Στην Ιερισσό γεννιούνται ακόμα ξύλινα καΐκια

Από την Αλεξία Καλαϊτζή

Στο καρνάγιο του, στην παραλία της Ιερισσού, ο Παναγιώτης Βασιλείου κάνει τρεις φορές τον σταυρό του και δίχως να αφήσει το τσιγάρο από το χέρι ξεκινάει με το ειδικό μηχάνημα να κόβει έναν μεγάλο κορμό πεύκου σε φέτες. Σε κάθε κίνησή του, η ατμόσφαιρα μοσχοβολάει πεύκο.

Από τις φέτες αυτές, σε περίπου οκτώ μήνες θα έχει σκαρώσει ένα όμορφο ξύλινο καΐκι, το οποίο θα πλέει με ασφάλεια στη θάλασσα.

Στα 61 του χρόνια, ο κύριος Παναγιώτης αποτελεί έναν από τους ελάχιστους πλέον καραβομαραγκούς σε όλη την Ελλάδα που υπηρετεί την τέχνη της κατασκευής ξύλινων καϊκιών, η οποία έχει τόσο στενά συνδεθεί με τη ναυτική παράδοση και τη ζωή στη χώρα.

Η πατρίδα του, η Ιερισσός, είναι ονομαστή για τους τεχνίτες της, οι οποίοι μέχρι και σήμερα λαμβάνουν παραγγελίες από κάθε άκρη της Ελλάδας αλλά και από εξωτερικό. Αλλά αυτή δεν είναι καλή εποχή για τα ελληνικά καρνάγια, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν καταστραφεί πολλά αλιευτικά καΐκια έναντι αποζημιώσεων, στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση της υπεραλίευσης.

Ο ίδιος ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. Όπως συνέβαινε στις περισσότερες περιπτώσεις, διδάχθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος μαθήτευσε στη Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης και έστησε το καρνάγιο του το 1947 στην Ιερισσό. «Τότε είχαμε μόνο μια παραγκούλα. Ίσα ίσα μπαίναμε από κάτω και από πάνω μας τρέχαν τα ποντίκια σαν τις γάτες», θυμάται. «Όλα τα κάναμε με τα χέρια, δεν υπήρχαν μηχανές. Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν πολύ δύσκολα».

Στο καρνάγιο του δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ με ένα διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό, που συχνά περιλαμβάνει φρέσκο ψαράκι και τσιπουράκι μαζί με φίλους στο μεγάλο τραπέζι πίσω από το εργαστήρι.

Από τα χέρια του έχουν περάσει έως τώρα περισσότερα από 200 σκαριά, διαφορετικού μεγέθους και τύπου: καραβόσκαρα, διχτυάρικα, παπαδιές, αλλά και τρεχαντήρια, που είναι και τα αγαπημένα του. Όπως λέει, έχει χνάρια -σχέδια δηλαδή- για όλα και ξέρει να δουλέψει ό,τι του ζητήσει ο πελάτης.

Μιλώντας για το μυστικό της δουλειάς, αποκαλύπτει πως αυτό είναι «να δουλεύουν συνεχώς το μυαλό και τα μάτια». Ο ίδιος έχοντας στο σώμα του διάφορα σημάδια από ατυχήματα που έπαθε εν ώρα εργασίας, εξηγεί πως πρόκειται για μια τέχνη δύσκολη και επικίνδυνη που απαιτεί προσοχή, παρατηρητικότητα και ακρίβεια.

 


Ο Δημήτρης πετσώνει το σκάφος, δηλαδή ντύνει τον σκελετό με μαδέρια.

 

Μια τέχνη απαιτητική και επικίνδυνη

Ο Νίκος Γιαννάκης, που έχει το καρνάγιο του λίγα μέτρα παραδίπλα, συμφωνεί. «Χρειάζεσαι πολλά χρόνια για να κατακτήσεις την τέχνη αυτή», αναφέρει ο 48χρονος καραβομαραγκός, που ξεκίνησε από την ηλικία των 15 ετών, μαθαίνοντας και αυτός δίπλα στον πατέρα του.

Σύμφωνα με όσα έχει ακούσει, η τέχνη στην Ιερισσό ξεκίνησε όταν περίπου το 1820 Ιερισσιώτες μάστορες ακολούθησαν Συριανούς καραβομαραγκούς στο Άγιον Όρος και είδαν πώς σκαρώνουν και συντηρούν τις βάρκες των μοναχών. Από τότε η ναυπηγική τέχνη άρχισε να ακμάζει στην περιοχή.

«Οι Ιερισσιώτες φτιάχνουμε δυνατά σκάφη, γιατί χρησιμοποιούμε πολύ ξύλο. Εγώ πηγαίνω μόνος μου στο βουνό και διαλέγω τα δέντρα που θέλω», λέει.

Η διαλογή γίνεται πάντα χειμώνα, ώστε το πεύκο να έχει κρατήσει το ρετσίνι μέσα του και να είναι «ζωντανό». Έπειτα, ο Νίκος κόβει τους κορμούς και τους επεξεργάζεται. Πρώτα στήνεται η καρίνα, μετά ο σκελετός και τέλος έρχεται η ώρα για το πέτσωμα, για το γέμισμα δηλαδή του σκελετού με τα ξύλα.

«Κάθε σκάφος έχει περίπου 500 με 600 κομμάτια πάνω του, τα οποία πρέπει να σχεδιαστούν ένα ένα και με διαφορετικές τεχνικές», εξηγεί, προσθέτοντας ότι μια αστοχία τη στιγμή της κατασκευής μπορεί να αφήσει κουσούρι για πάντα στο σκάφος. «Η ευθύνη είναι μεγάλη».

Κάθε ξύλο που προσθέτει το αλείφει με μίνιο, ένα «φάρμακο» που προστατεύει το ξύλο και του προσδίδει ένα πορτοκαλί χρώμα, που έχει γίνει σήμα κατατεθέν όλων των αντίστοιχων ναυπηγείων στην Ελλάδα. Τελευταίο στάδιο της δημιουργίας, που όπως ομολογεί ο ψηλόλιγνος άντρας είναι και το αγαπημένο του, είναι όταν το σκάφος φεύγει από τα χέρια του, όταν το πετάει στη θάλασσα και το βλέπει να ισορροπεί σωστά. «Μια τέχνη πρώτα την μαθαίνεις και ύστερα την αγαπάς», λέει.

Αξιόπλοα και γρήγορα, σύμφωνα με μαραγκούς και καπετάνιους, τα ξύλινα σκάφη υπερτερούν από τα πλαστικά στην αντοχή στον χρόνο, στην ασφάλεια αλλά και στην ομορφιά. Ο Νίκος εξηγεί πως αν το ξύλινο σκάφος συντηρείται σωστά, μπορεί να ζήσει πάνω από 100 χρόνια. «Έχω επισκευάσει βάρκα που κατασκευάστηκε το 1830. Όταν τελείωσα, έμοιαζε σαν καινούργια», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Τα ξύλινα τα ζητούν οι μερακλήδες», υποστηρίζει, χαϊδεύοντας τις καμπύλες του καραβιού που κατασκευάζει. Το χέρι του έχει γίνει ένα με το ξύλο και πλέον γνωρίζει κάθε στιγμή τι χρειάζεται το κομμάτι από πεύκο που έχει μπροστά του, προκειμένου να υπακούσει στο σχέδιο του κάθε καραβιού: άλλοτε θα το «βαφτίσει» στη θάλασσα για είναι πιο ευλύγιστο, άλλοτε θα το κάψει για να αντέξει περισσότερο.

 

 

«Τώρα πέσαμε σε δύσκολες εποχές»

Παρά τα πλεονεκτήματα που έχουν, οι παραγγελίες που φτάνουν στα καρνάγια για καινούργια ξύλινα σκάφη και επισκευές ολοένα μειώνονται. Σύμφωνα με τον κύριο Παναγιώτη, η χρυσή περίοδος για το επάγγελμα ήταν από το 1980 έως το 1998. «Τώρα πέσαμε σε δύσκολες εποχές», μουρμουράει. Τα τελευταία χρόνια, η δουλειά μειώθηκε και από τα πέντε με έξι καρνάγια που ήταν στην παραλία της Ιερισσού, έχουν απομείνει μόνο τρία.

Ρόλο στον μαρασμό των ναυπηγείων δεν έπαιξε μόνο η οικονομική κρίση, αλλά και η επιλογή πολλών αλιέων να «κόψουν», να καταστρέψουν δηλαδή τα καΐκια τους, ώστε να λάβουν τις αποζημιώσεις που δίνει η Ε.Ε., με στόχο τη μείωση της υπεραλίευσης. «Πλέον δεν βγάζουν άδειες για αλιευτικά σκάφη. Έχουν να δώσουν άδειες από το 1992», σημειώνει ο Νίκος, υπενθυμίζοντας πως βασικοί πελάτες των καρνάγιων είναι οι ψαράδες.

Νέα γενιά και νέες ελπίδες 

Τα ευχάριστα νέα για την παραδοσιακή ναυπηγική τέχνη, ωστόσο, είναι πως αυξάνεται σταδιακά η ζήτηση για τουριστικά σκάφη. Ο 35χρονος Βασίλης, γιος του κ. Παναγιώτη που μαζί με τον αδερφό του, Δημήτρη, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, είναι αισιόδοξος ότι ο τουρισμός μπορεί να προσφέρει μέσω της ζήτησης για ξύλινα παραδοσιακά σκάφη μια εναλλακτική λύση στα καρνάγια, καθώς έχει ήδη αρκετές τέτοιες παραγγελίες.

«Το να φτιάχνεις σκάφη, είναι σαν  να κάνεις παιδιά. Είναι δημιουργία. Ξεκινάς από το μηδέν και κάνεις ολόκληρο πλοίο», δηλώνει, εξηγώντας γιατί ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα και του 92χρονου πλέον παππού του, επιλέγοντας παράλληλα να αφήσει το σχολείο.

Ο ίδιος έχει στόχο όχι μόνο να κρατήσει την οικογενειακή επιχείρηση αλλά και να την επεκτείνει, εκσυγχρονίζοντας το κομμάτι που αφορά στη συντήρηση των ξύλινων καραβιών.

Ο Βασίλης, ωστόσο, είναι από τους ελάχιστους νέους που αποφασίζουν να μάθουν την τέχνη. «Είναι βαριά δουλειά, τα νέα παιδιά δεν ενδιαφέρονται», παρατηρεί ο κύριος Παναγιώτης, που φοβάται ότι το επάγγελμα κινδυνεύει να χαθεί. Ο Νίκος μοιράζεται τον ίδιο φόβο. Μάλιστα έχει ξεκινήσει να γράφει ένα βιβλίο, στο οποίο αποτυπώνει όλη του τη γνώση και τη μαεστρία γύρω από την τέχνη της ξυλοναυπηγικής.

Τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Παναγιώτη, στα καρνάγια τους κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που έχει μυρωδιά πεύκου, χρώμα πορτοκαλί, και θέα τη θάλασσα. Ένας κόσμος στον οποίο τρεις γενιές έπαιξαν, έμαθαν και ανδρώθηκαν και που δίχως αυτόν η Ελλάδα θα είναι φτωχότερη.  ■

Πηγή