Οι δύο Ελλάδες του Νάνου Βαλαωρίτη

Μία εφόλης της ύλης συνέντευξη του σπουδαίου λογοτέχνη, που έφυγε από την ζωή προχθες σε ηλικία 98 ετών, στο Βήμα της Κυριακής τον Δεκέμβρη του 2010, στον Γιάννη Μπασκόζο.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης (γεν. 1921), τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς λογοτεχνών, εκπροσωπεί στη χώρα μας μιαν άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα ανοιχτή στα λογοτεχνικά ρεύματα, στις απόψεις των νέων και στον διάλογο. Εζησε μια πλούσια λογοτεχνικά ζωή σε τέσσερις διαφορετικές πόλεις του κόσμου: Λονδίνο, Παρίσι, Σαν Φρανσίσκο, Αθήνα.

Συνδέθηκε με τους υπερρεαλιστές του Μπρετόν, τους αμερικανούς μπιτ, τους λετριστές και εισήγαγε τα κινήματα αυτά τη δεκαετία του ΄60 στη χώρα μας μέσα από το περιοδικό «Πάλι» και αργότερα το περιοδικό «Συντέλεια».

Το 1983 βραβεύτηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.

Στη συζήτηση που ακολουθεί ο σπουδαίος λογοτένχης, είχε συνομιλήσει με τον Γιάννη Μπασκόζο για την κρίση, τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χώρο, τον ρόλο των διανοουμένων, τις ανακαλύψεις του σχετικά με τον Ομηρο.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη

– Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή κρίση; Πώς τη νιώθετε εσείς σήμερα;

«Ακολουθώ μάλλον τις απόψεις των κεϊνσιανών οικονομολόγων και την άποψή τους ότι στην κρίση πρέπει να ξοδεύεις. Είναι λάθος να παίρνεις μέτρα τόσο δρακόντεια που καταστρέφουν την πραγματική οικονομία. Να μην υπάρχει κατανάλωση, να κλείνουν τα μαγαζιά. Σύμφωνοι, χρωστάμε, οι πάντες χρωστάνε. Αν δεν μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε την οικονομία μας, να κάνουμε την περίφημη ανάπτυξη, πώς θα ξεπληρώσουμε; Τα μέτρα είναι απαράδεκτα και από ανθρωπιστική άποψη αλλά και από οικονομική. Είναι όλα λάθος».

Σχέδια του Νάνου Βαλαωρίτη

– Μήπως το λάθος πάει πιο πίσω χρονικά και βρίσκεται κάπου αλλού;

«Φυσικά, στο πολιτικό σύστημα, που είναι μέρος του προβλήματος. Οταν δεχτήκαμε να μπούμε στο ευρώ, δεν σκεφτήκαμε τις συνέπειες. Είμαστε σαν τις μωρές παρθένες της παραβολής. Δεχτήκαμε να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών αλλά δεν σκεφτήκαμε ότι μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτή που νομίζαμε. Το σύστημα στο οποίο μπήκαμε αποδείχτηκε ότι είναι ένα πουργατόριο. Πρέπει να πληρώσουμε ό,τι δεν κάναμε προηγουμένως».

– Υπάρχει πνευματική παγκόσμια κρίση; Πού τη βλέπουμε;

«Τη βλέπουμε στο βιβλίο. Τα ηνία τα έχουν πάρει άνθρωποι που προωθούν μια ορισμένη λογοτεχνία. Τα βραβεία, το Βooker, το Γκονκούρ, το Femina κ.ά., ωφελούν τους εκδότες γιατί μπορούν να πουλήσουν περισσότερα αντίτυπα. Βραβείο στην Ευρώπη σημαίνει 200.000 αντίτυπα πωλήσεις την επόμενη ημέρα. Στη χώρα μας έχω πάρει ένα σωρό βραβεία αλλά από πωλήσεις μηδέν. Στην Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο η διάδοση από στόμα σε στόμα. Οι κριτικές ή τα media παίζουν μικρό ή και καθόλου ρόλο στην εξάπλωση ενός βιβλίου. Δεν θέλω να πω ότι η παρουσίαση και προώθηση ενός βιβλίου είναι άχρηστη, αλλά δυστυχώς εκδίδονται και προωθούνται πολλά σκουπίδια. Αυτό είναι ευθύνη των εκδοτών. Η υπερπαραγωγή σκουπιδιών εμποδίζει να φανούν ορισμένα καλύτερα βιβλία, που χάνονται μέσα στον σωρό».

– Αυτή η κρίση δεν είναι ένα γενικό φαινόμενο;

Ο Νάνος Βαλαωρίτης σε νεαρή ηλικία

«Είναι μια κρίση του συστήματος, είναι η κρίση υπερκατανάλωσης άχρηστων προϊόντων, η οποία έχει κυριαρχήσει στην αγορά. Το ερώτημα είναι: Ποια είναι η αυτή η αγορά; Είναι ένα αίνιγμα, ίσως ένα κατασκεύασμα; Μήπως είναι ένα ρινγκ του μποξ όπου δεν ξέρεις ποιος θα κερδίσει στον επόμενο γύρο, ή μια ταυρομαχία όπου δεν ξέρεις αν θα νικήσει ο ταυρομάχος ή ο ταύρος θα τον τινάξει με τα κέρατά του στον αέρα; Οι κερδοσκοπικές πολιτικές είναι κάτι ανάλογο. Δεν ξέρεις τι θα κάνει ο ταύρος, αν θα σε σουβλίσει ή αν θα σε κάνει εκατομμυριούχο. Είναι τζίρος που μοιάζει με τζόγο. Οι αγορές είναι ένας μύθος που έχουμε φτιάξει και ο οποίος επηρεάζει το κοινό. Το βάζει στην ψυχολογία να παίξει, να τζογάρει, για να κερδίσει. Ετσι λοιπόν η αγορά και ο τζόγος εμφανίζονται σαν πραγματικά αίτια. Εδώ είναι, ίσως, το μεγάλο πρόβλημα. Οι κακοί μύθοι ρίχνουν το ηθικό ενός ολόκληρου λαού, που πανικοβάλλεται. Ολη αυτή η υπόθεση είναι ένα φονικό καρναβάλι».

– Υπάρχει σήμερα λόγος από τη διανόηση που να αποκαλύπτει αυτά τα ζητήματα;

«Οι άνθρωποι του πνεύματος υφίστανται ό,τι και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αν κόβουν μισθούς και συντάξεις και οι πνευματικοί άνθρωποι θα αναρωτηθούν: Γιατί γράφω; Ποιος θα με διαβάσει; Πιστεύω όμως ότι έχουμε περάσει πολύ χειρότερες εποχές, Κατοχή κ.ά. Ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων σήμερα είναι να ανυψώσουν το ηθικό, ακόμα και με το χιούμορ, την ειρωνεία. Με ρωτάνε πολλές φορές στον δρόμο: “Τι να κάνουμε;”. Δεν είμαι Πυθία, αλλά τους λέω ότι υπάρχει η τέχνη, η δημιουργία. Το να είσαι συνεχώς απαισιόδοξος και προφήτης δεινών, όπως συχνά διαβάζω σε ορισμένα άρθρα, δεν βοηθάει. Δεν λέω να γίνουμε σαν τους διανοούμενους στις χώρες του πρώην υπαρκτού, όπου επιβαλλόταν διά νόμου η αισιοδοξία. Το κοινό ζητάει έναν λόγο που να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις συνθήκες διαβίωσης, πώς θα αντιδράσει, πώς θα συμπεριφερθεί».

– Σας έχουν χαρακτηρίσει εκπρόσωπο της «άλλης» Ελλάδας.Εχουμε λοιπόν δύο Ελλάδες;- πώς το εννοείτε;

«Είμαστε μια σκοτεινή χώρα. Είμαστε μια εθνότητα που προέρχεται από πολλά φύλα- Φράγκους, Σλάβους, Αρμένιους, Βλάχους-, πάνω στους οποίους έχουμε εγκαταστήσει τη μηχανή της κλασικής παιδείας. Τους έχουμε εξελληνίσει, όπως οι Αμερικανοί υποτάξανε στο αγγλοσαξονικό σύστημα παιδείας τους άλλους λαούς. Πώς καταφέραμε να εξελληνίσουμε όλους αυτούς; Ισως γιατί υπήρχαν η λόγια παράδοση και τα υπολείμματα της προφορικής ελληνικής παράδοσης. Είμαστε έτσι μια περίπλοκη εθνότητα. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι σκέφτεται ο διπλανός μας, είμαστε πιο σκοτεινοί από τους Γάλλους, τους Αγγλους και τους Αμερικάνους, λαούς τους οποίους έχω ζήσει. Είμαστε σκοτεινοί και ψυχολογικά και διανοητικά. Νομίζω ότι μοιάζουμε με τους Κέλτες, που είναι πιο πολύ μυστικοπαθείς και απρόβλεπτοι στις αντιδράσεις τους. Εμείς είμαστε πιο σκοτεινοί στον τρόπο σκέψης ή τα συναισθήματά μας. Δεν βγάζουμε έξω τις σκέψεις μας, η εσωστρέφειά μας είναι από πανικό και όχι από επιλογή. Εχουμε τάσεις σκλήρωσης, τις βλέπουμε στη γλώσσα ή τη συμπεριφορά. Μπορεί να οφείλεται στο ότι πολλές φορές ήμασταν θύματα αποικιοκρατών. Το βέβαιο είναι πως έχουμε πρόβλημα ταυτότητας, δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Δεν είναι τυχαίο ότι έργο μεγάλο είχαν οι Ελληνες της Διασποράς με τα βιβλία και τις σκέψεις τους, καθώς εκεί αισθάνονταν πιο ελεύθεροι».

– Υπάρχει φωτεινή πλευρά της Ελλάδας;

«Η φωτεινή πλευρά της Ελλάδας είναι ότι είμαστε πανέξυπνοι. Αν ζητήσεις από τον Ελληνα να δημιουργήσει κάτι σε ένα άλλο περιβάλλον, στο εξωτερικό, αναπτύσσεται με απρόσμενη ταχύτητα. Στην Αμερική σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες έλληνες ερευνητές και πανεπιστημιακοί, πώς γίνεται αυτό; Δεν βλέπω εκατοντάδες Τούρκους ή κάποιους άλλους. Εχουμε δυνατότητες που δεν τις εκμεταλλευόμαστε.

Ισως η υβριδική μας προέλευση να βοηθάει, καθώς συνδυάζουμε ικανότητες πολλών λαών».

– Τελικά αισθάνεστε πιο πολύ ποιητής, μυθιστοριογράφος ή δοκιμιογράφος; «Η ποίηση είναι πιο κοντά μου. Και τα δοκίμιά μου και τα μυθιστορήματά μου χαρακτηρίζονται από την ποιητικότητα. Και τα τρία μαζί δημιουργούν ένα ποιητικό σύμπαν, που ανήκει πρώτα σ΄ εμένα και μετά ίσως ενδιαφέρει και το κοινό».

– Πολλές φορές μιλάτε στα γραπτά σας για το παίγνιο.Πώς το προσδιορίζετε; «Ο Πλάτωνας λέει ότι είμαστε παίγνια των θεών αλλά μάλλον σήμερα είμαστε παίγνια των αγορών».

«Σήμερα προβάλλεσαι μόνο με σκάνδαλα»

– Ανήκετε στη γενιά του ΄30,η οποία είναι ίσως μυθοποιημένη.Τι έφερε αυτή η γενιά;

«Η γενιά του ΄30 πρόβαλε μια δημιουργική αναγέννηση της αρχαιότητας παίρνοντας θέματα των αρχαίων και ενσωματώνοντάς τα στη σύγχρονη τέχνη όπως ο Εμπειρίκος ή ο Σεφέρης. Η “Ερόικα” του Κοσμά Πολίτη ήταν μια μικρή Ιλιάδα, όλοι ξέρανε ότι οι ήρωές του, ο Λοΐζος ήταν ο Αχιλλέας και ο φίλος του Ανδρέας, που σκοτώθηκε, ήταν ο Πάτροκλος.Ο Θεοτοκάς γράφει ένα μυθιστόρημα για την Αθήνα και το λέει “Αργώ”,ο Ελύτης χρησιμοποίησε πολύ τον πλατωνισμό και τις απόψεις του για τη φύση.Τα ποιήματά του έχουν μια μεταφυσική φυσική.Η γενιά αυτή μάς συμφιλίωσε με την αρχαιότητα.Ετσι δημιουργήθηκε μια ποίηση πιο χαλαρή,πιο άνετη,δεν έπασχε από τη σκλήρωση του νεοκλασικισμού του 19ου αιώνα.Αυτή η τάση δεν ολοκληρώθηκε γιατί η φρίκη του πολέμου δημιούργησε μια μαύρη τρύπα στην ψυχή των ελλήνων λογοτεχνών.Εφτιαξε ο καθένας μια Κιβωτό του Νώε για να σωθεί από την πλημμύρα.Και μέσα στην πλημμύρα εξαφανίστηκε η αρχαιότητα.Από τους μεταπολεμικούς ποιητές ελάχιστοι έκαναν αναφορές στην αρχαιότητα,όπως ο Εκτορας Κακναβάτος. Αργότερα ήρθαν απ΄ έξω τα νέα ρεύματα που αναζωογόνησαν την ελληνική τέχνη,όπως η κειμενική γραφή,ένας συνδυασμός της ποιητικής γραφής με το πεζό.Πολλούς νέους αυτής της τάσης παρουσίασα κι εγώ στο περιοδικό “Πάλι”».

– Σήμερα υπάρχουν μοντέρνα κινήματα που να διεγείρουν τη λογοτεχνική συνείδηση;

«Σήμερα δεν υπάρχουν πια κινήματα.Το τελευταίο κίνημα ήταν οι λετριστές στη Γαλλία,ένα υπερμπαρόκ κίνημα που διαλύθηκε γρήγορα γιατί δεν είχε κοινό.Βέβαια αυτοί δεν κάνανε σκάνδαλα, όπως οι ντανταϊστές,απλώς γράφανε.Χρειάζονται σκάνδαλα για να προβληθείς πια.Στην Αμερική διείσδυσαν η γαλλική θεωρία,το νέο μυθιστόρημα και η κειμενική γραφή και δημιούργησαν μια ποιητική κίνηση που λεγόταν γλωσσοκεντρική.Αυτή εξαπλώθηκε σαν αστραπή στη Νέα Υόρκη,το Μπέρκλεϊ και το Σαν Φρανσίσκο.Ηταν κείμενα αποδιάρθρωσης της γλώσσας των media,της “μέσης” γραφής των best sellers.Αντί να βγαίνει το υποσυνείδητο μπροστά, έβγαινε η ίδια η γλώσσα που υπαγόρευε την αυτοδιάλυσή της.Γρήγορα αυτό έγινε μια μόδα και πέρασε στη Γαλλία,όπου κάτω από τη σκληρή αντίσταση των μοντερνιστών εξαφανίστηκε.Και έτσι σήμερα έχουμε τον Ουελμπέκ.Δεν υπάρχει πια ενέργεια,όπως τότε με τον ντανταϊσμό,τον φουτουρισμό, τον σουρεαλισμό,να δώσει δύναμη σε ένα νέο κίνημα.Τα κινήματα που υπάρχουν σήμερα είναι αυτιστικά και θνησιγενή».