Νόμπελ Λογοτεχνίας: Ποιοι είναι οι δυο βραβευθέντες, Όλγκα Τοκάρτσουκ και Πέτερ Χάντκε;

Κεντρική εικόνα: Αν πάνω από τις σελίδες του Χάντκε φαντάζεται κανείς να περιφέρεται ένας επιβλητικός άγγελος που γελάει ειρωνικά για τα έργα και τις ημέρες των παράλογων ανθρώπων, στην περίπτωση της Τοκάρτσουκ μιλάμε κυριολεκτικά για έναν δυναμικό Αρχάγγελο Μιχαήλ.

Το φετινό, διπλό Νόμπελ Λογοτεχνίας επιστρέφει στην Κεντρική Ευρώπη και δικαιώνει ξανά το όνομα του

Από την Τίνα Μανδηλαρά

Ύστερα από το ανήκουστο σεξουαλικό σκάνδαλο που δεν επέτρεψε πέρσι την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας και τις διάφορες αναλύσεις που έφταναν να αμφισβητήσουν ακόμα και την αξία του, καθώς έφερναν στο προσκήνιο πολιτικά παρασκήνια και παιχνίδια εξουσίας, η φετινή διπλή ανακοίνωση των νικητών για το 2018 και το 2019 δικαιώνει περίτρανα όχι μόνο την καταγωγή αλλά και το νόημα ενός Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι πολιτικές υποδηλώσεις παραμένουν –στον βαθμό που αμφότεροι οι συγγραφείς εκφράζουν τη βαθιά διερώτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας– αλλά παράλληλα δικαιώνονται ο προορισμός και ο λόγος για τον οποίο απονέμεται το βραβείο: η υψηλή λογοτεχνική αξία.

Βγαλμένοι και οι δυο –η Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ και ο Αυστριακός Πέτερ Χάντκε– από τον σκληρό πυρήνα της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης και επιβεβαιώνοντας τον «ηπειρωτικό» χαρακτήρα του Νόμπελ –για τον οποίο έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί η Σουηδική Ακαδημία– έχουν θέσει με τον δικό τους αλληγορικό και συμβολικό τρόπο ερωτήματα για το τι σημαίνει να βιώνει κανείς ένα προσωπικό ταξίδι σε ευρωπαϊκά περιβάλλοντα και σε ποιο βαθμό η βαριά σκιά των ιστορικών γεγονότων μπορεί να ασκεί μια επίδραση στη διαμόρφωση της συνείδησης και της γλώσσας. Έντονη αφηγηματικότητα, γλωσσικά παιχνίδια, μυθολογικό πλαίσιο, μεταφυσικές αναζητήσεις χαρακτηρίζουν, με διαφορετικό, ωστόσο, τρόπο το έργο και των δυο συγγραφέων, με ανεξίτηλη την ποιητική σφραγίδα.

Αν πάνω από τις σελίδες του Χάντκε φαντάζεται, επομένως, κανείς να περιφέρεται ένας επιβλητικός άγγελος που γελάει ειρωνικά για τα έργα και τις ημέρες των παράλογων ανθρώπων, στην περίπτωση της Τοκάρτσουκ μιλάμε κυριολεκτικά για έναν δυναμικό Αρχάγγελο Μιχαήλ – όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της «Αρχέγονο και άλλοι καιροί». Παραμένοντας αμφότεροι οι νομπελίστες συγγραφείς παραμυθάδες με τον λαϊκό τρόπο των ιστοριών που άκουγαν μικροί στις πολυπολιτισμικές, σε μεγάλο βαθμό, πατρίδες τους, με ανάκατες γλώσσες και επιρροές, γαλουχήθηκαν υιοθετώντας μια συμβολική γλώσσα που σταδιακά μετατράπηκε σε προσωπική αρματωσιά και σήμα κατατεθέν τους. Και με την ειρωνική γλώσσα που χαρακτηρίζει τις ιστορίες του Κάφκα: αυτό το δαιμονισμένο υπαρξιακό γέλιο που θαρρώ πως είναι η δική μας απάντηση στους πάσης φύσεως χολιγουντιανούς και αλλόκοτους Τζόκερ.

Ως δυναμικοί, λοιπόν, Τζόκερ της λογοτεχνίας, ιδιοσυγκρασιακοί, ανυπότακτοι, είρωνες και άκρως ευρηματικοί, τόσο ο Χάντκε όσο και Τοκάρτσουκ είναι ακριβώς αυτό που φαντάζεσαι και περιμένεις από έναν νομπελίστα λογοτέχνη: να σκέφτεται συμπαντικά, καθολικά, γνωρίζοντας βαθιά τι σημαίνει ποίηση και πρόζα αλλά και να υπερβαίνει με την πένα του την αφηγηματική εξήγηση και ευκολία.

Ως δυναμικοί, λοιπόν, Τζόκερ της λογοτεχνίας, ιδιοσυγκρασιακοί, ανυπότακτοι, είρωνες και άκρως ευρηματικοί, τόσο ο Χάντκε όσο και Τοκάρτσουκ είναι ακριβώς αυτό που φαντάζεσαι και περιμένεις από έναν νομπελίστα λογοτέχνη: να σκέφτεται συμπαντικά, καθολικά, γνωρίζοντας βαθιά τι σημαίνει ποίηση και πρόζα αλλά και να υπερβαίνει με την πένα του την αφηγηματική εξήγηση και ευκολία. Όχι με την έννοια της κατανόησης αλλά της παιγνιώδους ικανότητας να ξεπερνά το δεδομένο και να βλέπει τι κρύβεται από πίσω. Γι’ αυτό και η Σουηδική Ακαδημία στην απονομή τους, αιτιολογώντας την επιλογή, τόνισε πως το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 απονεμήθηκε στην Πολωνή συγγραφέα Όλγκα Τοκάρτσουκ «για μια αφηγηματική φαντασία η οποία με βαθύ πάθος συμβολίζει την υπέρβαση των ορίων ως μορφή ζωής» και του 2019 στον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε «για μια επιδραστική εργασία η οποία με γλωσσική επινοητικότητα διερεύνησε την περίμετρο και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας».

Όλγκα Τοκάρτσουκ

Σήμερα κιόλας που η Γερμανία, ύστερα από χρόνια, γνωρίζει την επιστροφή των φασιστικών στοιχείων, δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί μια φράση από το «Αρχέγονο» της Τοκάρτσουκ όπου η πρωταγωνίστρια Γκενοβέφα: «Σκέφτηκε εκείνο το αέριο των Γερμανών που έκανε τα μάτια να εκρήγνυνται. Έτσι να ένιωθαν άραγε οι κατσαρίδες όταν τις πασπάλιζαν με τη σκόνη του Σένμπερτ;». Η ίδια μάλιστα, βαδίζοντας στα αφηγηματικά χνάρια του Γκομπρόβιτς, ο οποίος έδενε τη φιλοσοφική σκέψη με τα ποιητικά σπαράγματα, έχει κατά καιρούς αναφερθεί στα ακροδεξιά στοιχεία της χώρας της, ενώ έχει κυνηγηθεί για την πολιτική της δράση.

Αρχέγονο και άλλοι καιροί, εκδόσεις Καστανιώτη

Η αφήγησή της, μεστή σε μεταφυσικά νοήματα, με έντονο το βιταλιστικό στοιχείο –έχει την αίσθηση κανείς ότι βλέπει μαζί επιρροές από Χούσερλ, Γιουνγκ, Γουστσέβσκα, Μάρκες και Κόνραντ– δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση πως στην καρδιά του ευρωπαϊκού ασυνειδήτου υπάρχουν βαθιά ριζωμένες η αμφιβολία και η εμμονή. Ο πολωνικός μυστικισμός αναβιώνει εδώ με τον πιο ευφάνταστο λυρικό τρόπο όπως και η άμεση επαφή της Πολωνίας με τη θρησκεία: «Ο άγγελος είδε τη γέννηση της Μίσια με τελείως διαφορετικό τρόπο από ο,τι η μαία, η Κουτσμέρκα. Ο άγγελος γενικώς τα βλέπει όλα με διαφορετικό μάτι. Οι άγγελοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο όχι μόνο μέσα απ’ τις φυσικές του διαστάσεις, στις οποίες αναπαράγεται συνεχώς και καταστρέφει τον εαυτό του, αλλά μέσα από τη σημασία τους και την ψυχή τους» γράφει με ευφάνταστο τρόπο η ίδια στο «Αρχέγονο και άλλοι καιροί» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό συγκλονιστικό φανταστικό οδοιπορικό στην ιστορία ενός πολωνικού χωριού που «βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος» το οποίο περιφρουρείται από τους τέσσερις Αρχάγγελους. Τα πάντα τελικά επιστρέφουν στην αρχέγονη πηγή τους και έχουν τη δική τους αυτόνομη οντότητα από τους ανθρώπους και τα ψάρια μέχρι τα πουλιά και τα φίδια. Όλα ακούγονται δυνατά και αποκτούν το δικό τους ουσιαστικό νόημα. Τίποτα δεν περισσεύει, ούτε δεν αποκτά τη δική του θέση στο άκρως γλωσσικά σκηνοθετημένο λογοτεχνικό σύμπαν.

Η ίδια, άλλωστε, η Τοκάρτσουκ πιστεύει πολύ στο εικονοποιητικό σύμπαν της Ευρώπης, έχοντας μελετήσει με προσοχή από τους σπουδαίους ανατόμους μέχρι τους ζωγράφους. Αδυναμία έχει στον Φλαμανδό ανατόμο του 17ου αιώνα, τον Φίλιπ Βερχέιεν, και στον τρόπο που εκείνος προσέγγιζε τη σωματικότητα. Έχοντας ως κεντρικό οδηγό τη φράση του «Οφείλουμε να εξερευνήσουμε τον πόνο μας», πραγματοποιεί τη δική της αντίστοιχη ανατομία στο ευρωπαϊκό corpus, κάτι που φάνηκε από το πρώτο της βιβλίο αλλά και από τις πολυσυζητημένες «Πτήσεις» της, που ειδικά στην Αγγλία εξυμνήθηκαν από κοινό και κριτικούς, με τον Adam Mars-Jones του London Review of Books να παραληρεί. Ο αγγλόφωνος κόσμος φαίνεται να έχει βρει τη δική του Ευρωπαία ακτιβίστρια, συγγραφέα και επιβλητική μορφή, με τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια των αιθιοπικών φυλών, και η Σουηδική Ακαδημία την ιδανική της εκπρόσωπο.

Πέτερ Χάντκε

Ίσως θα έπρεπε να έχουν δώσει εδώ και χρόνια το Νόμπελ στον επιδέξιο ακροβάτη της υπαρξιακής δεινότητας Πέτερ Χάντκε. Βαδίζοντας στα χνάρια των συγγραφέων της ύπαρξης –Κάφκα, Καμί–, ο Χάντκε διείδε την αμηχανία του σύγχρονου ανδρικού χαρακτήρα να βρει την επαρκή φωνή και προσανατολισμό στην πολύπαθη καρδιά της κεντρικής Ευρώπης. Όντας και ο ίδιος γιος ενός πατέρα που είχε υπηρετήσει στη ναζιστική Βέρμαχτ και μιας μητέρας από τη Σλοβενία, είχε βρεθεί να περιπλανιέται, σαν ένας από τους ήρωες του, στην κεντρική Ευρώπη, αναζητώντας μέσα από ποιητικές φράσεις, πεζές κοφτές αφηγήσεις, παράδοξα σχήματα, τον δικό του δρόμο.

Ο πρόσφατος πρωταγωνιστής του στη «Μεγάλη Πτώση» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκοβου), που μοιάζει να είναι τελικά ο ίδιος, ο ήρωας του, ένας αργόσχολος ηθοποιός, τριγυρνά σε μια μεγαλούπολη ανάμεσα σε διάφορα ζευγάρια, ανθρώπους της εξουσίας, αστυνομικούς κ.λπ., σε ένα σκηνικό που αποπνέει τη γνωστή θεατρικότητα των βιβλίων και των ιστοριών του Χάντκε. Γιατί στην καρδιά αυτού του λογοτέχνη φωλιάζει ένας κατεξοχήν θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ποιητής ο οποίος εκτός από το περίφημο σενάριο για τα «Φτερά του Έρωτα» έχει γράψει ένα από τα καλύτερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας, το «Κάσπαρ», όπου παρουσιάζει τον Κάσπαρ Χάουζερ όπως είναι στην πραγματικότητα ή όπως ήταν στην πραγματικότητα μέσα από ένα παιχνίδι λέξεων, αισθήσεων και ορίων, ένα έργο με αδιανόητες πολύπλευρες δυνατότητες στο ανέβασμα και την προσέγγισή του.

Ο Χάντκε έχει γράψει το περίφημο σενάριο για την ταινία «Φτερά του Έρωτα».

Το πιο διάσημο έργο, πάντως, του Χάντκε το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg είναι σίγουρα «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» με τη βελτιωμένη, πάντα εξαίσια μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη, ο οποίος υπογράφει και την κατατοπιστικότατη εισαγωγή. Είναι το βιβλίο που καθιερώνει τον Γιόζεφ Μπλοχ, τον διάσημο τερματοφύλακα και πρωταγωνιστή του βιβλίου, στο ιστορικό παλμαρέ των κορυφαίων ηρώων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας – με αντίστοιχη εσωτερική περιπλάνηση στον δρόμο της αποξένωσης. Αμφισβητώντας τους πάντες και τα πάντα, αισθανόμενος την αλλοτρίωση να διεισδύει στους πόρους κάθε του αντίδρασης, για το μόνο που είναι σίγουρος ο Μπλοχ είναι για την Αγωνία, αντίστοιχη με αυτή του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι. Ένας καφκικός ήρωας σε σύγχρονα περιβάλλονται με το ίδιο πάντα υπαρξιακό angst.

Ως βέβαιη, ωστόσο, απάντηση στους κριτικούς που ήθελαν να βλέπουν στις σελίδες του Χάντκε άνδρες πρωταγωνιστές, ο ίδιος προσέφερε το μικρό του διαμαντάκι «Αριστερόχειρη γυναίκα» (που κυκλοφορεί από το Μελάνι, σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου) για τη Μαριάννε, μια αδέξια γυναίκα που ξέρει πως ο,τι και να κάνει και ο,τι και να γίνει θα την κατατρώει η κοινωνική προκατάληψη για τις γυναίκες που γεννήθηκαν αδέξιες, αριστερόχειρες και καταδικασμένες σε μια παράξενη, αυτοεκπληρούμενη προφητεία της σημερινής Ευρώπης, που πασχίζει ασθμαίνοντας να ξαναβρεί το χαμένο νόημα της. Με το φετινό, διπλό, λογοτεχνικό Νόμπελ φαίνεται τελικά ότι τα καταφέρνει.

Πηγή