δημιουργικά, η απόλαυση είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Η ανάγκη για ρίσκο απενοχοποιεί το παιχνίδι και τις ηδονικές σκέψεις που προηγουμένως δίσταζαν να αποδεχτούν ή να υλοποιήσουν τόσο οι αρχιτέκτονες όσο και οι κάτοικοι της πόλης.

«Δεν ξέρω πότε βρήκες τον χρόνο να επισκεφτείς όλες τις χώρες που μου περιγράφεις. Έχω την αίσθηση πως δεν έφυγες ποτέ από αυτόν εδώ τον κήπο». Στις Αόρατες Πόλεις του Καλβίνο ο Μάρκο Πόλο περιγράφει στον αυτοκράτορα των Τατάρων, Κουμπλάι Χαν, εξωπραγματικούς τόπους και θα ήθελα να πιστεύω πως, πέρα από προϊόντα φαντασίας, αυτά τα μέρη είναι αληθινά. Πίσω από το πέπλο της Αθήνας της αντιπαροχής κρύβεται η ηδονική Αθήνα με τα στενά δρομάκια, τα γραμμικά μπαλκόνια, τις περίτεχνες εισόδους πολυκατοικιών, τα περίπτερα, τα διατηρητέα, τις εκκλησίες, τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα συνοικιακά μαγαζάκια. Ακόμα και στα προάστια υπάρχει απίστευτη ποικιλία ερεθισμάτων και αντιθέσεων, χαρακτηριστικό του ελληνικού ταπεραμέντου, όπου η «τάξη» και το «ωραίο» του ενός αντιπαρατίθεται στην «τάξη» και στο «ωραίο» του άλλου.

Η ελληνική πόλη είναι η απόλυτη έκφραση ερωτισμού. Εύχομαι οι αρχιτέκτονες να επιλέγουν πάντα να ακροβατούν μεταξύ πόθου και νόμου, προσπαθώντας να αποκαλύψουν κρυφές ανθρώπινες επιθυμίες μέσω του σχεδιασμού τους. Εύχομαι οι κάτοικοι να τολμήσουν να αφεθούν περισσότερο στις «έννομες» αποδράσεις στην πόλη τους. Η πανδημία δεν θα γεννήσει κανένα αρχιτεκτονικό κίνημα. Ανέδειξε, όμως, αυτό που ήταν καλά κρυμμένο, τον εσωτερικό πόθο των ανθρώπων.

«Ναι, η αυτοκρατορία είναι άρρωστη και, το χειρότερο, προσπαθεί να συνηθίσει τις πληγές της. Ο σκοπός των εξερευνήσεών μου είναι αυτός: παρατηρώντας τα ίχνη της ευτυχίας που ακόμα διακρίνονται, μετρώ τη σπανιότητά τους. Αν θέλεις να μάθεις πόσο σκοτάδι έχεις γύρω σου, πρέπει να ακονίσεις το βλέμμα σου στα αδύναμα μακρινά φώτα». Καλβίνο, Ι., Οι Αόρατες Πόλεις, μτφρ. Α. Χρυσοστομίδης, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 81.

Media Fortress. Η σειρά πέντε σχεδίων με γραφίτ η και τίτλο «Cannibalism City» του Yafei Li (ΗΠΑ) απεικονίζει μια «φανταστική» πόλη στην οποία επιτίθεται ο Covid-19 από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Διακρίθηκε στο κάλεσμα/διαγωνισμό Pandemic Architecture του ιστότοπου Archisearch.gr τον Μάρτιο του 2020.