Πάργα, το «ηπειρώτικο» νησί της Ηπείρου

Η Πάργα είναι παραθαλάσσια κωμόπολη, που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Πρέβεζας κοντά στον ποταμό Αχέροντα και τον νομό Θεσπρωτίας. Η αμφιθεατρική της ρυμοτομία, στο λοφίσκο Πεζόβολο σε υψόμετρο 139 μ και η απίστευτη θέα του Ιονίου και των γραφικών νησιών Παξών και Αντίπαξων δίνουν την εντύπωση στον επισκέπτη, ότι βρίσκεται σε νησί. Η Πάργα αποτελεί ιστορική έδρα του δήμου Πάργας, ενώ η σημερινή έδρα του είναι το Καναλλάκι. Στην δημοτική κοινότητα ανήκουν ακόμη οι τοπικές κοινότητες Αγιάς, Ανθούσας, Λιβαδαρίου.

Λίγη ιστορία

Η ιστορία της Πάργας ξεκινάει κατά την αρχαιότητα η οποία ήταν γνωστή σαν Παράγειρος, Παραγαία και Yπαργός απ’ όπου προήλθε η σημερινή της ονομασία. Η ονομασία της πιθανότατα προέρχεται από την Σλαβική λέξη “parg”, που σημαίνει λιμάνι. Ένας σημαντικός αριθμός αρχαίων ευρημάτων μαρτυρά ότι η περιοχή της Πάργας άρχισε να κατοικείται κατά τη Νεολιθική εποχή. Επίσης, σύμφωνα με αρχαία κείμενα του Πλουτάρχου και του Πτολεμαίου, ίσως η Πάργα να ήταν η αρχαία πόλη Τορώνη ή Τορύνη (3ος-4ος αιώνας π.Χ.). Η ελληνιστική πολίχνη Τορύνη, η οποία φαίνεται ότι επέζησε ως τα υστερορωμαϊκά χρόνια εξαρτώμενη διοικητικά από τη ρωμαϊκή αποικία της Φωτικής, κατείχε μια πολύ επίκαιρη θέση. Συγκεκριμένα έλεγχε τον χερσαίο ρωμαϊκό δρόμο, που οδηγούσε από τις θεσπρωτικές ακτές στην ενδοχώρα (στην πεδιάδα Μαργαριτίου). Ακόμη είχε τον έλεγχο των δυο όρμων, του Βάλτου και του Κρυονερίου, απ’ όπου περνούσαν υποχρεωτικά τα πλοία που ακολουθούσαν τον διεθνή θαλάσσιο δρόμο Απολλωνίας-Βουθρωτού-Νικόπολης. Τέλος, η Τορύνη βρισκόταν σε μια περιοχή που θα ήταν, όπως και σήμερα, κατάφυτη από ελαιόδεντρα, ενώ η θάλασσα θα πρόσφερε στους κατοίκους της πλούσια αλιεύματα και δυνατότητες για ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου.

Δυστυχώς, η ιστορική πορεία της Πάργας παραμένει αφανής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και επανέρχεται στο προσκήνιο το 1337 μ.Χ., όταν αναφέρεται από τον Ιωάννη Κατακουζηνό ως μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ηπείρου που δημιουργήθηκε ύστερα από την καταφυγή εκεί των κατοίκων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τις επιδρομές των Αλβανικών φυλών της Πωγωνιανής. Η πλεονεκτική γεωγραφική της θέση την κατέστησε ευάλωτη σε εισβολές και επιθέσεις πειρατών και ληστών. Από το 1360 έως το 1393 βρισκόταν υπό την προστασία των Νορμανδών αλλά το 1400 την κατέλαβαν τα στρατεύματα του ληστή Μπογκόη. Μετά την αποχώρηση του Μπογκόη, η Πάργα ζήτησε βοήθεια από τους Βενετούς και την 21η Μαρτίου 1401 υπέγραψαν συνθήκη με τη Βενετία, η οποία διήρκεσε περίπου 400 χρόνια(μέχρι το 1797). Με αυτό τον τρόπο η Πάργα βρισκόταν υπό Βενετική κατοχή αλλά ταυτόχρονα προστατευόταν από την απειλή των Τούρκων. Οι Βενετοί ονόμαζαν την Πάργα «το αυτί και το μάτι των Κορφών».

Πάργα

Κατά τη διάρκεια της βενετικής διοίκησης η Πάργα οχυρώνεται καθώς χτίζεται το κάστρο της, γίνεται εμπορικό κέντρο (στο Βάλτο σώζεται ακόμα η Ντογάνα, δηλαδή το Τελωνείο της εποχής), αποκτά προνόμια και αυτοδιοίκηση και αναπτύσσεται οικονομικά. Παράλληλα,στην Πάργα, όπως και στην Πρέβεζα λειτούργησαν λιοτριβιά (ελαιοτριβεία) και σαπωνοποιεία με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος των Παργινών να ασχολούνται με την παραγωγή ελιάς και λαδιού. Την ίδια αυτή περίοδο αναπτύσσεται σημαντική εκπαιδευτική κίνηση με πρωτεργάτες ονομαστούς δασκάλους, όπως τον Ιερομόναχο Φιλόθεο, τον Αναστάσιο Μοσπινιώτη, τον Ανδρέα Ιδρωμένο και Χριστόφορο Περραϊκό, τον Αγάπιο Λεονάρδο, κ.ά.

Tο 1797 πέρασε από ενετική σε γαλλική κυριαρχία και το 1814 σε αγγλική. Οι Άγγλοι την πούλησαν στον Aλή Πασά με συνθήκη στις αρχές του 19ου αιώνα έναντι αμοιβής χάνοντας τα προνόμια των προηγούμενων αιώνων.

Πάργα

Η Τούρκικη Κατοχή

      «Θάνατος καλύτερα και τάφος, παρά ν’ αφήσουμε τους Τούρκους να μπουν στην πατρίδα μας».

Το λιμάνι της Πάργας αποτέλεσε σημείο αναφοράς κατά τη Τουρκική Κατοχή. Οι  Σουλιώτες εφοδιάζονταν από το λιμάνι με τρόφιμα και πυρομαχικά για τον αγώνα τους ενάντια στον τύραννο ενώ κατέφευγαν στο κάστρο της Πάργας  όταν αναγκάζονταν προσωρινά να εγκαταλείψουν το Σούλι. Εκεί κατέφυγαν μετά την πτώση του Σουλίου και από εκεί ξεριζώθηκαν μαζί με τους Παργινούς όταν πουλήθηκε η Πάργα. Με την συνθήκη των Παρισίων (5 Νοεμβρίου 1815) και την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη, τα Επτάνησα αποτέλεσαν το αυτόνομο Ιονικό κράτος κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και μετονομάστηκαν σε Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων. Οι Παργινοί οι οποίοι διατηρούσαν στενή σχέση με τα Επτάνησα πλέον βρίσκονταν και αυτοί υπό την κυριαρχία των Άγγλων.

Oι Άγγλοι όμως και ο Τόμας Μέτλαντ ο οποίος είχε έρθει ως κυβερνήτης της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή μετά την απελευθέρωση της Κέρκυρας το 1814 θέλοντας να ενισχύσει τον Αλή Πασά και με τον τρόπο αυτό να μειώσει την επιρροή των Ρώσων στην περιοχή αποφασίζει να «πουλήσει» την Πάργα στον Αλή Πασά ο οποίος για χρόνια την πολιορκούσε και δεν μπορούσε να την κατακτήσει. Μάλιστα ο Οθωμανός άρχοντας  είχε φτάσει  στο σημείο να κατασκευάσει το κάστρο της Ανθούσας σε ύψωμα πάνω από την Πάργα για να πολιορκεί συνεχόμενα και να ελέγχει την πόλη.Οι άγγλοι ύστερα από πολλά παζάρια πούλησαν την Πάργα για  150.000 λίρες,χωρίς να ρωτήσουν τους Πάργιους. Εκείνοι γνώριζαν πια την τύχη που τους περίμενε και είχαν πάρει την απόφαση του εκπατρισμού,αλλά με την ελπίδα ότι θα αποζημιώνονταν για τις περιουσίες τους. Στην 15η Μαρτίου 1819 μια αγγλική φρεγάτα απεβίβασε στην Πάργα 150 άγγλους στρατιώτες και ο φρούραρχος ανήγγειλε στους προκρίτους ότι,κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Αλή και του άγγλου Αρμοστή,θα έμπαινε στην Πάργα στρατός Τουρκαλβανών. Οι Πάργιοι, στους οποίους είχε δοθεί υπόσχεση από τους άγγλους, ότι δεν θα έμπαιναν Τούρκοι στην πόλη τους,πριν αποζημιωθούν για τις περιουσίες τους στην πραγματική τους αξία και πριν φύγουν, κατεπλάγησαν. Απηύθυναν τότε αναφορά σε ικετευτικό ύφος προς τον Μαίτλαντ, ζητώντας να μην μπουν οι Τούρκοι στην Πάργα, πριν αναχωρήσουν όλοι με τις οικογένειές τους.

Πάργα
Οι πρόσφυγες της Πάργας του Francesco Hayez

Ο Μαίτλαντ τούς το υποσχέθηκε, αλλά την 4η Απριλίου ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να επιτρέψει να μπει στην πόλη απόσπασμα του στρατού του Αλή, ότι η είσοδος των τουρκικών στρατευμάτων δεν έπρεπε να τους βιάσει να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και ότι η αγγλική φρουρά ήταν εγγύηση για την ασφάλειά τους. Αλλά οι Πάργιοι δεν εννοούσαν να δουν Τούρκους στην πόλη τους, εφ’ όσον έμεναν εκεί,ούτε να φύγουν,πριν τούς δοθεί αποζημίωση.Μόλις αναγγέλθηκε ανακοίνωση ότι οι Τούρκοι πλησίασαν στο βουνό Πετζέβολο οι πρόκριτοι έτρεξαν αμέσως στον φρούραρχο και τού δήλωσαν την απόφασή τους να εμποδίσουν τους Τούρκους με τα ακόλουθα λόγια: «Θάνατος καλύτερα και τάφος, παρά ν’ αφήσουμε τους Τούρκους να μπουν στην πατρίδα μας». Ο φρούραρχος φοβήθηκε και ειδοποίησε αμέσως τον Μαίτλαντ κι εκείνος έστειλε αμέσως στην Πάργα τον στρατηγό Φρειδερίκο Άνταμ. Ο απεσταλμένος στρατηγός προσπάθησε να πείσει τους Παργίους να συγκατατεθούν να κατασκηνώσουν οι Τούρκοι κοντά στο μοναστήρι της Βλαχέρνας,που βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη,έως ότου πληρωθεί η αποζημίωση από τον Αλή πασά. Αλλά οι πρόκριτοι των Παργίων έκριναν ύποπτη αυτή την προσέγγιση των Τούρκων και διαμαρτύρονταν. «Είσθε ισχυρείς σεις οι άγγλοι,είπαν,και μπορείτε να μας βιάσετε. Αλλά να ξέρετε ότι και αν όλοι οι στόλοι της Αγγλίας έλθουν και μας φοβερίσουν,Τούρκου ποδάρι δεν θα πατήση τον τόπο μας, αν δεν φύγουμε πρώτα και αν δεν πάρουμε την αξίαν των κτημάτων μας».

Ο Άνταμ κατόρθωσε φαίνεται να συγκρατήσει τους Τούρκους έξω από την πόλη και να μη μπουν αμέσως στην Πάργα, όπως σκόπευαν, και έπειτα έφυγε για την Κέρκυρα. Οι Πάργιοι στήριζαν λίγες ελπίδες στον Άνταμ. Γνώριζαν ότι ήταν ευμενής έναντι των Ελλήνων και ότι ένας συναισθηματικός δεσμός του τον έκανε να συμπαθεί τους Παργίους. Φαντάζονταν ότι ο Άνταμ θα μετέπειθε τον Μαίτλαντ και θα λαμβάνονταν αποφάσεις ευνοϊκότερες για αυτούς. Αφού πέρασαν 4 μέρες αγωνίας οι Παργιανοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά των Τούρκων, που είχαν κατασκηνώσει έξω από την πόλη. Οι άγγλοι αντιλήφτηκαν τις κινήσεις τους και τους εμπόδισαν.Αποφασισμένοι πλέον να φύγουν, έτρεξαν στις εκκλησίες και άρχισαν να βγάζουν από τα τέμπλα τις άγιες εικόνες και να συναθροίζουν τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα αφιερώματα,για να τα πάρουν μαζί τους. Αλλά οι ἀγγλοι έσπευσαν μαζί τους στις εκκλησίες και τους εμπόδισαν να τα πάρουν, λέγοντας ότι οι εκκλησίες, μαζί με όσα περιείχαν,ανήκαν στους Τούρκους, αφού όλη η πόλη εξαγοράστηκε από αυτούς. Έπειτα μερικοί Πάργιοι επιχείρησαν να κόψουν ξύλα και καρπούς από τους κήπους για την συντήρησή τους στον δρόμο, αλλά δεν τους επετράπη ούτε αυτό.

Πάργα

Στην απελπισία τους τότε οι Πάργιοι στράφηκαν προς το νεκροταφείο και ξέθαψαν τα κόκαλα των νεκρών τους,φωνάζοντας ότι οι άγγλοι, που πούλησαν τα σπίτια τους,τις εκκλησίες τους και ό,τι τους ανήκε, ξέχασαν ασφαλώς να πουλήσουν και τα κόκαλα των νεκρών και ότι αυτά τουλάχιστον τούς ανήκαν.Τα έφεραν όλα στην πλατεία και τα έκαψαν μπροστά στους άγγλους. Τότε στην απελπισία τους σκέφτηκαν να σφάξουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και να ορμήσουν κατά των Τούρκων και να πέσουν μέχρις ενός. Αλλά ο Άνταμ είχε έλθει από την Κέρκυρα κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή, κατόρθωσε να τους κατευνάσει με υποσχέσεις εξασφαλίσεως για το μέλλον και το τραγικό εκείνο διάβημα απετράπη.

Τότε φόρτωσαν σε σάκους την στάχτη των νεκρών τους και άρχισαν να φεύγουν προς επιβίβαση στα πλοία που περίμεναν στην ακτή,για να τους μεταφέρουν στην Κέρκυρα. Οι ἀγγλοι φέρθηκαν σκληρά και κατά την ιερή εκείνη ώρα της μεγάλης τους συγκίνησης.Πήραν μερικούς από τους Παργίους,για να τους μεταχειριστούν για αγγαρείες. Ήταν συνολικά 4.000 άτομα. Ο ξεριζωμός των Παργινών αποτέλεσε μελανή σελίδα στην ιστορία τους και ο θρήνος αποτυπώθηκε σε πίνακες ζωγραφικής καλλιτεχνών της εποχής και σε τοπικά δημοτικά τραγούδια. Ακόμη και αυτός ο ολικός ξεριζωμός δεν πτόησε Παργινούς και Σουλιώτες που συνέχισαν να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην ελληνική επανάσταση με κάποιους από αυτούς όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλας να αναδεικνύονται σε πανελλήνιους ήρωες.

Το 1913 ο Ελληνικός στρατός κατόρθωσε να ελευθερώσει την Πάργα και πολλοί Παργινοί επιστρέφουν στον τόπο τους μετά την απελευθέρωση, στις 23 Φεβρουαρίου του 1913. Στις 22 Μαΐου του 1930 τα ιερά κειμήλια, οι στάχτες των προγόνων των Παργινών και το λάβαρο της Πάργας μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα στην Πάργα και στις μέρες μας φυλάσσονται στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Μόλις λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της το 1913, θ’ αποκοπεί διοικητικά από τον νομό Θεσπρωτίας για να υπαχθεί στον νομό Πρέβεζας.

Πάργα
δεκαετία ’80

Το κάστρο του Αλή Πασά

To κάστρο της Πάργας βρίσκεται επάνω σε έναν οχυρό λόφο-ακρωτήριο που δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού της Πάργας αλλά και της διπλανής τεράστιας παραλίας του Βάλτου. Πριν κατασκευαστεί το ισχυρό κάστρο της Πάργας που σώζεται μέχρι και σήμερα, οι κάτοικοι της Πάργας προσπαθούσαν να διατηρούσαν οχυρωμένη την πόλη, που ήταν εκτεθειμένη προς τη θάλασσα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους επιδρομείς. Στην προσπάθεια τους αυτή είχαν φτιάξει τις πρώτες οχυρωματικές κατασκευές και με τη βοήθεια των Νορμανδών στα τέλη του 14ου αιώνα. Το 1401 οι Ενετοί έγιναν κυρίαρχοι της Πάργας. Το 1452 η Πάργα έπεσε προσωρινά στα χέρια των Τούρκων που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου. Μετά από δύο χρόνια οι Ενετοί επέστρεψαν. Το κάστρο καταστράφηκε ξανά το 1537 από τον Τούρκο πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 1537, ο Μπαρμπαρόσα με 200 πλοία είχε κουρσέψει όλες τις ενετικές κτήσεις σε Ιόνιο και Αιγαίο.

Πάργα

Οι Ενετοί ξανάχτισαν το κάστρο και του έδωσαν την οριστική του μορφή το 1572. Αυτή τη φορά έκτισαν 8 πύργους εξωτερικά. Στο εσωτερικό στοιβάχτηκαν με τον καιρό 400 σπίτια των κατοίκων που ελλείψει χώρου διέθεταν ένα μόνο δωμάτιο.

Από τη βρύση «Κρέμασμα» εφοδιάζονταν με νερό οι δεξαμενές του κάστρου και τα σπίτια. Το κάστρο για τον εφοδιασμό του, χρησιμοποιούσε τους δύο όρμους: του Βάλτου και της Πωγωνιάς. Το κάστρο της Πάργας ήταν απόρθητο σε όλη τη διάρκεια της διοίκησης του Αλή Πασά και πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση στους Σουλιώτες που τον αντιμάχονταν. Στο κάστρο αυτό, ελεύθεροι πολιορκημένοι Παργινοί και Σουλιώτες έδωσαν ηρωικές μάχες και κράτησαν την ελευθερία τους επί αιώνες. Όταν η Πάργα πουλήθηκε στους Τούρκους το 1819, ο Αλής το ενίσχυσε ακόμη περισσότερο και εγκατέστησε στην κορυφή του το χαρέμι του και τα χαμάμ, αναμορφώνοντας ριζικά τους χώρους του κάστρου.

Σήμερα το κάστρο φωτίζεται και έχει τη δυνατότητα το κοινό να το επισκέπτεται. Στον κεντρικό χώρο έχουν ανακατασκευαστεί δύο κεντρικά κτήρια, που φιλοξενούν θεατρικές παραστάσεις εκθέσεις καθώς και πλήθος κόσμου.

Πάργα

Το νησάκι της Παναγίας

Το Νησάκι της Παναγίας οφείλει το όνομά του στην εκκλησία της Παναγίας με το χαρακτηριστικό της καμπαναριό, που βρίσκεται εκεί. Στο ψηλότερο σημείο του νησιού υπάρχει ένα πανέμορφο Γαλλικό κάστρο, που χτίστηκε από τους Γάλλους κατακτητές το 1808 κατά την παραμονή τους εδώ (1797- 1814), προκειμένου να ελέγχουν τα μικρά πλοία στο λιμάνι, που δεν ήταν ορατά από το κάστρο. Από το κάστρο αυτό έχει διασωθεί ο περίβολος, η πύλη και το φρούριο, όλα πνιγμένα στο πράσινο του νησιού.

Πάργα

Πάργα

Πηγή