Σον Κόνερι: Ο Καβάφης, ο Σωκράτης και δύο τατουάζ

|REUTERS/Markus Brandt/Pool/File Photo

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ένα ανεκπλήρωτο πλάνο του, μαζί με το Βαγγέλη Παπαθανασίου, να ενσαρκώσει το μυθικό αρχαίο Σωκράτη. Eνας μύθος που τον τύλιγε σαν αχλύς. Δύο τατουάζ στο μπράτσο. Αυτά που θυμάμαι από τον (αξέχαστο σε όλους μας) Σον Κόνερι…

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη/ να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,/ γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…» απήγγειλε Κ.Π.Καβάφη (στα αγγλικά), πάνω σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Του διεθνούς Vangelis. Το 2004. Με εκείνα τα βαριά Rrrr, τα σκωττσέζικα. Το κοινό σχέδιό τους, από το 2001, να οργανωθεί μια διεθνής κινηματογραφική παραγωγή, με θέμα τη ζωή του αρχαίου φιλόσοφου Σωκράτη, είχε ήδη ναυαγήσει. Κι ας το ανακοίνωνε στη γαλλική Le Monde, μετά φανών και λαμπάδων, ο Σον Κόνερι.

Το δικό του ταξίδι προς την Ιθάκη του ήταν μακρύ. Ενενήντα καλοκαίρια και ενενήντα χειμώνες. Ταξίδι πολυκύμαντο. Με αφετηρία μια φτωχογειτονιά της «Αθήνας του Βορρά», του Εδιμβούργου. Που το όνομά της το έδωσε αργότερα στη δική του κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής, Fountainbridge Films.

Στο –τριχωτό – δεξί μπράτσο του, ο Σον Κόνερι, είχε χαράξει δύο μικρά τατουάζ. «Scotland forever» (Σκωτία για πάντα) και «Mum and Dad» (Μαμά και Μπαμπάς). Από τα 16 του ακόμη, όταν είχε καταταγεί στο Βασιλικό Ναυτικό. Κι έπειτα στο Εμπορικό Ναυτικό, το οποίο άφησε λόγω προβλημάτων με το έλκος στομάχου του.

Μπορεί στις ταινίες του, αργότερα, να το κάλυπταν με μέικ απ, για χάρη του φακού. Όμως, σε όσους εμπιστευόταν τα έδειχνε με περηφάνια. Όπως σε Έλληνες φίλους, το 2001, στον χώρο πολιτισμού «Αθηναΐς» στο Βοτανικό, όπου ήρθε μαζί με την μικρόσωμη σύζυγό του, Μισελίν Ρόκμπριν, η οποία εξέθετε εκεί τα έργα της.

Ο Σον Κόνερι το 2001 στην «Αθηναΐδα»

Τα έδειχνε τα τατουάζ του, διότι αυτά τα δύο ήταν και οι δύο άξονες της ζωής του: Από τη μια, η μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα του, τη Σκωτία. Ήταν περίφημος και δεδηλωμένος σεπαρατιστής, ένθερμος υπέρ της αυτονομίας της Σκωτίας. Και ενίσχυε, επίμονα, οικονομικά το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (Scottish National Party ή SNP).

Από την άλλη η αγάπη του για την οικογένεια. Για τις ρίζες που τον κράτησαν ακόμη και στα δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Όταν δούλευε σαν λουστραδόρος σε γραφεία τελετών. Ή σαν γαλατάς. Παραδίδοντας γάλα και στη Fettes School, στο Εδιμβούργο. Στην οποία, σύμφωνα με τα βιβλία του δημιουργού του 007 Ίαν Φλέμινγκ, είχε φοιτήσει ο Τζέιμς Μποντ.

Αλλά και η αγάπη του για την λατρεμένη του μικρή το δέμας Μισελίν, την οποία πολλοί φθονούσαν και σχεδόν κορόιδευαν όταν εκείνος ψηφίστηκε, το 1989 ως ο «Πιο Σέξυ Άνδρας» και το 1999 ως «Πιο Σέξυ Άνδρας στον 20ό αιώνα» από το People. Συν το 2002 ως «ο σταρ με την πιο σέξυ φωνή».

Και τα αγόρια του. Όπως ο Τζέισον Κόνερι, με τον οποίο έπαιξαν τον ίδιο ρόλο: «Ρομπέν των Δασών». Ο Σον, μαζί με την Όντρεϊ Χέπμπορν στο «Ρομπέν και Μαριάν», το 1976, και ο Τζέισον σε μια τηλεοπτική σειρά, οκτώ χρόνια μετά.

Όταν είδα τον σερ Τόμας Σον Κόνερι από κοντά σε μια συνέντευξη Τύπου στο Εδιμβούργο και, το 2001, κάπου 15 χρόνια μετά, στην «Αθηναΐδα», δεν μπόρεσα να μην το παρατηρήσω. Αυτό το «κάτι», που αντίστοιχο έσπερνε στο διάβα της και η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη.

Σον Κόνερι, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Ζυλ Ντασέν στην Ακρόπολη το 2001

Ο μύθος του προηγούνταν της φυσικής παρουσίας του. Και τον τύλιγε, σα φωτεινή αχλύς. Δεν το έχουν πολλοί σταρ αυτό. Διότι δεν είχε σημασία αν ο Σον Κόνερι ήταν καλός, μέτριος ή κακός ηθοποιός. Ούτε αν ήταν ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ της μεγάλης οθόνης. Ήταν σταρ με μύθο. Με σεξ απίλ και αρρενωπότητα απαράμιλλη.

Παράξενο, αλλά αυτό για το οποίο του έκαναν καζούρα οι συμμαθητές του στο σχολείο, ήταν σύμμαχός του σε αυτό που τον τύλιγε σαν αχλύ. Η τρίχα, πολλή και δασειά, που τον χαρακτήριζε ως έφηβο, αντίθετα με τους συμμαθητές του, ήταν ένα στοιχείο.

Ακόμη και το ότι έχανε τα μαλλιά του από τα 17 του. Μπορεί να του φόρεσαν περουκίνι, ως Μποντ, στο «Χρυσοδάκτυλο», το 1964, αλλά έκτοτε το πέταξε και δεν το ξαναφόρεσε ποτέ.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στον άλλο σούπερ σέξι – κατ’ ανακήρυξιν – σταρ Μπαρτ Ρέινολντς. Που τον είχαν για «Σύμβολο του Σεξ». Όπως και τον Σον Κόνερι. Μόνον που ο τελευταίος δεν φωτογραφήθηκε ολόγυμνος για περιοδικά, ως sex symbol, όπως ο επίσης δασύτριχος Ρέινολντς.

Η πιο… γυμνή του φωτογράφιση ήταν όταν κέρδισε την τρίτη θέση στο διαγωνισμό για τον (μυώδη) Mr. Universe, το 1953. Στην κατηγορία, μάλιστα, των «ψηλών».

Ήταν κι αυτή η υποβλητική, βαθιά φωνή του. Τόσο χαρακτηριστική και τόσο «σέξι» (όπως ψηφίστηκε). Κάτι που δυσκολεύονταν πολύ να μιμηθούν όσοι ηθοποιοί αναλάμβαναν τη μεταγλώττιση των ρόλων του, σε κάποιες χώρες. Πιο πετυχημένη «φωνή Κόνερι» ήταν του Γερμανού Μάνφρεντ Βάγκνερ.

Βέβαια, η προφορά του Σον Κόνερι στους «Αδιάφθορους» (1987), που του χάρισαν και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, ψηφίστηκε ως «η χειρότερη όλων των εποχών στο σινεμά» από αναγνώστες του περιοδικού Empire!

Όταν τον ξαναείδα από κοντά, 74χρονο πλέον, μετά τη συνάντησή του με την Επιτροπή του «Αθήνα 2004», ο μύθος του τον τύλιγε ακόμη σαν αχλύς. Η φωνή του, βαθιά και υποβλητική, μπορούσε ακόμη να ψηφιστεί ως η «πιο σέξυ».

Καθώς μιλούσε για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας («I was impressed by the presentation of the preparation»), εκείνα τα βαριά σκωτσέζικα Rrrr του του έδιναν ακόμη μεγαλύτερη γοητεία.

Όπως στον αγαπημένο του Καβάφη, που ηχογράφησε αμέσως μετά και μας άφησε παρακαταθήκη, πάνω στη μουσική του Vangelis. Σαν να τόνιζε τα Rrrr της δικής του Ιθάκης.

Στην οποία, όπως και στο καβαφικό ποίημα, σημασία δεν είχε ο τελικός στόχος. Αλλά το ίδιο το ταξίδι ως εκεί.

Πηγή