Η ζωή και ο θάνατος του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Η νεκρολογία του σημαντικού ποιητή από τη Θεσσαλονίκη, που με τον παραδειγματικό χαρακτήρα του επέδρασε όσο λίγοι στη φιλολογική ζωή της χώρας. Γραμμένη από έναν φίλο του.

Από τον Χρήστο Παρίδη

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επάνω από το γραφείο του –μικρή κάμαρα στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου υποδεχόταν θαυμαστές και φίλους− κρεμόντουσαν δύο πορτρέτα. Το ένα ήταν του Κ.Π. Καβάφη και το άλλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Τον πρώτο, όπως έλεγε χαριτολογώντας, τον πρόλαβε για δύο χρόνια, καθώς εκείνος έφυγε το 1933, ενώ ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε το 1931. Φυσικά, δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα πολλοί ήταν εκείνοι που τον συνέκριναν με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, κυρίως λόγω θεματολογίας, θεωρώντας τον συνεχιστή του καβαφικού έργου.

Με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν φιλικά, αλλά όχι επαγγελματικά, καθώς ο δημιουργός των θρυλικών τραγουδιών δεν έβρισκε τους στίχους του ποιητή του γούστου του. Αυτό που δεν έμαθε ποτέ, όμως, ο σπουδαίος συνθέτης ήταν σε ποιον βαθμό συνέβαλε ο Χριστιανόπουλος στη διάδοση του έργου του αλλά και στην υστεροφημία του, με βιβλία, μελέτες, δημιουργία μουσικού συγκροτήματος, ακόμα και με τη μεσολάβησή του στον δήμο Θεσσαλονίκης ώστε να δοθεί το όνομά του σε πλατεία.

Αλλά τι πραγματικά συνέδεε τον Χριστιανόπουλο με τους δύο πυλώνες του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού;

Με τον Καβάφη, αναμφίβολα η λατρεία για την ποίηση – και η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο – και ο λαϊκός καημός, το σαράκι, ο σεβντάς. Σε όλη του τη ζωή ο ποιητής της Θεσσαλονίκης αυτά αναζητούσε: την ποίηση και τον έρωτα, την αυθεντικότητα των απλών ανθρώπων και το λαϊκό ένστικτο που γίνεται στίχος, μουσική, τραγούδι.

Η συμπεριφορά του απέναντι στους επίδοξους λογοτέχνες ήταν καταρχάς στυφή, συχνά δυσάρεστη, ενίοτε δηκτική, αλλά πάντοτε συνεπής. Μέσα από τις σελίδες της «Διαγωνίου» δεν χαρίστηκε σε κανέναν, όσο σημαντικός και διάσημος και αν ήταν.

Γιατί, όσο πιο πίσω πάει κανείς, ψάχνοντας τη ζωή του Χριστιανόπουλου, αυτά θα εντοπίσει, άλλοτε μέσα από τα Ευαγγέλια, άλλοτε μέσα από το τραγούδι, αλλά κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία. Αυτά ακριβώς επούλωναν τα τραύματα μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης στερήσεις, φτώχεια, μοναχικότητα.

Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη και την καταγωγή του καλύπτει μυστήριο. Δεν εννοώ τη μητέρα, βέβαια, αλλά τον πατέρα, για τον οποίον υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες. Πάντως, ο ίδιος ποτέ του δεν θέλησε να αποκαλύψει τίποτα ούτε να δώσει διευκρινίσεις.

Φυσικά, υπήρχαν φίλοι που γνώριζαν, αλλά δημοσίως δεν έχει ειπωθεί κάτι. Οπότε, ας πάρουμε κι εμείς την επίσημη εκδοχή, που τον θέλει γιο προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, της Φανής και του Αναστάση. Εκείνη από ξακουστή οικογένεια, εκείνος λαϊκής καταγωγής.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης και το πρώτο σπίτι όπου κατοίκησε βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Αγίου Δημητρίου. Σύντομα μετακόμισαν στην Κωνσταντίνου Μελενίκου 19, όπου και έζησε ως παιδί.

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

Μεταξύ 1937 και 1941 φοίτησε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο της Β’ Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα ιδιαίτερα ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδάκι που το φώναζαν Λάκη, από το Αγγελής, το όνομα του αδελφού του πατέρα του που είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα. Με αυτό το όνομα τον ήξεραν όλοι όσοι τον γνώρισαν εκείνα τα πρώτα χρόνια.

Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η οικογένεια έζησε σε απόλυτη φτώχεια και ο μικρός Λάκης κινδύνευσε δύο φορές να πεθάνει από ασιτία. Τη μία από αυτές μάνα και γιος πήραν από κοινού την απόφαση να ξαπλώσουν έξω από την Παναγία των Χαλκέων, απ’ όπου περνούσε καρότσα του δήμου κάθε πρωί και συνέλεγε όσους είχαν καταρρεύσει από την πείνα. Αν δεν τους είχε αντιληφθεί μια γειτόνισσα, δεν θα είχαν σωθεί.

Λίγο αργότερα, με ένα κασελάκι κρεμασμένο στο στήθος και με την πραμάτεια του, τσιγάρα, παστέλια και καρτ ποστάλ, έβγαζε ένα στοιχειώδες μεροκάματο για να μπορεί να επιβιώνει. Εκείνη την περίοδο συνάντησε για πρώτη φορά τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Βιώματα τρομερά, τα οποία καθόρισαν την ψυχοσύνθεση του μικρού αγοριού και εξηγούν τη στάση του ως ενήλικα απέναντι στα πράγματα και στη ζωή.

Η απόλυτη ένδεια ήταν το χαρακτηριστικό των χρόνων που ακολούθησαν, όταν βρέθηκε να ζει με την οικογένειά του σε ένα δωματιάκι διαμερίσματος σε πολυκατοικία-κοινόβιο πίσω από την Αγία Σοφία – ήταν μαθητής στο οκτατάξιο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης τότε. Την ίδια περίοδο πήγαινε στο κατηχητικό, όπως πολλοί συνομήλικοί του, ιδίως φτωχών στρωμάτων, αφού τα ιδρύματα αυτά πρόσφεραν και σίτιση εκείνα τα σκοτεινά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.

Στους κόλπους τους εντάχθηκαν κι άλλες γνωστές προσωπικότητες της πόλης, όπως ο Γιώργος Ιωάννου και ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Με τον τελευταίο συνδέθηκε χάρη σε κοινό τους φίλο, με τον οποίο τον στήριζαν τόσο, που καθημερινά του πήγαιναν φαγητό στο σπίτι του στην Άνω Πόλη.

Στο κατηχητικό, όμως, γνώρισε και τον πνευματικό του πατέρα, μια σημαντική μορφή της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Χατζηανδρέου. Αυτός ήταν που έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ποίηση, υποδεικνύοντάς του μάλιστα ποιητές που δεν ήταν στρατευμένοι στη χριστιανική διδαχή.

Όλα αυτά συνέθεταν μια εποχή και μια πόλη που σήμερα είναι αδύνατο να σκιαγραφήσουμε, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε ως ατμόσφαιρα και ως πνεύμα. Αυτή η εποχή εξηγεί τα πατριωτικά και θρησκευτικά συναισθήματα του κατοπινού ποιητή, τις ενοχές και τις προκαταλήψεις του αλλά και την απόρριψη της υποκριτικής ηθικής αργότερα.

Εκείνα ακριβώς τα χρόνια, με αιματηρές οικονομικές θυσίες, γράφτηκε συνδρομητής στο παιδικό περιοδικό «Ελληνόπουλο» με το ψευδώνυμο «Το Χριστιανόπουλο», με το οποίο δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, «Παράπονο ξενιτεμένου», το οποίο και μελοποίησε εμπειρικά.

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

Τότε άρχισε να γράφει ποιήματα, που τελικά έφτασαν τα 300! Το 1945 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό με τίτλο «Χριστιανόπουλο» σε τέσσερα χειρόγραφα αντίτυπα με 16 έγχρωμες εικονογραφημένες σελίδες. Η κυκλοφορία του συνεχίστηκε άλλα δύο χρόνια και ο ίδιος το υπέγραφε ως Ντίνος Χριστιανόπουλος. Έβγαλε συνολικά δέκα τεύχη.

Μέχρι που το 1948, σε ηλικία 17 ετών, δημοσίευσε στο περιοδικό «Μορφές» το ποίημα «Βιογραφία», υιοθετώντας ένα πιο μοντέρνο ύφος σε σχέση με τις πρώτες του απόπειρες.

Το 1949 πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοχλία, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων» σε 300 αντίτυπα.

Η τολμηρότητα της συλλογής σόκαρε ιδιαίτερα, καθώς τη χαρακτήριζε μια εξομολογητική διάθεση ερωτικού χαρακτήρα. Το κατηχητικό καταδίκασε το περιεχόμενο της συλλογής και τον έδιωξε από τους κόλπους του – όλα αυτά υπό την ηγεσία του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, μετέπειτα χουντικού μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.

Παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις και από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο αλλά και από τον συντηρητικό Τύπο της πόλης. Η πιο δριμεία κριτική, όμως, ήταν εκείνη του εύπορου θείου του, ο οποίος στήριζε οικονομικά τις σπουδές του.
Οι μόνοι που τον υποστήριξαν ήταν ορισμένοι λογοτέχνες. Τότε ήταν που ξεκίνησε η μεγάλη του φιλία με τον Μανόλη Αναγνωστάκη.

Δεν το έβαλε κάτω. Το 1952 τύπωσε τη δεύτερη έκδοση της συλλογής, ενώ με την ίδρυση των εκδόσεων και του περιοδικού «Διαγώνιος» εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ, με τον οποίο θα έμεναν συνεργάτες και φίλοι το υπόλοιπο της ζωής τους.

Η αγάπη που σε όλη του τη ζωή έδειχνε στους λαϊκούς ανθρώπους τού επιστράφηκε στο ακέραιο. Κατά τα άλλα, κυριαρχούσαν η λήθη και η σιωπή. Ο τετραπέρατος και λαλίστατος ποιητής που ξιφουλκούσε και συζητούσε με τις ώρες, που έδινε μακροσκελείς διαλέξεις χωρίς σημειώσεις, είχε χάσει τη μνήμη του και ως εκ τούτου τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.

Η Γενική Ασφάλεια κατέσχεσε το βιβλίο με την αιτιολογία ότι αποκαλούσε τους αστυνομικούς «μπασκίνες», ενώ η χριστιανική κίνηση «Ζωή» τον έδιωξε από τους κύκλους της. Δημιουργήθηκε ένα μικρό σκάνδαλο στην πόλη και οι μόνοι που έσπευσαν να τον υπερασπιστούν ήταν ο Ρένος Αποστολίδης και ο Κώστας Μαρινάκης.

Όπως λένε οι μελετητές του, το σκάνδαλο δεν προκαλούνταν τόσο από τη δημόσια παραδοχή του πάθους του όσο από την αμεσότητα, την τολμηρότητα και το ύφος της γλώσσας.

Την ίδια περίοδο έδωσε μια σειρά διαλέξεων για την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, για τον Ν.Γ. Πεντζίκη και το 1954 την ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Τα ρεμπέτικα ουσιαστικά τα ήξερε από τις παρέες που άκουγε τις νύχτες από το παράθυρό του να τραγουδάνε, επιστρέφοντας στα σπίτια τους.

Ακόμα και αυτό σκανδάλισε τη συντηρητική Θεσσαλονίκη των καθωσπρέπει νοικοκυραίων, καθώς το ρεμπέτικο θεωρούνταν το τραγούδι των καταγωγίων και των περιθωριακών. Στη διάλεξη εκείνη κατήγγειλε τον Μάνο Χατζιδάκι ως τον κύριο εκμαυλιστή του είδους. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά, ο Χατζιδάκις «ελαφροποίησε το ρεμπέτικο και ρεμπετοποίησε το ελαφρύ».

Πολλά χρόνια αργότερα ο τελευταίος θα αποδεικνυόταν ο πιο ειλικρινής υπερασπιστής του στους αθηναϊκούς κύκλους, ενώ θα αφιέρωνε τον τελευταίο κύκλο των τραγουδιών του στην ποίησή του.

Η επόμενη συλλογή του «Ξένα γόνατα» ενόχλησε ακόμα και τους υποστηρικτές του. Το διάστημα 1955-56 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και με αυτή την ευκαιρία επισκέφτηκε την Αθήνα όπου και έζησε για ένα διάστημα, πραγματοποιώντας ταξίδια σε γύρω περιοχές, π.χ. στο Ναύπλιο.

Αργότερα τοποθετήθηκε στο Κιλκίς, όπου αποδείχτηκε συνεπέστατος σε όλες τις υποχρεώσεις του, και καθώς διέθετε πολλές ελεύθερες ώρες, ξεκίνησε να μεταφράζει το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», μια «άσκηση» της οποίας η τελειοποίηση και έκδοση θα έπαιρνε 40 χρόνια.

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

Με τη λήξη της θητείας του αποφάσισε συνειδητά να μην κάνει αίτηση για καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Αντ’ αυτού, έπιασε δουλειά ως έκτακτος υπάλληλος στον δήμο Θεσσαλονίκης.

Με πρωτοβουλία του διευθυντή της Γ. Βαφόπουλου διορίστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Όσο υπηρέτησε στη θέση αυτή αποδείχτηκε επιμελής υπάλληλος, χάρη στον οποίον όλα μπήκαν σε τάξη. Νοικοκύρεψε τη βιβλιοθήκη, κατέγραψε όλα τα έργα τέχνης της συλλογής της και το 1962, στο πλαίσιο του εορτασμού των 50 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης, οργάνωσε έκθεση βιβλίων στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Τότε ήταν που ίδρυσε επισήμως τις εκδόσεις της Διαγωνίου, από τις οποίες κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η κάτω βόλτα» και τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1949-1960». Στα διηγήματα συμπεριλαμβάνονταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα γκέι ελληνικά διηγήματα («Ο κ. Γαρύφαλλος»), μια καταγγελία για τον θρησκευτικό ρατσισμό («Ο χιλιαστής») και η αποκαλυπτική εκδοχή της ζωής εθνικής ηρωίδας («Η καπετάνισσα»). Το 1964 ξεκίνησε να πειραματίζεται με επιγραμματικά ποιήματα στη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι».

Τον Αύγουστο του 1965, όταν ο Σαββόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε το ποίημά του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε 45άρι δισκάκι, ο Χριστιανόπουλος παραιτήθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Ο κυριότερος λόγος ήταν ο πόλεμος που υπέστη τόσο ο ίδιος όσο και ο Βαφόπουλος εξαιτίας αφοριστικού κειμένου που δημοσίευσε εναντίον του Βασίλη Βασιλικού. Αυτό το κείμενο αργότερα το αποκήρυξε εν μέρει και ο ίδιος, αλλά τη δεδομένη στιγμή η ισχυρή οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα τού έψησαν το ψάρι στα χείλη.
Ο Χριστιανόπουλος δεν πτοήθηκε, όπως ούτε και αργότερα, όταν κατακεραύνωνε μέσα από τις κριτικές του τα σημαντικότερα ονόματα του ελληνικού λογοτεχνικού κατεστημένου.

Έπιασε δουλειά ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και νοίκιασε ένα γραφειάκι σε στοά της οδού Μητροπόλεως 19, το οποίο έμελλε να γίνει στέκι και φυτώριο μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών και αργότερα και ζωγράφων.

Εκεί μέσα, με τη συνδρομή των συνεργατών του, ιδιαίτερα αξιόλογων ανθρώπων, άλλαξε τη συνθήκη των εκδόσεων της Θεσσαλονίκης. Ο ένας, όπως είπαμε, ήταν ο Τσίζεκ και ο άλλος ο καλλιτέχνης-τυπογράφος Νίκος Νικολαΐδης. Οι δυο τους συνέβαλαν τα μέγιστα, ανάγοντας το βιβλίο σε υψηλή τέχνη, κάτι σπάνιο για την εκδοτική πιάτσα της πόλης μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Τα μικρού μεγέθους βιβλία με τη χαρακτηριστική γραμματοσειρά και τα άκοπα φύλλα παραμένουν μέχρι σήμερα σήμα κατατεθέν των εκδόσεων της Διαγωνίου.

Ο Χριστιανόπουλος, γαλουχημένος όπως ήταν μέσα στα κατηχητικά και σκληραγωγημένος από την ανέχεια, είχε διαμορφώσει μέχρι τα 30 του έναν ιδιαίτερα πειθαρχημένο και απαιτητικό χαρακτήρα. Τα πρώτα στοιχεία που κοιτούσε σε όσους ενδιαφέρονταν να συνεργαστούν μαζί του ήταν η ποιότητα του χαρακτήρα, η εντιμότητα, η κόσμια εμφάνιση και, φυσικά, το ταλέντο και το μεράκι.

Η συμπεριφορά του απέναντι στους επίδοξους λογοτέχνες ήταν καταρχάς στυφή, συχνά δυσάρεστη, ενίοτε δηκτική, αλλά πάντοτε συνεπής. Μέσα από τις σελίδες της «Διαγωνίου» δεν χαρίστηκε σε κανέναν, όσο σημαντικός και διάσημος και αν ήταν.

Οι ομώνυμες εκδόσεις έβγαλαν μερικούς από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου (αυτοί οι δύο αποτελούσαν, μαζί με τον Χριστιανόπουλο, την τριάδα των εκπροσώπων της ερωτικής ποίησης και ήταν στενοί του φίλοι, μέχρι που κάποια στιγμή ήρθαν σε μεγάλη ρήξη), ο Καχτίτσης, ο Καζαντζής και ο Σφυρίδης, στην κριτική και στο δοκίμιο τον Μουλλά και τον Κόρφη, τον μουσικολόγο Παπαδημητρίου.

Το λογοτεχνικό περιοδικό, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση ανάλογων εντύπων της Θεσσαλονίκης, όσα χρόνια κυκλοφορούσε παρουσίασε τη δουλειά περισσοτέρων από 250 λογοτεχνών, ανάμεσά τους και σημαντικά διεθνή ονόματα που έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα.

Κάθε πέντε χρόνια, ο ποιητής-εκδότης, έχοντας καθιερώσει διαλείμματα που τα αποκαλούσε «αγραναπαύσεις», ανέστελλε την κυκλοφορία της «Διαγωνίου» για δύο χρόνια, έπαιρναν όλοι μια ανάσα και «φόρτιζαν» το μυαλό τους με νέες ιδέες και αναζητήσεις.

Η προσωπική του ζωή γινόταν όλο και πιο τολμηρή, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Έχοντας ομολογήσει την ομοφυλοφιλία του μέσα από τα γραπτά του, βίωνε την ερωτική του αναζήτηση κυρίως ενοχικά, βάζοντας ουσιαστικά ηθικούς φραγμούς σε αυτήν.

Το αποτέλεσμα ήταν, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, να ζήσει περισσότερες στερήσεις απ’ ό,τι απολαύσεις, κι ας ήταν μια εποχή μεγάλης προσφοράς, μια ιδιότυπη για τα σημερινά δεδομένα εκδοχή ερωτικής αναζήτησης, η οποία επικεντρωνόταν κυρίως γύρω από την πλατεία Βαρδαρίου και επί της οδού Εγνατίας, όπως και για την πλειονότητα των ομοφυλοφίλων της εποχής.

Κάθε απόγευμα πλημμύριζε ο τόπος από φαντάρους που κατέβαιναν για την απογευματινή τους βόλτα από τα στρατόπεδα Παύλου Μελά και Καρατάσου. Ήταν μια εποχή κατά την οποία η ομοφυλοφιλία αποτελούσε συνθήκη κρυφής ερωτικής συνενοχής. Μια εκδοχή κρυφού κώδικα που δεν είχε μεν την αποδοχή της κοινωνίας αλλά μέσα στα σκοτάδια και πίσω από τους τοίχους την απόλυτη συνδρομή της.

Οι κατά κανόνα ετεροφυλόφιλοι νεαροί άντρες, με δικαιολογία την έλλειψη ερωτικής συντρόφου, επιδίδονταν σε ερωτικές περιπτύξεις με ομοφυλόφιλους, κάτι που σήμερα θα ήταν περίπου αδιανόητο.

Αλλά τότε ήταν μια άλλη Ελλάδα και μια άλλη Θεσσαλονίκη και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, θεωρώντας, όπως όλοι οι ομοφυλόφιλοι της γενιάς του, ότι διέπραττε ένα είδος αμαρτίας, υπηρετούσε μια ερωτική «διαστροφή».

Μόνο που εκείνος μετέτρεπε τη στέρηση, την ενοχή και την ταπείνωση σε στίχους. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν που αντανακλούσε η εξομολογητική ποίησή του, τη μοναξιά, τους περιορισμούς, τον οίκτο. Παράλληλα, ανέπτυξε μια ομοερωτική αισθητική, εξιδανικεύοντας το λαϊκό αρσενικό, τον σκληραγωγημένο βιοπαλαιστή, τον αρρενωπό στρατιώτη, ανάγοντας σε φετίχ και συμβολοποιώντας τον στρατό και τη στολή.

Πρόκειται για όλα εκείνα που πολλά χρόνια αργότερα θα ανακάλυπτε η επόμενη γενιά των γκέι, που ήταν πιο απελευθερωμένη, αναγνωρίζοντας στην ποίηση του Χριστιανόπουλου τον ερωτισμό μιας εποχής και την τόλμη της παραδοχής του, την απόρριψη της χλεύης και την άρνησή του να διεκδικήσει την περηφάνια του ως ομοφυλόφιλου.

Οι συλλογές του «Ανυπεράσπιστος καημός», «Ο αλλήθωρος», «Το κορμί και το σαράκι», «Νεκρή πιάτσα», «Το αιώνιο παράπονο», αποκάλυπταν μια ποίηση μεγάλης ακρίβειας και οικονομίας, ανεπιτήδευτη, καθαρή, γυμνή από φτιασίδια, καθόλου συμβολική ή υπερρεαλιστική, βαθιά ανθρωποκεντρική. Και, βέβαια, υψηλού ήθους και συνεπή στις αξίες του.

Χαρακτηριστικά ποιήματα: «Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί», «Όταν σε περιμένω», «Προκοπή από τους όμορφους δεν έχει», «Κατατρεγμένοι», «στα προάστια του έρωτα», «βγάλε τη στολή», «η νύχτα είναι παγερή», «καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες», «τα πρόβατα απήργησαν».

Ποιήματα που μιλάνε για ανικανοποίητους έρωτες, άνισες κοινωνικές καταστάσεις, παραδοχή πολιτικής ουδετερότητας και με κάθε ευκαιρία εξυμνούν την παλιά Θεσσαλονίκη. Κάποια από αυτά, πολύ αργότερα βέβαια, θα γινόντουσαν και πολιτικά σχόλια-γκραφίτι στους τοίχους των Εξαρχείων!

Το 1968 εξέδωσε το περιοδικό τέχνης και λογοτεχνίας «Κόσκινο» που θα κυκλοφορούσε σε 12 τεύχη. Το 1974 επέκτεινε το γραφείο του, ιδρύοντας τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», όπου διοργάνωνε εκθέσεις Θεσσαλονικιών κυρίως ζωγράφων. Τη δεκαετία του ’70 επανεξέδωσε ποιητικές συλλογές, πεζά, δοκίμια, μελέτες για τον Σολωμό. Ο Σαββόπουλος συμπεριέλαβε το παλιό του τραγούδι «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε άλμπουμ του και έγινε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, ενώ ποιήματά του μελοποίησε και ο Σταύρος Κουγιουμτζής σε δικές του συνθέσεις.

Η δικτατορία απείλησε να κλείσει τη Διαγώνιο, αλλά φίλοι του στρατιωτικοί έσπευσαν να τον υποστηρίξουν και το πέτυχαν. Τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου άρχισαν να μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες, συχνά από διαφορετικούς μεταφραστές στην ίδια γλώσσα.

Το 1977 δημοσίευσε το περίφημο κείμενό του «Εναντίον», μέσω του οποίου καταφερόταν εναντίον των τιμητικών διακρίσεων, των βραβείων, των επιχορηγήσεων, των λογοτεχνικών συντάξεων, των εφημερίδων, της κλίκας, των «κουλτουριάρηδων», κάθε ιδεολογίας και, κυρίως, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας.

Την ίδια εκείνη χρονιά έγραψε και το περίφημο «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε», που δεκαετίες αργότερα θα γινόταν πολιτικό σύνθημα στο Μεξικό για να καταγγελθεί η εξόντωση φοιτητών από τη μαφία και συγχρόνως παγκόσμιο τσιτάτο μέσα από το Διαδίκτυο.

Το 1981 πέθανε η μητέρα του και ένας νέος κύκλος ζωής ξεκίνησε. Παράλληλα με νέες εκδόσεις ποιητικών συλλογών, κυκλοφόρησε στίχους τραγουδιών, τους οποίους μελοποίησε ο ίδιος, ενώ το 1984 διέκοψε οριστικά την έκδοση της Διαγωνίου.

Όλον αυτό τον καιρό ο Χριστιανόπουλος αρνούνταν να ταξιδέψει μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Αλλά τα χρόνια που ακολούθησαν σταδιακά γινόταν όλο και πιο γνωστός στο πανελλήνιο. Η έκρηξη του περιοδικού Τύπου τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 τον έκαναν τρομερά γνωστό και αγαπητό σε ένα κοινό που μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξή του.
Συχνά, μιλούσε από καθέδρας εναντίον της Αθήνας και του κατεστημένου προκαλώντας, αλλά παράλληλα εκτινάσσοντας τη φήμη του σε απρόσμενα επίπεδα δημοτικότητας.

Το ότι αμφισβητούσε ποιητές καταξιωμένους, όπως οι νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης, αλλά και ο Ρίτσος, ενοχλούσε και ενίοτε εξόργιζε. Ο ίδιος όμως επέμενε να στοιχειοθετεί τις απόψεις του.

Και βέβαια εναντιωνόταν σε κάθε είδους «μόδα» που σάρωνε τη γνήσια λογοτεχνική έκφραση. Όπως ακριβώς στο διήγημα «Βίοι παράλληλοι», όπου περιγράφει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ ενός Μακρυγιάννη κι ενός Ραγκαβή, υπέρ της αυθεντικότητας του πρώτου.

Έτσι, όταν η εποχή άρχισε να χαρακτηρίζεται από ημιμαθή, κουλτουριάρικα τσιτάτα, συχνά ξένα δάνεια, δημοσίευσε το απολαυστικό «Τα αλαμπουρνέζικα» (1990), μια συνομιλία-καταγγελία με τον Περικλή Σφυρίδη για τη γλώσσα των νεαρών κουλτουριάρηδων.

Αυτή η κίνηση όμως απέδειξε την απόσταση που τον χώριζε από τη νέα γενιά σκεπτόμενων και φιλότεχνων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να τον χλευάσουν και να τον λοιδορήσουν με τον δικό τους τρόπο. Εκείνος έμεινε σταθερός στις προσωπικές του, πολύ υψηλές αξίες, χωρίς να πτοείται.

Το 1988 η Λύρα κυκλοφόρησε τον δίσκο «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο». Το 1994 ξεκίνησε σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών για την ΕΡΤ3, στην οποία αυτοβιογραφούνταν, και το 1995 η Ομάδα Εδάφους, σε σκηνοθεσία και χορογραφία Δημήτρη Παπαϊωάννου, παρουσίασε την παράσταση «Ενός λεπτού σιγή» με τα «Τραγούδια της αμαρτίας», δεκατρία τραγούδια σε στίχους του Χριστιανόπουλου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Αυτά αποτέλεσαν τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών που ο σπουδαίος συνθέτης πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν από τον θάνατό του, αναθέτοντας στον νεαρό τότε χορογράφο την εικονοποίηση και δραματοποίησή τους.

Το 1996 τα αντικειμενικά κριτήρια τον ανάγκασαν να κλείσει το γραφείο του και τη Μικρή Πινακοθήκη, αφού αρνήθηκε να δεχτεί τη χρηματοδότηση του δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ για το ίδιο θέμα έγινε επερώτηση στη Βουλή. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού είχε αποτελέσει ένα φυτώριο πολιτισμού;

Τα χρόνια που ακολούθησαν οι πάμπολλες προσκλήσεις-διαλέξεις του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα κατακλύζονταν από κόσμο. Μιλούσε για μια ποικιλία θεμάτων και ο ίδιος επαίρονταν πως μπορούσε να μιλάει χωρίς σημειώσεις και χωρίς σταγόνα νερό για ώρες.

Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις πλήθαιναν και οι Θεσσαλονικείς ένιωθαν περήφανοι που ένας συντοπίτης τους αποκτούσε διασημότητα πανελληνίων διαστάσεων. Η αλήθεια είναι ότι οι συνεντεύξεις του ήταν απολαυστικές και ιδιαίτερα διδακτικές.

Οι εκδηλώσεις θαυμασμού στους δρόμους της πόλης, σε εμφανίσεις και συγκεντρώσεις από ανθρώπους που ούτε καν υποπτεύονταν το είδος των ποιημάτων που ο Χριστιανόπουλος είχε γράψει στο παρελθόν είχαν παραληρηματικό χαρακτήρα. Κολακεύονταν, βέβαια, από τις εθνικοπατριωτικές του κορόνες, τις ατέλειωτες ιστορίες που είχε να πει για την παλιά Θεσσαλονίκη και, τέλος, από το γεγονός ότι αυτός ο πνευματικός άνθρωπος εξέφραζε το θρησκευτικό αίσθημα! Αλλά ούτε κουβέντα περί ομοφυλοφιλίας…

Ο ίδιος, μετά από μια δεκαετία στην Άνω Πόλη (1990-2000), μετακόμισε στις Σαράντα Εκκλησιές και η συχνή του παρουσία στον Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου ενθουσίαζε τους απλούς ανθρώπους της ενορίας.

Τον Ιανουάριο του 2004 υπεβλήθη σε εγχείρηση καρδιάς και βγήκε για μία ακόμα φορά νικητής. Πέρασε μια σύντομη περίοδο ξεκούρασης και αμέσως επέστρεψε στην ενεργό δράση. Σε κάθε του κάθοδο στην Αθήνα δημιουργούνταν το αδιαχώρητο και όσο περισσότερο εριστικές ήταν οι δηλώσεις του τόσο περισσότερο αγαπητός γινόταν στο κοινό.

Όπως ομολογούσε και ο ίδιος, ίσως γινόταν γραφικός, αλλά παρέμενε απολύτως συνεπής στις απόψεις του, όπως και στο ξεκίνημά του. Όταν ήρθε η ώρα να συνταξιοδοτηθεί, απέρριψε με σθένος την περίφημη «λογοτεχνική σύνταξη», κάτι που θα του πρόσφερε μεγάλη βοήθεια, δεδομένων των πενιχρών του εσόδων.

Η αποδοχή της θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή του για ουδεμία σχέση με το κράτος. Το ίδιο συνέβη όταν το 2005, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου διοργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν του και εκείνος αρνήθηκε να παραλάβει την τιμητική πλακέτα.

Και όταν το 2012 του απένειμαν το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του δεν το δέχτηκε, δηλώνοντας: «Το ότι απέρριψα το βραβείο ήταν για μένα μια πράξη ζωής».

Η μόνη περίπτωση που ενέδωσε, και μάλιστα μετά από πολλή σκέψη, ήταν όταν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα. Αυτός, ο ποιητής και εκδότης που αρνήθηκε την περίφημη «λογοτεχνική σύνταξη», επιμένοντας να ζει πάμφτωχος, όπως πάντα!

Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν πια συνηθισμένες, και μάλιστα με την ιδιότητα του τραγουδιστή, καθώς ίδρυσε, μαζί με τον ερασιτέχνη μπουζουξή Νίκο Στρουθόπουλο, την «Παρέα του Τσιτσάνη», με σκοπό τη διάδοση και μελέτη του έργου του μεγάλου λαϊκού συνθέτη. Με αυτήν επισκέπτονταν από φιλανθρωπικά ιδρύματα μέχρι φυλακές.

Παράλληλα, εξέδωσε τη μελέτη ετών «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, με κριτικό υπόμνημα», ενώ, μετά από μεγάλες προσπάθειες, έπεισε τον δήμο Θεσσαλονίκης να δώσει σε μια μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη το όνομα του συνθέτη που τίμησε όσο λίγοι τη Θεσσαλονίκη.

Τον Οκτώβριο του 2016 αποφάσισαν από κοινού με τον ξάδελφο και κληρονόμο του, τον γνωστό συλλέκτη Γιάννη Μέγα, να δωρίσουν τη συλλογή και το αρχείο του στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η δωρεά περιλάμβανε βιβλία, ολόκληρη σειρά από αδημοσίευτα ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα, χειρόγραφα έργων, το αρχείο του περιοδικού «Διαγώνιος», 52 ετήσια ημερολόγια (1953-2006), την αλληλογραφία του, τεράστιο φωτογραφικό υλικό, πίνακες, αρχείο με τις συνεντεύξεις που έδωσε σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και ένα πολύ σημαντικό αρχείο συναυλιών και ηχογραφήσεών του κυρίως σε σχέση με τον Τσιτσάνη.

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

Η υγεία του άρχισε να φθίνει. Ο αεικίνητος περιπατητής της Θεσσαλονίκης καθηλώθηκε σε μια αναπηρική καρέκλα, ενώ σταδιακά τον κατέβαλε η γεροντική άνοια. Στο πλευρό του πάντα ο Μέγας, που ανταποκρινόταν σε κάθε του ανάγκη, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο ποιητής έχανε όλο και πιο πολύ την επαφή του με την πραγματικότητα.

Οι επισκέψεις φίλων και θαυμαστών δεν έλεγαν να κοπάσουν στο μικρό διαμέρισμα των Σαράντα Εκκλησιών, όπως ούτε και οι μουσικές και τα τραγούδια, χάρη στους μουσικούς της «Παρέας του Τσιτσάνη». Οι γείτονες και οι γειτόνισσες συχνά του πρόσφεραν ένα πιάτο σπιτικό φαγητό ή οτιδήποτε μπορούσε να κάνει τη ζωή του πιο υποφερτή.

Η αγάπη που σε όλη του τη ζωή έδειχνε στους λαϊκούς ανθρώπους τού επιστράφηκε στο ακέραιο. Κατά τα άλλα, κυριαρχούσαν η λήθη και η σιωπή. Ο τετραπέρατος και λαλίστατος ποιητής που ξιφουλκούσε και συζητούσε με τις ώρες, που έδινε μακροσκελείς διαλέξεις χωρίς σημειώσεις, είχε χάσει τη μνήμη του και ως εκ τούτου τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.

Είναι το μόνο που δεν θα περίμενε κανείς ότι θα του συνέβαινε όσο είχε ακόμα αντίληψη των πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να δέχεται κόσμο και στο μέτρο του δυνατού ανταποκρινόταν και μιλούσε με όσους τον επισκέπτονταν, κι ας μην ήταν βέβαιο ότι καταλάβαινε με ποιον συνομιλούσε. Τους αποχαιρετούσε όλους ευγενικά, με τον σκαμπρόζικο τρόπο που διέθετε όλη του τη ζωή: «Να περνάς πάντα καυλά, μωρό μου, και να μη με ξεχνάς».

Πηγή