Το αιώνιο Πάσχα του Νίκου Καρούζου ως όχημα φιλοσοφικών αναζητήσεων

Από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη

Για τον κορυφαίο έλληνα ποιητή το Πάσχα δεν ήταν απλώς η μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, αλλά μία σταθερή πηγή υπαρξιακών στοχασμών

Πάσχα 2017. Ακαριαίο και αγαπημένο ποίημα το /14/, έτσι, δίχως τίποτε άλλο στον τίτλο, από τη συλλογή «Μονολεκτισμοί» και «Ολιγόλεκτα» του Νίκου Καρούζου:

με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
Προς την Ανάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν’ ολοφάνερο:
βαρέθηκε

Νίκος Καρούζος, Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Σελίδες: 432

Πάσχα 1955.Το κολοσσιαίο επίτευγμα του μεγάλου ποιητή Νίκου Καρούζου (1926-1990) είναι ότι εξέλαβε την ποίηση ως όχημα φιλοσοφικών διερευνήσεων και ως έκφραση εναγώνιων αναζητήσεων περί της υπάρξεως. Ο Καρούζος μπόρεσε να μπολιάσει τον μαρξισμό με τον ζεν βουδισμό και τη χριστιανική ορθοδοξία. Το επίτευγμα αυτό οφείλεται στην ψυχονοητική του ιδιοσυστασία και στις γνώσεις που είχε συσσωρεύσει και εξακολουθούσε νυχθημερόν να συσσωρεύει (γνώσεις φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές, μουσικολογικές, ακόμα και σκακιστικές), αλλά και στο πάντα εν ενεργεία χιούμορ του, ένα χιούμορ με το οποίο ο Καρούζος αποδομούσε και εν συνεχεία ανασυνέθετε, διαρκώς, τα δεδομένα, τις βεβαιότητες, τα θέσφατα, όντας ένας «σημειοναύτης», όπως όρισε τον σύγχρονο καλλιτέχνη ο Νικολά Μπουριό (Nicolas Bourriaud), ή, καλύτερα ίσως, ένας «κοσμοναύτης του εσωτερικού, του μύχιου διαστήματος», όπως διατεινόταν ο λετριστής και καταστασιακός Αλεξάντερ Τρόκκι (Alexander Trocchi). Ήδη το 1955, ύστερα από εντατική μελέτη των πατερικών κειμένων και της «Φιλοκαλίας», ο Καρούζος συνθέτει και εντάσσει στη συλλογή «Σημείο» το ποίημα «Πάσχα των πιστών»:

Κύριε, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ’ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.

Νίκος Καρούζος, Τα Ποιήματα Β’ (1979-1991), Εκδόσεις Ίκαρος, Σελίδες: 586

Πάσχα 1981. Είκοσι έξι χρόνια μετά, ο Καρούζος συνθέτει και πάλι ένα ποίημα με τη λέξη «Πάσχα» στον τίτλο, δεν το εντάσσει σε ποιητική συλλογή, αλλά το δωρίζει γενναιόψυχα, με χειρόγραφη αφιέρωση, στην τότε τριών ετών Μαρία Γιαγιάννου, νυν ποιήτρια και συγγραφέα:

Ν’ ακούς αμέριμνη τον αγέρα
να ταιριάζεις καημούς
αδράχνοντας την αντικειμενικότητα.
Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο
τον Επιτάφιο
να βλέπεις λιγάκι και για μένα.
Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού
με όλη πια την ομορφιά σαν
Θεοτόκο
σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα.

Βλέπουμε εδώ πώς μπολιάζει ο Καρούζος τον Επιτάφιο με τον σοσιαλισμό, τον «βλαστημένο», πώς οραματίζεται και την ανάσταση/ανάταση/επανάσταση με τη μορφή μιας πανδαισίας, ενός οργίου χρωμάτων.

Πάσχα 1987. Σε ένα φύλλο χαρτί Α4, με μολύβι, ο Καρούζος συνθέτει για μια ακόμα φορά ένα ποίημα με το «Πάσχα» στον τίτλο. Και πάλι, το αφιερώνει και το δωρίζει σ’ εμένα, κάνοντάς μου έτσι μία από τις μεγαλύτερες και συγκινητικότερες τιμές που έχω απολαύσει. Είχαμε περάσει μαζί τη Μεγαλοβδομάδα και είχαμε κάνει Ανάσταση, το 1987, μια συντροφιά ωραία και αλησμόνητη: ο Καρούζος, ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης, η Λητώ Τσεκούρα, σύζυγος του Κακουλίδη, και η Ζίλκε Βατερμάγιερ, η τότε σύζυγός μου, στα σπίτια μας, στις οδούς Καλλισπέρη και Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Γράφει ο Καρούζος:

Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι
στην ολότητα· η λάμψη όμως
εκπηγάζει από κείνη των ψυχών
τη σύναξη
που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.
Αποφεύγω τα μηνύματα
κι αποφεύγω τ’ αυτοκίνητα.
Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι
στην κίνηση.

Ενώ και σε άλλα ποιήματα του Καρούζου συναντάμε την Ανάσταση, τη Μεγαλοβδομάδα, τον Ιησού, εδώ έχουμε το Πάσχα στον ίδιο τον τίτλο. Αν εξαιρέσουμε, πάντως, τον τίτλο, τίποτα δεν μοιάζει να παραπέμπει στην Ανάσταση, στο έαρ, στον Απρίλιο, παρά μονάχα η διάθεση της λαμπρύνσεως, και αυτή μονάχα σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο και όχι ως μετοχή στη γιορτή της Ορθοδοξίας. Ως εάν να είναι ήδη σωσμένος ο ποιητής, όντας ποιητής και μετέχοντας ως ποιητής στην ύπαρξη.

Πηγή