Το να ξεχνάμε είναι δείκτης υψηλής ευφυΐας; Μια έρευνα ανατρέπει όσα γνωρίζαμε

Το γιατί συνεχώς ξεχνάμε πού είναι τα κλειδιά, τι μας είπαν πριν από λίγο και τι φάγαμε χθες ίσως να έχει και τα θετικά του σύμφωνα με δύο νευροεπιστήμονες

Στον εγκέφαλό μας υπάρχουν 80-90 δις νευρώνες. Αν μόνο ένα δέκατο από αυτούς χρησιμοποιούνται για να ανακαλούμε εδώ και τώρα, άμεσα και γρήγορα oτιδήποτε έπρεπε να θυμηθούμε, θα μπορούσαμε να αποθηκεύσoυμε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ατομικές αναμνήσεις, σύμφωνα με τα στατιστικά μοντέλα.

Όμως, ξεχνάμε πράγματα συνεχώς: τα ραντεβού, τα γυαλιά μας, τα κλειδιά και πράγματα που είχαμε πει που είναι να απορεί κανείς πώς τόσες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης και αυτό ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να το απαλείψουμε ή έστω να το αντιμετωπίσουμε με επάρκεια ως ανθρώπινο είδος.

Σ’ αυτή την απορία βασίστηκε και η μελέτη δύο ερευνητών από το Πανεπιστημίου του Τορόντο. Οι Blake A. Richards και Paul W. Frankland είχαν ακριβώς αυτή την απορία -γιατί ξεχνάμε;- και μήπως τελικά είμαστε προγραμματισμένοι να ξεχνάμε. Σε σχετικό άρθρο τους μάλιστα στο επιστημονικό περιοδικό Neuron, υποστηρίζουν ότι το να ξεχνάμε δεν είναι ένα σφάλμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει για κάποιο λόγο.

Αν δεν ξεχνούσαμε, θα είχαμε μια θάλασσα παρεμβολών που θα καθιστούσε δύσκολο να καταλάβουμε ποιο κομμάτι της μνήμης μας λειτουργεί καλύτερα.

“Η παρουσία της μνήμης είναι χρήσιμη, μόνο όταν διατηρεί εκείνες τις πτυχές της εμπειρίας που είναι είτε σχετικά σταθερές ή / και μπορούν να προβλέψουν νέες εμπειρίες”, γράφουν οι συντάκτες της μελέτης. Η απουσία είναι παρουσία: η μη γνώση του πώς να κάνεις κάτι σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος να μάθεις πώς να το κάνεις, αντί να ακολουθείς το μοτίβο που είχε λειτουργήσει νωρίτερα.

Ενδιαφέρον, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι το 2016 ο Frankland είχε προχωρήσει σε ένα αντίστοιχο πείραμα με ποντίκια. Η ομάδα του εκπαίδευσε δύο ομάδες ποντικιών, προκειμένου να περιηγηθούν σε έναν λαβύρινθο. Η μία ομάδα έμαθε πώς να περιηγείται και να βγαίνει από αυτόν, αποστηθίζοντας τη διαδρομή. Η άλλη ομάδα δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά ανέπτυξε νευρώνες που της επέτρεψαν τελικά να βρει την έξοδο, έστω και με καθυστέρηση.

Στη συνέχεια του πειράματος, οι ερευνητές μετακίνησα την έξοδο. Τα ποντίκια που είχαν απομνημονεύσει που βρίσκεται δεν τη βρήκαν. Τα άλλα, που υποτίθεται ότι ήταν και τα πιο…αφηρημένα στο να μάθουν τη διαδρομή, βγήκαν πιο εύκολα!

Ο Anthony Wagner, επικεφαλής ερευνών και πειραμάτων στο Stanford Memory Lab, έχει μια πιο απλή εξήγηση για όλο αυτό, η οποία εξηγεί το γιατί οι άνθρωποι που ξεχνούν μικροπράγματα ή ανούσιες λεπτομέρειες, ενδέχεται να είναι διανοητικά πιο ευέλικτοι και πιο ικανοί στο να μάθουν νέα πράγματα.

“Αν δεν ξεχνούσαμε, θα είχαμε μια θάλασσα παρεμβολών που θα καθιστούσε δύσκολο να καταλάβουμε ποιο κομμάτι της μνήμης μας λειτουργεί καλύτερα. Δείτε τι συμβαίνει με τους κωδικούς πρόσβασης στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Μετά από μήνες εξοικείωσης, γνωρίζετε τον κωδικό σας απ’ έξω. Μετά, όμως, όταν το λογισμικό ασφαλείας σας ζητά να βρείτε ένα νέο, αυτομάτως μαθαίνετε καλά το νέο και ξεχνάτε το παλιό”.

Κατά την ίδια μελέτη, το να ξεχνάμε μας βοηθά στο να κάνουμε γενικεύσεις και να προχωρούμε σε προγνώσεις για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Για παράδειγμα, από μία συγκεκριμένη εμπειρία καλή ή κακή, μπορεί να ξεχνάμε τα επιμέρους στοιχεία, ωστόσο θυμόμαστε πώς ξεκίνησε, πώς συνέχισε και πώς κατέληξε. Το να θυμόμαστε αυτά τα τρία μέρη σε γενικές γραμμές -χωρίς να συγκρατούμε λεπτομέρειες που δεν χρειάζεται και δεν μπορεί να αντέξει ο ανθρώπινος εγκέφαλος – μας προσφέρουν τη δυνατότητα ανάγνωσης μοτίβων (στις σχέσεις, στην εργασία, στη μελέτη, στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον κόσμο και τις ανάγκες της καθημερινότητάς μας).

Οι Richards και Frankland υποστηρίζουν ότι αυτό ακριβώς είναι η μνήμη.  Πετάει τις αχρείαστες λεπτομέρειες και κρατά το σημαντικό σύνολο. “Οι αναμνήσεις μας μπορούν να θεωρηθούν ως μοντέλα του παρελθόντος”, λένε, ως “απλουστευμένες αναπαραστάσεις που καταγράφουν την ουσία, αλλά όχι απαραίτητα τις λεπτομέρειες, των παρελθόντων γεγονότων”.

Με στοιχεία από thriveglobal.com, cell.com

Πηγή