Βοβούσα Ιωαννίνων: ένα ορεινό φεστιβάλ δίπλα στο ποτάμι και τη φύση της Πίνδου

Επίσκεψη στο Vovousa Festival που αποτελεί μια μείξη δημιουργικών ανθρώπων, βιωμάτων και εκδηλώσεων και συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης και της βιώσιμης, ήπιας ανάπτυξης

Από τον Γιάννη Πανταζόπουλο

Οδηγώντας από την Αθήνα προς τα Γρεβενά, η εναλλαγή των τοπίων σε αποζημιώνει. Κατάφυτες εκτάσεις, κάμποι, κοιλάδες, καλλιεργημένα χωράφια, ερειπωμένοι οικισμοί, ξεπροβάλλουν σ’ αυτή την πανέμορφη διαδρομή. Ακολουθώντας τον δρόμο προς τα χωριά Μαυραναίοι και Ζιάκα, σταματάς στο Περιβόλι, τον τόπο καταγωγής του Ρήγα Φεραίου, το οποίο διοικητικά είναι και το τελευταίο όριο του Νομού Γρεβενών.

Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου είχε σημειώσει σημαντική πτώση, αγγίζοντας τους 10-12 βαθμούς Κελσίου. Ο προορισμός μου ήταν το χωριό της Βωβούσας. Αφού διανύσεις μια απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων, μπαίνεις στον Νομό Ιωαννίνων. Πανύψηλα δέντρα, πέτρινα γεφύρια, ρυάκια και αγελάδες ελεύθερης βοσκής είναι μερικές από τις εικόνες που αντικρίζεις μέχρι να φτάσεις στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού της Πίνδου.

Η Βοβούσα ή Βωβούσα είναι χωριό του ανατολικού Ζαγορίου στον Νομό Ιωαννίνων της Ηπείρου. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και οι κάτοικοί της ασχολούνται με την υλοτομία και την κτηνοτροφία. Το χωριό ήταν ευρύτερα γνωστό με τη βλάχικη ονομασία του, Μπαϊεάσα.

Η Βοβούσα δεν είναι μόνο πολιτισμός αλλά και ένας εναλλακτικός προορισμός για εκείνους που επιλέγουν τα βουνά και τα ποτάμια και όχι τις πολύβουες παραλίες.

Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι χωρίζεται στα δύο εξαιτίας του ποταμού Αώου. Μάλιστα, όπως λένε οι ντόπιοι, το όνομά του το πήρε από τη βοή των νερών. Στη μέση του χωριού υπάρχει ένα πέτρινο γεφύρι, μονότοξο, που ενώνει τις δύο όχθες και τους δύο μαχαλάδες του χωριού. Χτίστηκε το 1748 από τον Αλέξιο Μίσιο και έχει αναγνωριστεί ως νεότερο αρχαιολογικό μνημείο. «Αυτό το γεφύρι αποτελεί ύψιστη πράξη πολιτισμού και συμβολίζει τον παντοτινό αγώνα του ανθρώπου για επιβίωση μέσα από την αλληλεγγύη και την επικοινωνία» λένε οι ηλικιωμένοι.

Ο Αμερικανός Nick Oegger ήταν ο πρώτος που μας ξενάγησε στα εντυπωσιακά φωτογραφικά καρέ που κρέμονταν μπροστά μας. Φωτο: Γιώργος Δέτσης

Κάτι άλλο που ξεχωρίζει είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που χτίστηκε το 1814. Στο χωριό βρέθηκα για να παρακολουθήσω από κοντά τις δράσεις του φεστιβάλ που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια στο γραφικό χωριό της Βωβούσας από τις 13 ως τις 20 Ιουλίου. Στόχος του είναι η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός ξεχωριστού μέρους του Ζαγορίου. Εστιάζει στο ορεινό υψόμετρο και στην αειφόρο ανάπτυξη και περιλαμβάνει εκθέσεις φωτογραφίας του τόπου, προβολές, μουσική, διάφορα εργαστήρια, συζητήσεις αλλά και πεζοπορία κατά μήκος του Αώου ή και μέσα στο δάσος.

«Η Βοβούσα δεν είναι μόνο πολιτισμός αλλά και ένας εναλλακτικός προορισμός για εκείνους που επιλέγουν τα βουνά και τα ποτάμια και όχι τις πολύβουες παραλίες» λέει ο εμπνευστής και διοργανωτής του φεστιβάλ Καμίλο Νόλλας, παραμένοντας πιστός στο μότο «Πάρτε τα βουνά προσωπικά» και στην αντίληψη του ήπιου τουρισμού. Και συμπληρώνει: «Σκοπός μας, όταν ξεκινήσαμε, ήταν να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο σε σχέση με ένα βασικό πρόβλημα της περιοχής, το οποίο αφορά την προστασία του ποταμού Αώου από την εκτροπή των νερών του, υπογραμμίζοντας πόσο πολύ ο ποταμός αποτελεί σημαντική πηγή ζωής για τη φύση και τον άνθρωπο».

Όλες τις ημέρες που περιπλανήθηκα στον μαγευτικό αυτόν τόπο συμμετείχα σε διάφορα, ποικίλου περιεχομένου δρώμενα που εκτυλίχθηκαν σε εγκαταλελειμμένες αποθήκες, στο σχολείο, στην εκκλησία, σε σπίτια και αυλές. Λιθόστρωτα καλντερίμια, χαγιάτια με τοξοειδή ανοίγματα, σπίτια από πέτρα, βρύσες-κομψοτεχνήματα, μπάνιο στον ποταμό και, φυσικά, οι περίπατοι στην πλούσια φύση της περιοχής σε προσγείωναν σε μια διαφορετική καλοκαιρινή καθημερινότητα.

Καθημερινά, σε εμφανή σημεία του χωριού μπορούσες να βρεις την ημερήσια εφημερίδα του φεστιβάλ που φέρει τον τίτλο «Αώος». Φωτο: Γιώργος Δέτσης

Σε δύο αποθήκες με ξύλινη επένδυση μπορούσες να θαυμάσεις δύο εξαιρετικές εκθέσεις φωτογραφίας. Δύο φωτογράφοι από διαφορετικές χώρες παρακολούθησαν την υδάτινη διαδρομή του Αώου-Vjosa εκατέρωθεν των ελληνοαλβανικών συνόρων και φωτογράφισαν τους ανθρώπους, τα περάσματα αλλά και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Ο Αμερικανός Nick Oegger ήταν ο πρώτος που μας ξενάγησε στα εντυπωσιακά φωτογραφικά καρέ που κρέμονταν μπροστά μας. Γεννήθηκε το 1988 στη Καλιφόρνια και είναι φωτογράφος ντοκιμαντέρ. Όπως μας είπε, βρέθηκε στην Αλβανία από πείσμα, αφού όλοι τον απέτρεπαν λόγω επικινδυνότητας της περιοχής. Τελικά, κατοικεί εκεί από το 2013 και το έργο του διερευνά τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και το αστικό ή αγροτικό περιβάλλον στο οποίο κατοικούν.

Ο Γιώργος Δέτσης βρέθηκε πρώτη φορά στη Βωβούσα κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στη Βάλια Κάλντα στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η σχέση του με τον τόπο αποδείχτηκε πετυχημένη. Οι άνθρωποι και ο τόπος τον αγκάλιασαν και ο ίδιος νιώθει πλέον Βωβουσιώτης. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα αποτύπωσε στις φωτογραφίες του.

Ανεξίτηλη θα μείνει και η ανάμνηση της προβολής του ντοκιμαντέρ του Paul Duane με τίτλο «While you live, shine – Όσον ζης, φαίνου», στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Αμερικανός μουσικολόγος Κρίστοφερ Κινγκ, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συλλέκτες δίσκων 78 στροφών στον κόσμο. Στο ντοκιμαντέρ αυτό, το οποίο προβλήθηκε στον χώρο ενός ξυλουργείου ‒ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε χωριό υλοτόμων‒, ανακαλύπτεις τη μαγεία της ηπειρωτικής μουσικής αλλά και πώς αυτή συνδέεται με την ποίηση, τον χορό και τη γιορτή.

Η Βωβούσα βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και οι κάτοικοί της ασχολούνται με την υλοτομία και την κτηνοτροφία. Φωτο: Γιώργος Δέτσης

Προερχόμενος από τη μακρινή Βιρτζίνια των ΗΠΑ, ο Κρίστοφερ Κινγκ ανακάλυψε κάποια στιγμή τη μουσική της Ηπείρου κι έτσι άλλαξε δραματικά όλη του η ζωή. Το «Όσον ζης, φαίνου» δανείζεται τον τίτλο του από το αρχαιότερο γραμμένο τραγούδι, ένα μοιρολόι χαραγμένο σε επιτύμβια στήλη στη Μικρά Ασία, και ανοίγει ένα παράθυρο στο μεγαλείο της ηπειρώτικης τέχνης και της συλλογικής εμπειρίας που αυτή εκπροσωπεί.

Την επόμενη μέρα, κατά το μεσημέρι, στον περίβολο της εκκλησίας, κάτω από έναν τεράστιο πλάτανο, κλήθηκε να απαντήσει στις εύστοχες ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Δαγριτζίκου αλλά και του κοινού, ενώ έβαλε να παίξουν δίσκοι από την πολύτιμη συλλογή του, που αποτελείται από 350 δίσκους παραγωγής πριν από το 1930. Άλλωστε, όπως σημείωσε, για να ολοκληρωθεί η συλλογή, τού μένουν άλλοι δύο δίσκοι.

Στη συζήτηση, ο βραβευμένος μουσικός παραγωγός και μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου υποστήριξε ότι «η μουσική στην πρωταρχική της μορφή είναι ένα γιατρικό για τις πληγές της ψυχής. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έπαψε να έχει αυτήν τη λειτουργία. Τα εύθραυστα πολιτισμικά οικοσυστήματα μέσα στα οποία η μουσική επιτελούσε το ιαματικό της έργο καταστράφηκαν. Μοναδική εξαίρεση, μια απόμερη γωνιά της Ελλάδας, η Ήπειρος».

Ανάμεσα στις πολυάριθμες δράσεις, ξεχώρισε και η συναυλία της Melentini στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Έπαιξε μουσικές έχοντας πίσω της το επιβλητικό σκηνικό του χωριού και υπό τους ήχους της φύσης και του ποταμού ξεδίπλωσε το μουσικό της ύφος, δημιουργώντας μια κατανυκτική ατμόσφαιρα στην οποία κυριάρχησαν τα αβανγκάρντ, neo-soul, indie pop και τζαζ στοιχεία.

Ανάμεσα στις πολυάριθμες δράσεις, ξεχώρισε και η συναυλία της Melentini στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Φωτο: Γιώργος Δέτσης

Το επόμενο βράδυ το χειροκρότημα των επισκεπτών κέρδισαν η δεξιοτέχνις αρπίστρια Maria-Christina Harper και ο λαουτιέρης Γιάγκος Χαιρέτης. Το πρωτότυπο ντουέτο συνδύασε τη μουσική παράδοση της Κρήτης με την πειραματική μουσική σκηνή του Λονδίνου, συνθέτοντας ιδιαίτερα μουσικά τοπία με τη βοήθεια του λαούτου και της ηλεκτρικής άρπας.

Καθημερινά, σε εμφανή σημεία του χωριού μπορούσες να βρεις την ημερήσια εφημερίδα του φεστιβάλ που φέρει τον τίτλο «Αώος». Εκεί ενημερωνόσουν για το πρόγραμμα της ημέρας και διάβαζες ιστορίες για Βοβουσιώτες, ακόμα και κουτσομπολιά για όσα συνέβησαν την προηγούμενη ημέρα.

Η εβδομάδα κορυφώθηκε στο γειτονικό καταφύγιο Βάλια Κάλντα. Λίγο πριν φτάσει σε αυτό, ο επισκέπτης θαυμάζει ένα όμορφο γκράφιτι 45 μέτρων που έχει σχεδιάσει ‒και φρέσκαρε φέτος‒ ο Γιάννης Καρλόπουλος με τίτλο «Ύλη Βουνού». Το καταφύγιο βρίσκεται μέσα σε μια κατάφυτη, υπέροχη έκταση δίπλα στο ποτάμι. Ένας τόπος συλλογής εμπειριών όπου όλοι γίνονται μια παρέα. Στο ισόγειο του κτιρίου υπήρχε ένας φιλόξενος και ζεστός χώρος υποδοχής, το καθιστικό και το εστιατόριο με εδέσματα της ηπειρώτικης κουζίνας. Παράλληλα, μπορούσες να απολαύσεις ένα μπάνιο στο ποτάμι ή να διαβάσεις το βιβλίο σου κάτω από τα σκιερά δέντρα, νιώθοντας ότι είσαι στο κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους δρυμούς της χώρας.

Λίγο πριν από το βραδινό γλέντι με την κομπανία του Φώτη Καραβιώτη και του Γιάννη Λίτσιου και την αντίστοιχη αλβανική των αδελφών Zeqiri προηγήθηκε εκδήλωση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της «Πίνδος Περιβαλλοντική», στο πλαίσιο του φεστιβάλ. Ήταν αφιερωμένη στις δράσεις της εκστρατείας «Save the Blue Heart of Europe» και στην κοινή προσπάθεια ελληνικών, αλβανικών και ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών οργανώσεων, πολιτών και φορέων ενάντια στους σχεδιασμούς εκτροπής ή κατασκευής φραγμάτων στον ποταμό Αώο-Vjosa, σε Ελλάδα και Αλβανία.

Φωτο: Γιώργος Δέτσης

Μεταξύ άλλων, δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι «οι ποταμοί των Βαλκανίων αποτελούν πια την τελευταία εναπομείνασα “μπλε” καρδιά της Ευρώπης, καθώς είναι οι τελευταίοι της ευρωπαϊκής ηπείρου που δεν έχουν δεχτεί σε τόσο μεγάλο βαθμό τροποποιήσεις και επεμβάσεις από έργα υδροηλεκτρικής ενέργειας».

Στη συνέχεια, οι ομιλητές αναφέρθηκαν «στον ποταμό Αώο-Vjosa που αποτελεί έναν από τους τελευταίους άγριους ποταμούς των Βαλκανίων, πηγάζει από τα βουνά της Πίνδου και ρέει ελεύθερος, στο μεγαλύτερο μέρος του, ως τις εκβολές του στην Αδριατική». Επίσης τόνισαν ότι: «Χρήζει άμεσης προστασίας, γιατί κατά μήκος του σχεδιάζεται η κατασκευή περίπου 40 έργων υδροηλεκτρικής ενέργειας που θα κατατμήσουν τη φυσική ροή και συνοχή αυτού του μοναδικού ποταμιαίου οικοσυστήματος. Εάν αυτά τα σχέδια πραγματοποιηθούν, δεν θα δεχτεί απλώς μη αναστρέψιμο πλήγμα η Τράπεζα Βιοποικιλότητας της Ευρώπης αλλά θα επηρεαστούν ανεπανόρθωτα χιλιάδες άνθρωποι που έχουν συνδέσει τον τρόπο ζωής τους με τον ποταμό».

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για τη σχέση μας με τη φύση, αγνοώντας την κοινωνία, και δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα διχοτομημένα ‒από τη μια η φύση και από την άλλη ο άνθρωπος‒ αλλά ως ενότητα. Ο άνθρωπος μέσα στη φύση και η φύση ως κομμάτι-προέκταση του ανθρώπου» τόνισε στην ομιλία του ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος.

«Μέσα από αυτήν τη συνεχή και αδιάλειπτη σχέση ποταμού και ανθρώπου γεννήθηκαν ο “πολιτισμός της στάνης” στα αλπικά κτηνοτροφικά λιβάδια, ο “πολιτισμός του ξύλου” χαμηλότερα στα δασικά χωριά της λεκάνης, καθώς και “ο πολιτισμός της πέτρας” στα χωριά της Λάκκας του Αώου και στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας» σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Νιτσιάκος και κατέληξε: «Αν στερηθούμε το ποτάμι, θα στερηθούμε κι όλους αυτούς τους ιδιαίτερους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται κατά μήκος του. Ο ποταμός είναι πολυγλωσσικός και πολυπολιτισμικός και δεν μιλάμε μόνο για κυβικά νερού. Αν στερηθούμε το ποτάμι, θα στερηθούμε όχι μόνο το οικοσύστημα και τη βιοποικιλότητα αλλά και την πολιτισμική ποικιλότητα, κι αυτό δεν πρέπει να συμβεί» κατέληξε.

Γλέντι με την κομπανία του Φώτη Καραβιώτη και του Γιάννη Λίτσιου και την αντίστοιχη αλβανική των αδελφών Zeqiri.

Τέλος, οι παρόντες στην εκδήλωση ενημερώθηκαν για την ανάγκη δημιουργίας ενός Διακρατικού Εθνικού Πάρκου Αώου-Vjosa που θα διασφαλίσει την προστασία του ποταμού από τις πηγές του ως τις εκβολές του στην Αλβανία και θα αποτελεί το πρώτο του είδους του σε ολόκληρη την Ευρώπη που θα εστιάζει στην ανάγκη προστασίας και διατήρησης αυτού του μοναδικού ποταμιαίου οικοσυστήματος.

Στη γιορτή που ακολούθησε με τις δύο μουσικές κομπανίες Ελλάδας και Αλβανίας οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να βιώσουν την πολιτιστική αλληλεπίδραση μέσα από τα ακούσματα της παραδοσιακής μουσικής της ευρύτερης περιοχής του ποταμού Αώου.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, συνειδητοποίησα ότι στον πλούσιο υδροβιότοπο της Βοβούσας βρίσκεις την απόλυτη ηρεμία, τον παγωμένο αναζωογονητικό αέρα και ένα τοπίο απόλυτα γαλήνιο και απομακρυσμένο, που σε μαγνητίζει από την πρώτη στιγμή. Το ορεινό φεστιβάλ της αποτελεί μια μείξη δημιουργικών ανθρώπων, βιωμάτων και εκδηλώσεων και συμβάλλει με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη διατήρηση της μνήμης και της βιώσιμης, ήπιας ανάπτυξης.

Πηγή