Γιατί το περιβαλλοντικό ρεπορτάζ εξελίσσεται στην πιο επικίνδυνη μορφή δημοσιογραφίας παγκοσμίως

Μια έρευνα αποκαλύπτει το άδοξο τέλος πολλών δημοσιογράφων που αφιερώθηκαν σε έρευνες περιβαλλοντικής ρύπανσης και θεμάτων σχετικών με την καταστροφή της φύσης.

Στο πιο επικίνδυνο ρεπορτάζ εξελίσσεται το περιβαλλοντικό, με τους δημοσιογράφους τόσο σε ανεπτυγμένες όσο και αναπτυσσόμενες χώρες, να διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους, όταν καλύπτουν θέματα περιβαλλοντικής μόλυνσης: αν επιβιώσουν από τις απειλές των παγκόσμιων trust, τότε έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρές συνέπειες στην καριέρα και την εξέλιξή τους.

Από τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κάσογκι από Σαουδάραβες πράκτορες, στις άγριες επιθέσεις του του Προέδρου Τραμπ με τους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου, οι διώξεις εναντίον δημοσιογράφων είναι εδώ και καιρό στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Όμως, δεν είναι μόνο η πολιτική και οι πολιτικοί ο μόνος εχθρός της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Οι απειλές επεκτείνονται και σε θεματολογία που άλλοι ίσως θεωρούν πιο ασφαλή, αλλά μόνο τέτοια δεν είναι.

40 δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο έχασαν τη ζωή τους από το 2005 και έως τον Σεπτέμβριο του 2016 εξαιτίας των περιβαλλοντικών θεμάτων που κάλυπταν – περισσότεροι από συναδέλφους τους που κάλυπταν τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν!

Στο Knight Center του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, με εξειδίκευση στην περιβαλλοντική δημοσιογραφία, εδώ και καιρό δόκιμοι και επαγγελματίες δημοσιογράφοι εκπαιδεύονται στην καταγραφή γεγονότων που αποδεικνύουν ότι δημοσιογράφοι που καλύπτουν θέματα περιβάλλοντος διατρέχουν αυτή τη στιγμή τον υψηλότερο κίνδυνο να απειληθούν, να συλληφθούν, να αντιμετωπίσουν αγωγές και μηνύσεις πολυεθνικών, να απολυθούν κατ’ εντολή ενός σκοτεινού οργανισμού κάποιας ρυπογόνας βιομηχανίας ή ακόμη και να δολοφονηθούν…

Ο δημοσιογράφος Eric Freedman πριν από λίγο καιρό προχώρησε σε μία μεγάλη έρευνα για να αποκαλύψει το βάθος του προβλήματος, παίρνοντας συνεντεύξεις από δεκάδες δημοσιογράφους σε 5 διαφορετικές ηπείρους. Όπως εξηγεί, επιχειρώντας να καταγράψει τις επιπτώσεις του ρεπορτάζ και των αποκαλύψεων που έκαναν στην ψυχική τους υγεία και την καριέρα τους, πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι από αυτούς είτε είχαν εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία είτε είχαν χωθεί με ακόμη μεγαλύτερο πάθος και επιμονή στα θέματα που ερευνούσαν.

Όπως προέκυψε στην πορεία της έρευνας του, η κάλυψη του περιβαλλοντικού ρεπορτάζ αποδείχθηκε μία από τις πιο επικίνδυνες μορφές ερευνητικής δημοσιογραφίας. Σύμφωνα με μία πρόχειρη εκτίμηση, 40 δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο έχασαν τη ζωή τους από το 2005 και έως τον Σεπτέμβριο του 2016 εξαιτίας των περιβαλλοντικών θεμάτων που κάλυπταν – με λίγα λόγια για τέτοιου είδους θεματολογία σκοτώθηκαν περισσότεροι δημοσιογράφοι από συναδέλφους τους που κάλυπταν τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Η προφανής εξήγηση για όλη αυτή τη δημοσιογραφική αιματοχυσία βρίσκεται στο ότι η κάλυψη τέτοιων θεμάτων πολύ συχνά αγγίζει και τις περιβαλλοντικές αντιπαραθέσεις μεταξύ επιχειρηματικών τραστ και οργανώσεων για τη φύση και την προστασία, ενώ πάντα υπάρχουν και τα οικονομικά συμφέροντα, που επηρεάζουν την πολιτική ζωή και κάτω από την ομπρέλα τους σοβούν εγκληματικές δραστηριότητες, διαφθορά και εξουδετέρωση των αποκαλυπτικών φωνών με κάθε τίμημα.

Σε άλλες περιπτώσεις ο δημοσιογράφος που αποκαλύπτει αθέατες πλευρές ενός περιβαλλοντικού θέματος δεν απέχει πολύ από τον ακτιβιστή που πρέπει να εξοντωθεί. Όπως και να ‘χει, αν ο λειτουργός του Τύπου δεν σκοτωθεί σε κάποιο “ατύχημα” ή κάποια δολοφονική ενέργεια, μετά πρέπει να επιζήσει με τα ψυχολογικά τραύματα διαρκών απειλών και παρενοχλήσεων ή ακόμη να πληρώσει με τίμημα την ίδια του την καριέρα, μέχρι να σιωπήσει, φυσικά.

Το παράδειγμα του Rodney Sieh, ανεξάρτητου δημοσιογράφου στη Λιβερία είναι χαρακτηριστικό: μέσω των ρεπορτάζ του είχε αποκαλύψει την εμπλοκή ενός πρώην υπουργού γεωργίας σε ένα διεφθαρμένο κύκλωμα που καταχράστηκε κεφάλαια τα οποία κανονικά προορίζονταν για την καταπολέμηση της παρασιτικής, μολυσματικής ασθένειας των σκουληκιών της Γουινέας.   Ο Sieh καταδικάστηκε σε 5.000 (!) χρόνια φυλάκισης και πρόστιμο ύψους 1.6 εκατομμυρίων δολαρίων για συκοφαντική δυσφήμιση. Εξέτισε ποινή τριών μηνών στην πλέον διαβόητη φυλακή της Λιβερίας και ενώ υπήρξε διεθνής κατακραυγή που πίεζε την κυβέρνηση για την άμεση αποφυλάκισή του.

Το ίδιο έτος, -το 2013- ο Καναδός δημοσιογράφος Miles Howe είχε αναλάβει να καλύψει δημοσιογραφικά τις διαμαρτυρίες στο Elsipotog στο New Brunswick και εναντίον των εγκαταστάσεων φυσικών αερίου στην περιοχή. Ο Howe εργαζόταν τότε για έναν ανεξάρτητο ειδησεογραφικό οργανισμό στο διαδίκτυο με ειδίκευση στη διάψευση των fake news και στη δημοσίευση αποκαλυπτικών ρεπορτάζ απ’ όλον τον κόσμο.

«Πολύ συχνά τύχαινε να είμαι ο μόνος διαπιστευμένος δημοσιογράφος σ’ αυτές τις διαδηλώσεις. Και έχω δει τα πάντα. Από το να συλλαμβάνουν και να χτυπούν γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, να γονατίζουν και να πατάνε άντρες στο χώμα, μέχρι να μου προσφέρουν χρήματα προκειμένου να κάνω τον κατάσκοπο υπέρ των εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Όταν αρνούμουν, πάντα θα βρισκόταν κάποιος να φωνάξει να με συλλάβουν, όχι ως δημοσιογράφο που κάλυπτε το θέμα, αλλά ως διαδηλωτή», εξηγεί ο ίδιος.

Εννοείται πως ο εξοπλισμός του πάντα εκατάσχετο και το σπίτι του βρισκόταν πάντα στο στόχαστρο των ερευνών των τοπικών αρχών.

Μέχρι σήμερα, σχετικά λίγες μελέτες αποτύπωναν τις συνέπειες αυτού του είδους των επιθέσεων στις ζωές των λειτουργών του Τύπου. Δημοσιογράφοι που είχαν τέτοιου είδους εμπειρίες συνήθως παρουσίαζαν μετατραυματική διαταραχή άγχους, κατάθλιψη και ροπή σε ναρκωτικές ουσίες και αλκοόλ.   Ενώ ορισμένοι δημοσιογράφοι είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν και να ανακάμψουν, άλλοι ζουν σε μια κατάσταση φόβου για μελλοντικά προβλήματα ή απειλές ή υποφέρουν από την ενοχές για το τι θα συμβεί στους συγγενείς τους ή σε όσους άφησαν πίσω τους, προκειμένου να ξεφύγουν από μία δολοφονική καταδίωξη.

«Σε γενικές γραμμές, οι δημοσιογράφοι είναι μια αρκετά ανθεκτική φυλή», δηλώνει ο Bruce Shapiro, εκτελεστικός διευθυντής του Dart Center για τη Δημοσιογραφία και το Τραύμα στο Πανεπιστήμιο Columbia. «Τα ποσοστά PTSD και κατάθλιψής τους είναι περίπου 13% έως 15%, τα οποία είναι συγκρίσιμα με τα ποσοστά μεταξύ των πρώτων ασθενών. Οι δημοσιογράφοι περιβαλλοντικής ή κοινωνικής δικαιοσύνης συχνά έχουν μια υψηλότερη από την μέση αίσθηση της αποστολής τους και ένα υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που καλύπτουν άλλα ρεπορτάζ σε άλλους ρυθμούς».

Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη όψη του νομίσματος: οι περισσότεροι από αυτούς του δημοσιογράφους συνήθως δεν αναζητούν βοήθεια ή ψυχολογική υποστήριξη, τόσο επειδή δεν υπάρχουν οι υγειονομικοί μηχανισμοί που θα παράσχουν μία τέτοια είδους στήριξη, αλλά και λόγω μιας κακώς εννοούμενης… μαγκιάς που ακολουθεί το επάγγελμα.

Ο Gowri Ananthan, ομιλητής στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας της Σρι Λάνκα χαρακτηρίζει τη δημοσιογραφία “επάγγελμα σε άρνηση”, με αρκετά θύματα – δημοσιογράφους να μη γνωρίζουν καν ή να αδιαφορούν για το τίμημα που πληρώνουν για το επάγγελμα που κάνουν.

Για παράδειγμα, ο Howe υπέφερε από αλλεπάλληλες ψυχολογικές διαταραχές μετά από όσες συλλήψεις βίωσε. Όπως λέει κατέληξε να νιώθει μονίμως οργισμένος και τρομοκρατημένος και περίπου δύο χρόνια μετά εγκατέλειψε το επάγγελμα, δηλώνοντας ότι μετανιώνει που δεν το έκανε νωρίτερα…

Αντίθετα, ο Sieh πείσμωσε, λέγοντας ότι η φυλάκισή του έκανε την έρευνα του γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο και κινητοποίησε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, κάτι που δεν θα είχε γίνει, αν δεν είχε περάσει όλες αυτές τις κακουχίες. “Όλο αυτό μας δυνάμωσε, μας έκανε καλύτερους, πιο αξιόπιστους”, λέει.

Από την άλλη, οι περιβαλλοντικές αντιπαραθέσεις πολύ συχνά αφορούν τα δικαιώματα των ιθαγενών, όπως για παράδειγμα στη Νότια Αμερική, όπου οι αυτόχθονες δημοσιογράφοι διαδραματίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη της τεράστιας εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, των δασών και της γης.   Παρά τον κώδικα δεοντολογίας που απαιτεί μια ισορροπημένη, αμερόληπτη κάλυψη, ορισμένοι δημοσιογράφοι μπορεί να αισθάνονται υποχρεωμένοι να παίρνουν μέρος σε αυτές τις ιστορίες. “Το είδαμε αυτό να συμβαίνει ξεκάθαρα στην υπόθεση του Standing Rock”, λέει ο Tristan Ahtone, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Ιθαγενών Αμερικανών Δημοσιογράφων, αναφερόμενος σε διαμαρτυρίες για την Standing Rock Indian Reservation στη Βόρεια Ντακότα.   Ποιος, όμως, θέτει το δεοντολογικό όριο; Με όσα έχουν συμβεί, ειδικά την τελευταία δεκαετία, όλο και περισσότερες δημοσιογραφικές φωνές απαιτούν τη θέσπιση ενός δικτύου ασφαλείας των δημοσιογράφων που καλύπτουν τόσο λεπτά ζητήματα και σχετίζονται με το περιβάλλον.

Με τη περιβαλλοντική ρύπανση και τις φυσικές καταστροφές να πλήττουν τους πάντες σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως τα φτωχότερα και πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν αυτά τα θέματα είναι τόσο ευάλωτοι, θεωρείται βαθύτατα ανησυχητικό. Κυρίως από τη στιγμή που οι απειλές εναντίον τους, ακόμη και οι δολοφονικές επιθέσεις παραμένουν εν πολλοίς ατιμώρητες.    Και μόνο το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει υπάρξει καταδικαστική απόφαση για τη δολοφονία της κολομβιανής ραδιοφωνικής παραγωγού Efigenia Vásquez Astudillo, που πυροβολήθηκε το 2017 ενώ κάλυπτε την κινητοποίηση γηγενών που διεκδικούσαν την προγονική τους γη -που είχε από καιρό μετατραπεί σε τουριστικό θέρετρο- επιβεβαιώνει την παρατήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Προστασίας των Δημοσιογράφων, ότι “η δολοφονία είναι η τελική μορφή λογοκρισίας”…

Με στοιχεία από το Νiemanlab.org

 

Πηγή