Επτανησιακή μέθεξη

Από τον Μαστροπαύλος Νίκος Γ.

Πρόγευση Μεγαλοβδομάδας στην ανοιξιάτικη Κέρκυρα και γνωριμία με τέσσερις από τις πιο ιστορικές φιλαρμονικές του νησιού

Η Κέρκυρα έχει άπειρες τρέλες και πλήθος πάθη και όπου αυτά σμίγουν εκρήγνυται άφατη μαγεία. Και η πιο μεγάλη τρέλα της Κέρκυρας είναι η μουσική, που συναντάται τη Μεγάλη και τη Νια Εβδομάδα με το Θείο Πάθος και την Ανάσταση. Η απίστευτα αισθαντική συνάντηση συμβαίνει μέσα σε ένα απείρου κάλλους σκηνικό το οποίο δημιούργησαν με όλη τους τη δύναμη η φύση, οι άνθρωποι και οι αιώνες που διαβαίνουν επάνω από τις προσόψεις των κτιρίων της παλαιάς πόλης, του νεότερου μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς της Ελλάδας που εγγράφηκε στον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

Στην Κέρκυρα ακούν τα Πάθη. «Δεν με νοιάζει να δω τον Επιτάφιο» λένε, «ποθώ να τον ακούσω». Και από το μεσημέρι και μετά της Μεγάλης Παρασκευής ακούς συνεχώς τους Επιταφίους να συγκλίνουν διαδοχικά στη Σπιανάδα – στην Επάνω Πλατεία είναι εγκατεστημένο το πάλκο των φιλαρμονικών. Τμήματά τους τρέχουν να προλάβουν να μπουν – μπροστά από το «κόρο», τη χορωδία – επικεφαλής της μεγάλης εξόδου των Επιταφίων που εγκαινιάζεται από τον Παντοκράτορα του Καμπιέλο και τη Σπηλαιώτισσα του Νέου Φρουρίου και συνεχίζεται με την πομπή του Αγίου Νικολάου των Λουτρών.

Επιτάφιοι πηγαινοέρχονται έως αργά το βράδυ στη Σπιανάδα, αλλά τώρα πια τα αφτιά είναι προσηλωμένα προς τα Μουράγια. Από εκεί έρχεται το σύνθημα. Από την Αρσενίου ακούγονται μακρινές νότες για να ρυτιδώσουν την κατανυκτική βραδιά. Ακούγεται ο Επιτάφιος της Μητρόπολης που βγαίνει, τελευταίος, από τη Σπηλιά, στις 10 το βράδυ. Η συγκλονιστική πομπή πλησιάζει και η αδημονία αυξάνεται. Κάτω από την αψίδα του Αγίου Γεωργίου, δίπλα στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου στην Κάτω Πλατεία, περνάει πρώτα η φιλαρμονική ορχήστρα «Καποδίστριας» (φωτογραφία δεξιά) με όλη τη σύνθεσή της – κάπου 100 μουσικοί – και την πιο επίσημη στολή της, τις χρυσαφιές περικεφαλαίες με τα κόκκινα λοφία. Μεσολαβούν σχολεία της πόλης της Κέρκυρας και ακολουθούν η μπάντα «Μάντζαρος» με 180 μουσικούς και άλλα σχολεία και μετά η «Παλαιά Φιλαρμονική» με ένα σύνολο 150 μουσικών. Στην «τελική ευθεία» μπροστά από την «κοντράδα» του Λιστόν με πένθιμα φανάρια, φαίνεται σαν να αναβιώνουν οι βροντές και οι αστραπές τη στιγμή του «Τετέλεσται» στον Γολγοθά – οι βροντές από τα τύμπανα και οι αστραπές από τις αντανακλάσεις των χάλκινων πνευστών.

Οι μπάντες είναι η ανάσα της Κέρκυρας. Λειτουργούν δεκαοκτώ σε όλο το νησί, που δίνουν την ιδιαίτερη νότα και ομορφαίνουν τη ζωή του. Οι Κερκυραίοι χαίρονται να μοιράζονται τις τρέλες τους με τους επισκέπτες, αρκεί να μη μιλούν όταν παίζει η «Παλαιά». Είναι ο ήχος της ψυχής του Καμπιέλο, στην καρδιά της παλιάς πόλης, όπου η ζωή δεν σταματά να κάνει το «κόρσο» της μέσα στους αιώνες μπροστά στο ίδιο σκηνικό. Η πόλη κρατά ζωντανές τις αναμνήσεις της από τον 17ο αιώνα, τον καιρό των Αγγλων. Βγαίνεις από την εξώθυρα του Αγίου Νικολάου των Γερόντων – του «Αϊ-Νικόλα ντε Βέκιο» όπως τον λένε -, την εκκλησιά όπου βαπτίστηκε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας κόντε Ιωάννης Καποδίστριας, κατεβαίνεις τη «σκαλινάδα» και χάνεσαι στις ρούγες, στα καντούνια και στις περίκλειστες πλατείες.

Φτάνεις και στο Καντούνι της Φιλαρμονικής, που ονομάστηκε έτσι γιατί κάποτε στεγαζόταν εδώ η Παλιά Φιλαρμονική Εταιρεία της Κέρκυρας. Και τώρα όμως από τα κλειστά παράθυρα του δρόμου δραπετεύουν κάποιες νότες. Προέρχονται από μιαν άλλη, αγαπημένη και αυτή, φιλαρμονική της πόλης, τον «Μάντζαρο», την «μπλε», η οποία ιδρύθηκε το 1890. Ανεβαίνεις τη «μελωδική» ξύλινη σκάλα και βρίσκεσαι σε ένα άλλο σύμπαν, γνήσια κερκυραϊκό. Ο «Μάντζαρος» θα συνοδεύσει τους Επιταφίους παίζοντας τη «Marcia Funebre No 2». Το πρόγραμμα είναι αναρτημένο δίπλα στην πολυκαιρισμένη ντουλάπα με τα «καπέλα» της φιλαρμονικής με τα μπλε και άσπρα λοφία: Μεγάλο Σάββατο: «Marcia Funebre» (πένθιμη), Δημήτριος Ανδρώνης. Επιτάφιος Μεγάλου Σαββάτου: «Calde Lacrime» (Καυτά Δάκρυα), Τσέζαρε ντε Μικέλις.

Η τρίτη μπάντα της πόλης – Φιλαρμονική Eνωση «Καποδίστριας» είναι το επίσημο όνομά της – θα παίξει την «Elegia Funebre», τη «Sventura» του Μαριάνι και το «Πένθιμο Εμβατήριο» του Σοπέν. Ιδρύθηκε μόλις το 1980 – από μουσικούς οι οποίοι αποχώρησαν από την «Παλαιά» – είναι η πιο νέα και η πιο φαντασμαγορική στην εμφάνιση μέσα στις κατακόκκινες στολές της, αν και τα έντονα χρώματά της φαντάζουν «ελαφριά» στα μάτια των αυστηρών και παραδοσιακών Κερκυραίων.

Η Παλαιά Φιλαρμονική (φωτογραφία επάνω) με το βαθύ κόκκινο, σχεδόν βιολετί, διακριτικό σιρίτι – η «κόκκινη» – δίνει τον ρυθμό του πένθους με το «Adagio» του Αλμπινόνι. Κι εδώ ο Aγιος έβαλε το χέρι του. Ιδρύθηκε το 1840, όταν, τρία χρόνια πριν, οι Aγγλοι σταμάτησαν να παραχωρούν την μπάντα του στρατού για τη λιτανεία του σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνα. Αυτή η φιλαρμονική έπαιξε για πρώτη φορά τον Εθνικό Yμνο του Νικολάου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου το 1864 και τον Ολυμπιακό Yμνο του Σπύρου Σαμάρα στην τελετή έναρξης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1896. Aλλο ένα ζωντανό κομμάτι Ιστορίας μέσα στο παρόν. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η Παλαιά Φιλαρμονική έχει μετακομίσει σε κτίριο της Νικηφόρου Θεοτόκη, του δρόμου που ήταν πάντοτε η κεντρική εμπορική αρτηρία της παλιάς πόλης.

Οι «µάρτσιες», πένθιμα ή θριαμβευτικά εμβατήρια, αρχίζουν να ακούγονται ήδη από την Κυριακή των Βαΐων, κατά τη λιτάνευση του ιερού σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνα και το Λιστόν, τόπος συναντήσεων, ανταλλαγής ερωτικών βλεμμάτων και άλλων κοσμικών συνηθειών, παίρνει αυτή την ώρα τις πλέον υπερκόσμιες διαστάσεις του. Ο «Μάντζαρος» παίζει «Τα βάια» του κερκυραίου συνθέτη Σωτηρίου Κρητικού. Αυτή η φιλαρμονική, η «μπλε», ιδρύθηκε το 1890 ως «ψυχαγωγικός συνεταιρισμός» από ομάδα σοσιαλιστών. Hταν και αυτή παρούσα στις εκδηλώσεις των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Οι «μάρτσιες» είναι πένθιμες, αλλά καθόλου μελαγχολικές.

Το Λιστόν, τα μόνιππα, το γήπεδο του κρίκετ, το πάλκο, η Κάτω Πλατεία, η Επάνω Πλατεία, η Σπιανάδα ολόκληρη, μένουν εκστατικά ακίνητα το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου. Μόνο τα πορφυρά υφάσματα κρεμασμένα στα παράθυρα, σήμα σεβασμού στον Aγιο Σπυρίδωνα, κυματίζουν στο ελαφρύ αεράκι που φέρνει από τον πεζόδρομο της Ευγενίου Βουλγάρεως ευωδιά πασχαλιάς και λιβανιού μαζί. Ο Παύλος Παλαιολόγος στο χρονογράφημά του «Μπροστά στο Σκήνωμα του Αγίου» έγραφε στο «Βήμα»: «Κέρκυρα θα πει Aγιος Σπυρίδων και μουσική. Αφαιρέστε της αυτά τα δύο, το θρησκευτικό και το μουσικό στοιχείο, και της αφαιρείτε το χρώμα της». Και αυτή την ώρα, στις 9 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, εμφανίζονται και τα δύο στη μεγάλη πλατεία. Το σκήνωμα του Αγίου και οι φιλαρμονικές.

Γι’ αυτό η Σπιανάδα, η Κέρκυρα, παρακολουθεί άφωνη. Γιατί βρίσκονται ενώπιόν της τα ιερά και τα όσιά της. Μαζί και ο Επιτάφιος του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι νότες του «Μάντζαρου» από την πένθιμη του μυστικοπαθούς συνθέτη Δημητρίου Ανδρώνη (1866-1918) ακούγονται μπροστά στο Παλαιό Φρούριο και ο «Καποδίστριας» έχει φτάσει μπροστά στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου παίζοντας το πένθιμο εμβατήριο από την «Ηρωική» του Μπετόβεν, όταν η Παλαιά Φιλαρμονική εμφανίζεται στην πάνω γωνία του Λιστόν, παιανίζοντας τον θρυλικό «Αμλέτο», το πένθιμο εμβατήριο από την ομώνυμη όπερα του Φράνκο Φάτσιο, κάτι σαν αναστεναγμός της Κέρκυρας…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Μαρτίου 2018.