Librofilo: Μία συζήτηση με τον Άγη Αθανασιάδη

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

«Σήμερα έχουμε τη χαρά να συνομιλούμε με τον Άγη Αθανασιάδη, έναν από τους πιο παλιούς μπλόγκερ βιβλίου στην Ελλάδα, αλλά και βιβλιοπώλη. Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του. Θερμές ευχαριστίες και σε όλους εσάς που θα κοινοποιήσετε αυτή τη συνέντευξη.»

— Πώς είναι η ζωή ενός συστηματικού αναγνώστη που καταθέτει σταθερά την άποψή του για όσα βιβλία ξεχωρίζει;

Α.Α.: Συναρπαστική για τον αναγνώστη, πολύ βαρετή και ακατανόητη για τους γύρω του — που συνήθως δεν διαβάζουν. Από τα συνηθισμένα: «Πάλι βιβλία αγόρασες;», «Πού πετάς τα λεφτά σου;», στην απορία γνωστών κι αγνώστων όταν βλέπουν τις βιβλιοθήκες μου, και τα χυμένα στο πάτωμα βιβλία στο σπίτι: «Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;» Γνωστά πράγματα που αντιμετωπίζει κάθε βιβλιόφιλος, υποθέτω όχι μόνο στη χώρα μας αλλά παντού. Για να απαντήσω σοβαρά στην ερώτησή σας, η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από πολλά πράγματα, και ένα από τα κυριότερα είναι η ανάγνωση. Φροντίζω εδώ και δεκαετίες να βρίσκω από μία έως τρεις ώρες την ημέρα για διάβασμα — ακόμα κι όταν δούλευα με ασφυκτικούς χρόνους στην πολυεθνική που διηύθυνα (για 17 χρόνια), έβρισκα αρκετό χρόνο να αφοσιωθώ στο εκάστοτε βιβλίο που διάβαζα. Τώρα με τη δουλειά που κάνω (που βασικά δεν είναι δουλειά, είναι απόλαυση), έχω στη διάθεσή μου περισσότερο χρόνο αφού βρίσκομαι μέσα στα βιβλία. Όταν δεν διαβάζω, βλέπω ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, πηγαίνω στο γήπεδο, όποτε μπορώ τρώω σε ωραία εστιατόρια που είναι για μένα η ύψιστη απόλαυση.

— Τι τρόπους έχετε βρει για να βρίσκετε χρόνο για διάβασμα;

Α.Α.: Το διάβασμα είναι μέρος της ζωής μου, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα περάσει μέρα δίχως την ανάγνωση ικανού αριθμού σελίδων. Διαβάζω παντού και δεν μ’ ενοχλεί τίποτα. Δεν ξεχωρίζω καλοκαίρι ή χειμώνα — για μένα δεν υπάρχει ο όρος «βιβλίο παραλίας», με θυμάμαι στα Φαλάσαρνα με το «Πορτραίτο μιας κυρίας» του Χένρι Τζέιμς ένα καλοκαίρι, στην πτήση Άμστερνταμ-Μπουένος Άιρες, με την «Εποχή των άκρων» του Hobsbawm (τι βιβλίο!), στο καράβι Πειραιάς-Φολέγανδρος, με το «Ο Άτλας του ουρανού» του Μίτσελ… οι αναμνήσεις είναι πολλές. Διαβάζω με σύστημα, δεν παρασύρομαι από τις νέες εκδόσεις, δεν είμαι καθόλου «βουλιμικός αναγνώστης», προχωρώ με τη λίστα μου με ελάχιστες αλλαγές κυρίως λόγω των παρουσιάσεων που έχουμε στο Booktalks και έτσι προσπαθώ (όσο γίνεται) να μη μου ξεφεύγει κανένα από τα βιβλία που με ενδιαφέρουν.

— Καθώς είστε πολλά χρόνια μπλόγκερ βιβλίου, τι διαφορές βλέπετε ως προς την απήχηση που έχουν τα κείμενά σας στην προ και μετά Facebook εποχή;

Α.Α.: Υπάρχει τεράστια διαφορά στην απήχηση, στο πόσο συζητιέται το blog, αλλά στην επισκεψιμότητα οι αριθμοί δεν αλλάζουν ιδιαίτερα· παραμένουν σταθεροί, ανάλογα βέβαια με το βιβλίο που ανεβαίνει στις εβδομαδιαίες αναρτήσεις μου. Τα πιο δημοφιλή ή συζητήσιμα βιβλία έχουν πάντα περισσότερα views, αλλά και πάλι μη νομίζετε ότι έχω κάποιο πολύ δημοφιλές blog, υπάρχουν άλλα με πολύ περισσότερα views. Πάντως είναι γεγονός ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από το 2006 που ξεκίνησα να γράφω για βιβλία. Υπήρχαν συζητήσεις μέσα στην ανάρτηση, υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Τώρα με το Facebook, μπορεί να επισκέπτεται περισσότερος κόσμος το blog, αλλά συζήτηση για το βιβλίο ουσιαστικά δεν υπάρχει, οι περισσότεροι περιορίζονται σε ένα like.

— Πόσος κόσμος σάς ακολουθεί χοντρικά; Και πόσους πιστεύετε ότι επηρεάζετε με τις κριτικές σας;

Α.Α.: Δεν έχω ιδέα και με τρομάζει αυτό λίγο. Υπάρχουν άνθρωποι που με ακολουθούν από τότε που πρωτοάνοιξε το blog και οι οποίοι παραμένουν άγνωστοί μου. Ακόμα και τώρα έρχεται κόσμος στη λέσχη ανάγνωσης που έχουμε στο Booktalks και μου εκφράζει τον ενθουσιασμό του για τα κείμενά μου, γεγονός που συνεχώς με καταπλήσσει. Θα ήθελα να επηρεάζω περισσότερο κόσμο γιατί θεωρώ ότι προωθώ την «καλή λογοτεχνία», αλλά δυστυχώς απευθυνόμαστε σε πολύ μικρό κοινό.

— Κατά πόσο αισθάνεστε πως έχετε συμβάλει στη διαμόρφωση της εκδοτικής σκηνής με τα κείμενά σας;

Α.Α.: Νομίζω καθόλου, οι εκδότες που γνωρίζουν από λογοτεχνία έχουν τις δικές τους απόψεις και τον δικό τους προγραμματισμό, δεν με έχουν ανάγκη. Εξάλλου οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξή μου, ενώ δεν λαμβάνω βιβλία παρά μόνο από επτά-οκτώ εκδοτικούς οίκους. Δεν πειράζει, τα στέλνουν σε instagrammers. Ευτυχώς έχω το βιβλιοπωλείο και καλύπτομαι. Νομίζω έχω συμβάλει (όχι μόνο εγώ, αλλά και κάποια πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά blogs που υπάρχουν) σε μια νέα διαμόρφωση των κατεστημένων κριτικών κειμένων: αποπνέουν λιγότερο ακαδημαϊσμό από παλιά, είναι περισσότερο επικεντρωμένα στο βιβλίο και δεν είναι οχήματα της προσωπικής βιρτουοζιτέ του κριτικού.

— Οπότε δεν σας συμβουλεύονται κάποιοι εκδότες για βιβλία που σκέφτονται να βγάλουν;

Α.Α.: Όπως προανέφερα, οι περισσότεροι εκδότες αγνοούν την ύπαρξή μου και ίσως καλά κάνουν — αν με ρωτούσαν, δεν θα έβγαιναν ούτε τα μισά βιβλία που εκδίδονται! Τα τελευταία δύο χρόνια, είμαι άμισθος σύμβουλος στις εκδόσεις Εξάντας, όπου έγινε μια (επιτυχημένη πιστεύω) αναβίωση της περίφημης «Λευκής Σειράς». Οι περισσότεροι τίτλοι που βλέπετε να έχουν ή προβλέπεται να βγουν είναι δικές μου εισηγήσεις, από τη λίστα που παρέδωσα. Αν έβγαινε ολόκληρη, θα προκαλούσε βιβλιοφιλικό αμόκ — αλλά μάλλον θα οδηγούσε στη… χρεοκοπία τον εκδότη!

— Δηλαδή δεν έχετε αμειφθεί ποτέ από αυτή τη δουλειά;

Α.Α.: Όχι βέβαια, αλλά έχω κερδίσει τις καρδιές των αναγνωστών. Το θέμα της «αμοιβής» είναι μεγάλο και πολύ αμφιλεγόμενο, αλλά πλέον όλοι —από site μέχρι τις πιο παραδοσιακές εφημερίδες— συνήθισαν στο «δωρεάν»: πάντα θα βρίσκουν υλικό από ανθρώπους που θέλουν να δουν το όνομά τους τυπωμένο ακόμα και σε χαρτί τουαλέτας… Οπότε νομίζω ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα.

— Εσείς θα αφήνατε ποτέ το blog σας για μία σταθερή στήλη κριτικής σε μια εφημερίδα ή σε ένα σάιτ;

Α.Α.: Δεν θα άφηνα το blog, αλλά θα συνεργαζόμουν ευχαρίστως με μια εφημερίδα ή ένα site σε σταθερή βάση και με την ανάλογη αμοιβή. Δωρεάν δεν το κάνω και συνεχώς αρνούμαι να δώσω κείμενά μου σε εφημερίδες ή σε ηλεκτρονικά περιοδικά υπό αυτές τις συνθήκες.

— Πάμε σε κάτι άλλο. Δεν ασχολείστε πολύ με το αστυνομικό βιβλίο, αν δεν κάνω λάθος, ή με άλλα βιβλία που ανήκουν σε συγκεκριμένα είδη. Καθαρά θέμα αναγνωστικού γούστου, να υποθέσω;

Α.Α.: Μου το προσάπτει κι ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαμαλούκας αυτό! Καταρχάς λατρεύω το κλασικό αμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα των Τσάντλερ, Χάμετ, Άμπλερ και άλλων. Δεν ασχολούμαι καθόλου με το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα που το βαριέμαι αφόρητα, παρότι δεν με χαλάει όταν βλέπω ταινίες ή σειρές βασισμένες σε αντίστοιχα βιβλία. Επίσης αντιπαθώ τη σπαζοκεφαλιά του «whodunit», την Άγκαθα Κρίστι και τους μιμητές της. Να σημειώσω ότι έχω διαβάσει πολλή από βρετανική και αμερικανική pulp λογοτεχνία (άρα κυρίως αστυνομική) στην εφηβεία μου, από τη σειρά των αστυνομικών της Βίπερ: Τσ. Τσέιζ, Ε. Κουίν, Ρ. Στάουτ, Α. Κρίστι ήταν η μόνιμη παρέα μου από τα 14 έως τα 18 μου. Μου αρέσει πολύ το γαλλικό polar ως είδος, κάποιοι συγγραφείς που ασχολούνται μ’ αυτό είναι μάστορες, δεν αντιλαμβάνομαι την (όποια) αξία των «μεσογειακών» αστυνομικών του Μονταλμπάν και του Καμιλέρι (από Ιταλούς προτιμώ τον Λουκαρέλι), ενώ μ’ αρέσει πολύ ό,τι και να γράψει ο Ellroy που τον θεωρώ σπουδαίο συγγραφέα αλλά τελείως παράφρονα. Πάντως η εντόπια αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει άνθηση με αρκετούς συγγραφείς να ασχολούνται, και έχω διαβάσει μερικά ενδιαφέροντα πράγματα τα τελευταία χρόνια. Θεωρώ ότι μόνο καλό θα βγει από αυτό.

— Παρά ταύτα, οι περισσότεροι σταθεροί αναγνώστες μάλλον επιλέγουν genre fiction, έτσι δεν είναι; Και όχι μόνο στην Ελλάδα.

Α.Α.: Οι σταθεροί αναγνώστες προτιμούν την καλή λογοτεχνία πέρα από είδη. Γενικότερα η Ελλάδα έχεις τους δικούς της απρόβλεπτους ρυθμούς. Μην ξεχνάμε ότι ένα βιβλίο σαν το «Confiteor» έχει πουλήσει 30.000 αντίτυπα (και συνεχίζει), που αναρωτιέμαι αν το έχουν διαβάσει το 1/10 αυτών που το έχουν αγοράσει. Προσωπικά δεν ξεχωρίζω είδη, το καλό βιβλίο υπάρχει παντού και δεν γνωρίζουμε τι θα έχει μείνει μετά από 100 χρόνια. Υπάρχουν είδη που δεν πουλάνε σχεδόν τίποτα στην Ελλάδα, παρότι σκίζουν στο εξωτερικό — και το αντίθετο. Για να επανέλθω στην ερώτηση, το «λαϊκό» μυθιστόρημα ή γενικότερα αυτά που εμπίπτουν στην κατηγορία «genre fiction», πουλάνε στο κοινό που αγοράζει από τα σούπερ-μάρκετ και τα πολυκαταστήματα, ενώ οι σταθεροί και συνειδητοποιημένοι αναγνώστες των βιβλιοπωλείων έχουν στραφεί σε πιο απαιτητικές επιλογές. Βέβαια, όλα είναι σχετικά, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που διάβασα την προηγούμενη χρονιά ήταν το «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα» του Towles, που θεωρητικά εμπίπτει στην κατηγορία της genre fiction, αλλά είναι πολύ καλύτερο από τα περισσότερα «απαιτητικά» και δυσνόητα μυθιστορήματα.

— Κάθε χρόνο κυκλοφορούν περί τα 7.000-8.000 νέα βιβλία στην Ελλάδα, εκ των οποίων κάμποσα είναι τα αμιγώς λογοτεχνικά, μυθιστορήματα κυρίως. Άλλες χώρες έχουν πολύ μεγαλύτερη παραγωγή, αλλά και πάλι: μπορεί κάποιος να έχει μία καλή άποψη της βιβλιοπαραγωγής σήμερα στη χώρα μας;

Α.Α.: Η Ελλάδα έχει τεράστια παραγωγή μεταφρασμένων βιβλίων, και είναι καταπληκτικό αυτό. Από την άλλη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τουλάχιστον το 30% από τα 8.000 βιβλία που εκδίδονται είναι αυτοεκδόσεις, ενώ πολλά είναι και επιστημονικά βιβλία. Να υπενθυμίσω ότι η πλειονότητα των βιβλίων δεν ξεπερνά σε πωλήσεις τα 300-400 αντίτυπα, οπότε όλοι χάνουν από αυτή την εξίσωση, ο εκδότης κυρίως, αλλά και ο συγγραφέας που νομίζει ότι έγραψε το μπεστ-σέλερ που περίμενε η αγορά. Ο μέσος αναγνώστης δεν μπορεί βέβαια να παρακολουθήσει τι βγαίνει, θα χαθεί στην πορεία, αλλά στην τελική για τον αναγνώστη καλύτερα να βγαίνουν πολλά βιβλία παρά καθόλου.

— Βλέπετε αλλαγές στον εκδοτικό ορίζοντα τα επόμενα χρόνια;

Α.Α.: Λογικά ναι, μου κάνει εντύπωση όμως πώς επιβιώνουν εκδοτικοί οίκοι που όλη η αγορά γνωρίζει ότι βρίσκονται «στα κόκκινα» χρόνια τώρα, ότι δεν πληρώνουν συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές… Πόσο θα κρατήσει αυτό είναι μια συνεχής απορία, η οποία δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Κόντρα στη λογική, ανοίγουν καινούργιοι και μερικοί πολύ αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι με καλές προϋποθέσεις μακροημέρευσης. Μάλλον κάτι δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω, οπότε ναι, βλέπω αλλαγές, κάποιοι είναι αδύνατο να αντέξουν.

— Τα τελευταία χρόνια, είστε και βιβλιοπώλης. Ήταν καλή ιδέα να ξεκινήσετε ένα βιβλιοπωλείο μεσούσης της Κρίσης;

Α.Α.: Θεωρώ ότι επιχειρηματικά δεν είναι καλή ιδέα να ξεκινήσεις βιβλιοπωλείο οποιαδήποτε εποχή, με κρίση ή όχι. Πρέπει να έχεις την τρέλα — και εμείς από βιβλιοφιλική τρέλα διαθέτουμε μπόλικη. Ευτυχώς έχουμε καλούς φίλους, φανατικούς αναγνώστες που στηρίζουν την προσπάθειά μας, αλλά γενικώς η κατάσταση μόνο αισιόδοξη δεν είναι, παρά τη μικρή άνοδο στις πωλήσεις που παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες.

— Ας ξαναγυρίσουμε λίγο στο blog, πριν περάσουμε στις προτάσεις σας. Πείτε μου, κατά τι ποσοστό οι κριτικές σας είναι θετικές; Ή, αλλιώς: γράφετε και για βιβλία που δεν σας άρεσαν;

Α.Α.: Οι κριτικές στο blog τα τελευταία χρόνια αφορούν βιβλία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και που έχω κάτι να πω γι’ αυτές. Οπότε, ναι, είναι θετικές. Εξάλλου, έχω ένα (προσωπικό) σύστημα βαθμολόγησης, και δεν γράφω ποτέ για βιβλία που «βαθμολογώ» με κάτω από 70% (εκτός κι αν με εξοργίσουν, αλλά πλέον το πιθανότερο είναι να τα παρατήσω μέχρι την 50ή σελίδα). Διαβάζω πάνω από 100 βιβλία τον χρόνο και οι κριτικές μου είναι για περίπου 60· αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι πολλά βιβλία δεν αξίζουν αναφοράς.

— Καλώς. Οπότε: θα μας πείτε τα 5 τελευταία βιβλία που διαβάσατε και θα θέλατε να διαβάσει και πολύς ακόμη κόσμος;

Α.Α.: Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση, όχι μόνο γιατί δεν θέλω να αδικήσω κάποια βιβλία (που σίγουρα θα αδικήσω) αλλά και γιατί αυτό που συμβαίνει με την «ημερομηνία λήξης» που έχουν πλέον τα βιβλία που αποσύρονται από τους πάγκους μετά από μερικές εβδομάδες (στην καλύτερη περίπτωση) με θλίβει, καθώς εξαιρετικοί τίτλοι «χάνονται». Έτσι, λοιπόν, θα επανέλθω λόγω του Νόμπελ Λογοτεχνίας στους δύο βραβευμένους συγγραφείς. Πρώτιστα, στην έξοχη Όλγα Τοκάρτσουκ, που το «Αρχέγονο» (εκδ. Καστανιώτη) πρέπει να το διαβάσουν όλοι οι συνεπείς βιβλιόφιλοι, αλλά και στον (κάποτε αγαπημένο μου, που τον είχα λησμονήσει) Πέτερ Χάντκε, που πολλά βιβλία του κυκλοφορούν στην αγορά· θα ξεχωρίσω την «Αριστερόχειρη Γυναίκα» (εκδ. Μελάνι) και τον «Φόβο του τερματοφύλακα» (εκδ. Gutenberg). Επίσης θα ήθελα να διαβαστούν από όσους γίνεται περισσότερο η συγκλονιστική «Πατρίδα» του Φ. Αραμπούρου (εκδ. Πατάκη), το έξοχο «Η Θεραπεία των Αναμνήσεων» του πάντα καλού Χρήστου Αστερίου (εκδ. Πόλις), όπως και το κλασικό αριστούργημα του Stephen Crane «Το κόκκινο σήμα του θάρρους» που βγήκε φέτος από τρεις εκδότες (Μεταίχμιο, Αρμός, Διαλέγεσθαι), τονίζοντας ξανά τον παραλογισμό της εκδοτικής αγοράς. Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στο βιβλίο που θεωρώ κυριολεκτικά «άχαστο», το «Περί Χρόνου και Ποταμού» του Thomas Wolfe, που έβγαλαν οι εκδόσεις Εξάντας σε επική μετάφραση του Γ. Λειβαδά.

— Και άλλα 5 βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα ή που πρόκειται να κυκλοφορήσουν μέχρι τον Δεκέμβριο;

Α.Α.: Θα διαβάσω οπωσδήποτε, γιατί μόνο καλά ακούω γι’ αυτό από φίλους, το μυθιστόρημα του Χρήστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» (εκδ. Πατάκη) και το νέο μυθιστόρημα του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (εκδ. Μεταίχμιο), ενώ περιμένω με πολύ ενδιαφέρον (και ποτέ με ανυπομονησία) το βιβλίο του τεράστιου Τζέιμς Μπάλντουιν «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ» και το μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ «Η σκιά του ευνούχου» (και τα δύο από τις εκδ. Πόλις). Μόλις κυκλοφόρησαν και «Άπαντα τα πεζά» (εκδ. Καστανιώτη) του Μπρούνο Σουλτς, ένα βιβλίο που όλοι περιμέναμε και που θα μου δώσει την ευκαιρία να θυμηθώ ξανά έναν συγγραφέα που αγάπησα από τα «Μαγαζιά της κανέλας» στο παρελθόν. Ενώ να μην ξεχάσω να αναφέρω ότι σίγουρα θα «χαθώ» στη μαγεία του Τόμας Χάρντι στο μυθιστόρημά του «Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ» (εκδ. Gutenberg), που μόλις κυκλοφόρησε.

— Να είστε καλά, σας ευχαριστώ πολύ!

Α.Α.: Κι εγώ!

Πηγή