Παρηγορήτισσα Άρτας: Ένα αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής

Μια ξεχωριστή θέση στον κατάλογο των μνημείων τής πάλαι ποτέ πρωτεύουσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου κατέχει η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Παρηγορήτισσας

Από τον Στεργιόπουλο Βαγγέλη

Απλωμένη στους πρόποδες του πευκόφυτου λόφου της Περάνθης, στη θέση της αρχαίας Αμβρακίας, η πόλη της Άρτας κουβαλά ένα βαρύ ιστορικό φορτίο, όπως φανερώνουν οι αρχαιολογικοί χώροι της, το κάστρο, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της.

Μια ξεχωριστή θέση στον κατάλογο των μνημείων τής πάλαι ποτέ πρωτεύουσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου κατέχει η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας Παρηγορήτισσας, που είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Ο οκταγωνικός σταυροειδής ναός, αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, οικοδομήθηκε σε δύο φάσεις, όπως μαρτυρεί και η ευρέως διαδεδομένη λαϊκή αφήγηση αναφορικά με τον πρωτομάστορα του μνημείου και το βοηθό του, που έφυγαν μαζί από τη ζωή πέφτοντας από τη στέγη του μεγαλοπρεπούς ναού.

Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια αφήγηση, το μνημείο οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι η Παναγία φανερώθηκε στη μητέρα του βοηθού, προκειμένου να την παρηγορήσει για τον άδικο χαμό του παιδιού της.

Το πρώτο οικοδόμημα ήταν έργο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα και της συζύγου του, Θεοδώρας. Το δεύτερο, στα τέλη του 13ου αιώνα, υπήρξε σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή δημιούργημα του γιου και διαδόχου του προαναφερθέντος, Νικηφόρου Α’ Κομνηνού Δούκα, της συζύγου του, Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής, και του τέκνου τους, Θωμά.

Το μνημείο, πρωτότυπο δείγμα βυζαντινής ναοδομίας, αναφέρεται πρώτη φορά σε σιγίλιο του πατριάρχη Ιερεμίου Β’, το 1578, ως γυναικεία μονή.

Ο επιβλητικός ναός (αποτελείται από το νάρθηκα, τον κυρίως ναό και δύο παρεκκλήσια, των Ταξιαρχών και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου) αποτελούσε άλλοτε καθολικό σταυροπηγιακής μονής, από την οποία σώζονται επίσης ορισμένα κελιά και η τράπεζα.

Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι τα κομψά αρχιτεκτονικά μέλη, ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος, το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα στον τρούλο του ναού, καθώς και οι σωζόμενες τοιχογραφίες 16ου και 17ου αιώνα.

Πηγή