Παναγιώτης Σδούκος: «Ψέλνω και τραγουδώ γιατί μου αρέσει να συνυπάρχω και να μοιράζομαι».
Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο
Οι ψάλτες βρέθηκαν στην επικαιρότητα τελευταία, αφενός με το ζήτημα των κλειστών για το κοινό εκκλησιών την περίοδο του Πάσχα (σε κάποιες έγιναν λειτουργίες παρουσία μόνο ιερέων και ψαλτών), αφετέρου επειδή μεράκι με την ψαλτική έχει και ο εθνικός μας λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας. Με την ευκαιρία αυτή, οπότε, έκανα μια κουβέντα με έναν καλλίφωνο, ταλαντούχο νέο άνθρωπο που δεν ψέλνει μόνο αλλά τραγουδά κιόλας, από βυζαντινούς ύμνους μέχρι παραδοσιακά, δίχως να διστάζει να δοκιμαστεί και σε άλλα μουσικά είδη με γνώμονα «τη φωνή της φτιάσης του». Διδάσκει ταυτόχρονα νεότερους που επιθυμούν να ακολουθήσουν την τέχνη του, επιδιώκοντας να της προσδώσει μια πιο σύγχρονη οπτική.
Μιλήσαμε για το πώς του προέκυψε αυτή η κλίση, τις δεξιότητες που απαιτεί, τα συναισθήματα και τις εικόνες που του δημιουργεί, τις διαφορές του βυζαντινού μέλους με το γρηγοριανό, τον θεό που εκείνος πιστεύει, τους κοσμικούς του καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, για τα προβλήματα ενός ολόκληρου κλάδου που παραμένει «ξεκρέμαστος» σε συνθήκες ασφυκτικές επίσης.
Ο Παναγιώτης Σδούκος υποχρεώθηκε κι αυτός, ένεκα η καραντίνα, να ακυρώσει ό,τι είχε προγραμματίσει –ανάμεσά τους, μια παράσταση που προετοίμαζε στα πλαίσια των εορτασμών για τα 200 χρόνια από το 1821–, ευελπιστεί όμως πως θα ξαναβρεθεί σύντομα στις εκπαιδευτικές και καλλιτεχνικές «επάλξεις» καθώς και στο πόστο του ως ψάλτης στον Άγιο Στέφανο στη Νέα Ιωνία.
— Καταρχάς σε τι φάση σε βρήκε η καραντίνα; Τι άφησες στη μέση, τι σχέδια έχεις κατά νου όταν τα πράγματα επανέλθουν;
Πριν από το lockdown ετοιμαζόμουν να προβάρω με τους συντελεστές της συναυλίας μου «Κozmopolit Müzik» στο Από Κοινού Θέατρο, όπου με guest τον τενόρο Αντώνη Κορωναίο θα τολμούσαμε μια σύμπραξη Ανατολής και Δύσης μέσα από την αστική μουσική παράδοση. Ο κορωνοϊός μάς κράτησε πίσω, έτσι αφού δεν θα έχουμε συναυλίες θα μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω δίστιχα με ηχοχρώματα. Ετοιμάζω, επιπλέον, μια παράσταση για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 για την οποία δεν μπορώ ακόμα να πω πολλά. Μέχρι τότε –αφότου βέβαια λήξει η καραντίνα– θα συνεχίσω να εκφράζομαι δημιουργικά μέσα από όλο αυτό και βέβαια να παραδίδω μαθήματα παραδοσιακού τραγουδιού στο Ίδρυμα Βυζαντινής & Παραδοσιακής Μουσικής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και σε άλλους φορείς που προάγουν τον πολιτισμό.
Χρειαζόμαστε ενίσχυση, η τέχνη δεν είναι λούσο. Όμως το πρόβλημα με τον πολιτισμό δεν είναι τωρινό, κρατάει χρόνια. Μέριμνα σοβαρή δεν υπάρχει, ενώ συχνά βλέπουμε να τοποθετούνται αναρμόδια κι ακατάλληλα πρόσωπα σε νευραλγικές θέσεις.
— Πότε άρχισες να ασχολείσαι με το τραγούδι; Ποια ήταν τα πρώτα σου ερεθίσματα, τα πρώτα σου ακούσματα;
Πρώτο μου ερέθισμα ήταν το ταχτάρισμα της μάνας μου στο πατρικό μου να μου τραγουδά στην αγκαλιά της την «Ευβοιώτισσα». Από δίσκους βινυλίου άκουγα τραγούδια λαϊκά, σμυρνέικα και νησιώτικα. Μου άρεσε να μαθαίνω γυρίσματα, γι’αυτό τα άκουγα συνέχεια. Τραγουδούσα δίχως να ξέρω ότι αυτό κάποια στιγμή θα με οδηγήσει κάπου.
Τώρα που το θυμάμαι –λίγο παράδοξα– μια Κυριακή πήγα στην Εκκλησία και έτυχε το Κατηχητικό της ενορίας να πηγαίνει εκδρομή. Πήγα χωρίς να το πω στους δικούς μου. Το τι τράβηξαν οι γονείς μου τότε, η αστυνομία μ’ έψαχνε! Κάποια στιγμή ο παπάς κάλεσε τα παιδιά να τραγουδήσουν μέσα στο πούλμαν κι εγώ είπα το «Και που σ’ αγαπώ τι φταίω» της Τοπάζη… Άκρα του τάφου σιωπή μέχρι που ο παπάς είπε «είσαι φουλ ερωτευμένος εσύ» και γελάσαμε όλοι! Τότε μου προτάθηκε να πηγαίνω στην Εκκλησία να ακούω και βυζαντινή μουσική. Το αφτί μου τα έπαιρνε, συνέχισα μέχρι που χρόνια μετά έγινα ψάλτης του συγκεκριμένου ναού.
Μακρυά μου να φύγεις – Εμφάνιση στη Σφίγγα το 2017
— Σπούδαζες κιόλας ταυτόχρονα, σωστά;
Ναι, παράλληλα με τις σπουδές στη Θεολογική Αθηνών έκανα και Βυζαντινή Μουσική με δασκάλους τον Παναγιώτη Παπά και το Λυκούργο Αγγελόπουλο, μαθητές του Σίμωνα Καρά. Πήρα το πτυχίο από τη σχολή, πήρα και το δίπλωμα στη βυζαντινή, αλλά το τραγούδι μ’ έκαιγε μέσα μου. Ανακάλεσα κι άλλα βιώματά μου. Τα ηπειρώτικα γλέντια στο σπίτι και τα όμορφα θερινά πανηγύρια στην Κόνιτσα απ’ όπου κατάγομαι, ήταν κι αυτά ένα σημαντικό έναυσμα να ακολουθήσω την παραδοσιακή μουσική.
Μετά ήρθε ο δίσκος μου, κατόπιν έρευνας, με παραδοσιακά τραγούδια με τίτλο «Στης προσφυγιάς την Αύρα» το 2015. Ύστερα ήρθε το «Εκών Ετάφη & Αληθώς Ανέστη» με ψαλμούς το 2018. Ολοκλήρωσα και το μάστερ μου στην ερμηνεία και εκτέλεση της παραδοσιακής μουσικής με ειδικότητα στο παραδοσιακό τραγούδι στο ΕΚΠΑ (Μουσικό της Φιλοσοφικής). Ίσως συνεχίσω κάνοντας μια διατριβή στην κοινωνική ανθρωπολογία. Προς το παρόν συνεχίζω δημιουργικά το ταξίδι εμπειριών με πιο φρέσκια ματιά, κριτήρια και αποφάσεις καθότι με απασχολεί όχι μόνο το χτες αλλά και το σήμερα, η αισθητική, οι ανάγκες του κ.λπ.
— Τι εκτιμάς περισσότερο στην ψαλτική τέχνη και στο παραδοσιακό τραγούδι;
Οι ήχοι, η έκτασή τους, οι στίχοι και το περιεχόμενο των κειμένων, τα γυρίσματα, η συγκίνηση που σου προκαλούν ενώ ερμηνεύεις, οι ρυθμοί που διαφέρουν από τη μία περίπτωση στην άλλη, η ανακάλυψη της φωνής μου μέσα από αυτά. Επίσης, «τα βιώματα» και οι χαρούμενες στιγμές με τους φίλους μου που μαζευόμασταν όλοι για έναν κοινό σκοπό, να μάθουμε μουσική. Όλο αυτό με συνόδευε: οι στιγμές και η σχέση μου με τον θεό στην πρώτη περίπτωση και οι στιγμές και η σχέση μου με τον κόσμο στη δεύτερη. Το να συνυπάρχεις και να μοιράζεσαι το ένιωσα και στις δύο περιπτώσεις.
— H προσωπική σου σχέση με το θείο;
Από προσωπικά βιώματα θα έλεγα ότι είναι έρωτας που καίει. Τον θεό δεν τον αντικειμενοποιείς. Ζεις ένα παιχνίδι σχέσης μαζί του, μεταξύ γνώσης και αλήθειας, η οποία σε μεταμορφώνει.
— Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει το βυζαντινό μέλος συγκριτικά με το γρηγοριανό (Δυτικό); Τι δεξιότητες απαιτεί η ενασχόληση μαζί του;
Και τα δύο μέλη έχουν την ιστορία τους. Το γρηγοριανό θα έλεγα είναι περισσότερο αφηγηματικό, ένα κατά κάποιον τρόπο «ρετσιτατίβο» ως προς τον τρόπο της μελωδικής απόδοσης και αφήγησης. Εδώ, έχετε κατά νου τον τρόπο, όχι το ύφος με τον οποίο διαβάζει ο ιερέας το Ευαγγέλιο ή ο αναγνώστης τον Απόστολο, με απαλή άνοδο και κάθοδο του λόγου, χωρίς δηλαδή μεγάλα άλματα στην απόδοση. Η ερμηνεία αυτών των κειμένων είναι πιο ελεύθερη.
Η βυζαντινή μουσική είναι, μπορώ να πω, η γραμματική της παραδοσιακής μουσικής, είναι πιο περίτεχνη και περαιτέρω μελισματική. Δίνεται σημασία στον τονισμό του κειμένου και βασίζεται στην οκτωηχία με τα παρακλάδια της. Κάθε ήχος έχει τη δική του ταυτότητα κι ενδιαφερόμενος που έχει έφεση και μεράκι να ασχοληθεί, οφείλει να ακολουθεί τη σημειογραφία και να γνωρίζει τι ψέλνει, ποιον ήχο ακολουθεί και πώς να τον εκτελέσει στην έκτασή του. Έχουμε και τα μακάμια στην ανατολική μουσική τα οποία βασίστηκαν στη βυζαντινή, τα διαστήματα τους διαφέρουν από φωνή σε όργανο. Ένα ούτι θα βοηθούσε να καταλάβουμε τι ακριβώς γίνεται. Προσωπικά εκτιμώ ιδιαίτερα τη «σχολή» του Αγίου Όρους, γενικά όμως ακολουθώ αυτό που μου είχε πει ο δάσκαλός μου: «να βάζεις τη φωνή της φτιάσης σου».
— Υπάρχει νέος κόσμος που ενδιαφέρεται για αυτά τα είδη; Η διδακτική σου εμπειρία;
Βεβαίως, διδάσκω κι εγώ νέους που βρίσκουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όπως μου λένε, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρω τη γνώση, διορθώνοντας παρωχημένες απόψεις για το παραδοσιακό τραγούδι και καλλιεργώντας την αγάπη μέσα τους γι’αυτό. Το ίδιο το τραγούδι ζωντανεύει μέσα μας εικόνες ανθρωπολογικές, συγκλονιστικά βιωματικές που μας εξανθρωπίζουν με την απλότητα και την αλήθεια τους, στοιχεία που εκλείπουν από την καθημερινότητα και έτσι γινόμαστε άπραγοι και νευρωτικοί, άνθρωποι που απλά επιβιώνουμε δίχως να ζούμε δημιουργικά.
— Ένα τραγούδι που σου αρέσει και που θα ταίριαζε με όσα βιώνουμε τον τελευταίο καιρό εξαιτίας της πανδημίας;
Το «Συνιστώ Ψυχραιμία» του Γιάννη Βογιατζή, αυτό μου ήρθε καταρχήν.
Ένα δίστιχο, λέει: «ο Άνθρωπος μ’ απέλπισε και τα βουνά με κλαίνε / κι όλα τ αστέρια τ’ ουρανού υπομονή μού λένε».
Όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει και πόνος.
— Η καραντίνα «πόνεσε» πολύ και σας τους καλλιτέχνες που ακόμα αναμένετε μέτρα στήριξης.
Όπως αρκετές άλλες κατηγορίες επαγγελματιών, έτσι και πολλοί δημιουργοί κι ερμηνευτές αντιμετωπίζουμε σοβαρό θέμα, ακόμα και επιβίωσης. Χρειαζόμαστε ενίσχυση, η τέχνη δεν είναι λούσο. Όμως το πρόβλημα με τον πολιτισμό δεν είναι τωρινό, κρατάει χρόνια. Μέριμνα σοβαρή δεν υπάρχει, ενώ συχνά βλέπουμε να τοποθετούνται αναρμόδια κι ακατάλληλα πρόσωπα σε νευραλγικές θέσεις. Χρειάζεται μια γενικότερη αλλαγή πλεύσης και πολιτικής, να εκλείψει η νοοτροπία δεν είναι απλά «σε χαϊδεύω για να σ’ έχω όταν σε χρειάζομαι». Οι καλλιτέχνες μαρτυρούν την καλλιέργεια κάθε τόπου. «Άκου στον πόνο μου, ουρανέ, της γης το καρδιοχτύπι», λέει ένας στίχος στη «Λαβωματιά» του Νότη Μαυρουδή. Δυστυχώς όμως ακόμα και οι καλλιτέχνες που «φέρνουν» τον ουρανό στη γη, πρέπει να αγωνιστούν σκληρά για να βρουν το δίκιο τους όταν μπλέκουν με την Πολιτεία και τη γραφειοκρατία.
Δεροπολίτισσα
— Κάποιες ξεχωριστές δουλειές και συνεργασίες σου;
Κάθε δουλειά είναι ξεχωριστή και έχει τη σημασία της. Διακρίνω ωστόσο την παρουσίαση του δεύτερου δίσκου μου «Εκών Ετάφη & Αληθώς Ανέστη» όπου είχα την τιμή να μου τον παρουσιάσει η Λίνα Νικολακοπούλου στις εκδόσεις Γαβριηλίδη τον Απρίλιο του ’18. Συμμετείχα επίσης στο αφιέρωμα στη Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής τον Οκτώβριο του ’17 που προβλήθηκε κι από την ΕΤ2 και στη συναυλία «Μικρασία Φεύγαμε και για Σένα Λέγαμε» στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού πέρσι τον Σεπτέμβριο.
— Έχεις δοκιμαστεί και σε άλλα είδη τραγουδιού; Θα το επιθυμούσες; Πώς σου φαίνονται τα εγχειρήματα κάποιων καλλιτεχνών να συνδυάζουν μοντέρνα ακούσματα με παραδοσιακά μουσικά στοιχεία, ακόμα και ψαλμωδίες; Θα ήσουν ανοικτός σε κάτι τέτοιο;
Ναι, έχω δοκιμαστεί. Φίλοι μου λένε, «κρίμα που δεν ασχολείσαι και με αλλά είδη». Αυτοί το λένε, όχι εγώ! Ο μουσικός δρόμος έχει πολλά ανοίγματα οπότε ό,τι έχει μυστήριο, αισθητική και με εκφράζει ναι, θα το κάνω. Η παράδοση δεν παύει να εμπνέει γι’ αυτό βλέπουμε πολλά και έξυπνα fusions, κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.
Αμάν Μαριώ