Υπαρξιακή ανάταση στο φανταστικό

Από τον Βαγγέλη Χατζιβασιλείου

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος στο καινούργιο βιβλίο του, το οποίο αποτελείται και πάλι από νουβέλες, διατηρεί τη ρεαλιστική γραφή του

Μιχάλης Μακρόπουλος
Τσότσηγια & Ω’ μ. 
Εκδόσεις Κίχλη
σελ. 140,τιμή 13,50
Οργανικά ενταγμένη στη λογοτεχνία του φανταστικού είναι η πρώτη φάση (από το 1995 ως το 2005) της πεζογραφίας του Μιχάλη Μαρκόπουλου (μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες), ο οποίος κοιτάζει ταυτοχρόνως και προς δύο άλλα αφηγηματικά είδη: την περιπέτεια και την ιστορία μυστηρίου. Με τις νουβέλες της ωριμότητάς του (Η άδεια καρέκλα, 2007, Σπουργίτω και Γράχαμ, 2012, και Το δέντρο του Ιούδα, 2014), ο συγγραφέας αφήνει πίσω του τα σχήματα με τις παράξενες φιγούρες και τις παράδοξες καταστάσεις για να στραφεί προς έναν ρεαλισμό που αναδεικνύει τον κοινωνικό κόσμο της ελληνικής επαρχίας. Κι αυτό με έναν λόγο απογυμνωμένο και αντιδιακοσμητικό, από τον οποίο πάντως δεν θα απουσιάσουν κάποια λυρικά και αισθησιακά στοιχεία.
Με το καινούργιο βιβλίο του, που αποτελείται και πάλι από νουβέλες, ο Μακρόπουλος διατηρεί στο ακέραιο τη ρεαλιστική γραφή του, με τη διαφορά πως δείχνει να επανακάμπτει τώρα στο φανταστικό και στην περιπέτεια χρησιμοποιώντας έναν άλλο δρόμο. Στην πρώτη νουβέλα («Τσότσηγια») το φανταστικό επιστρέφει μέσω μιας παραμυθητικής πλοκής που μιλάει για τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός μικροσκοπικού κοριτσιού στο Πωγώνι Ηπείρου.
Η μάνα αγωνίζεται να προφυλάξει τη λιλιπούτεια μικρή της από τη βαρβαρότητα του άντρα της και του μεγαλύτερου γιου του, μετατρέποντας με τις διηγήσεις της τα πραγματικά τους πρόσωπα σε δράκους του παραμυθιού. Την ίδια ώρα θα στήσει γύρω της ένα σκηνικό με κουζίνες που εκπροσωπούν την αυτοκρατορία του Καλού, κονσέρβες που μετατρέπονται σε καταφύγια για την προστασία από τους κακούς, σπάγκους που γίνονται ανεμόσκαλες και συρτάρια που προσφέρονται για κυνήγι του θησαυρού.
Το παραμύθι δεν θα κρατήσει επ’ άπειρον και οι δύο γυναίκες θα βρουν τον θάνατο μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον αρχηγό των οικογενειακών δράκων. Ο συγγραφέας όμως θα ξετυλίξει στην «Τσότσηγια» μια ιστορία όπου τον κυρίαρχο τόνο δεν δίνουν η βία και ο θάνατος αλλά η ζωή. Η Κατερίνα θα μεταδώσει με ακατάβλητη δύναμη στην κόρη της όσα αποφασίζει ευθύς εξαρχής να της μάθει: τη λατρεία για τη φύση (ένας ζωντανός και πανταχού παρών οργανισμός), την ευχέρεια να μεταμορφωθεί η σωματική αναπηρία σε πλούτο ψυχής και αισθήσεων ή την ικανότητα να μεταβάλουμε με τη μαγική κίνηση ενός ραβδιού την απειροελάχιστη λεπτομέρεια σε ολόκληρο κόσμο.
Η δεύτερη νουβέλα του βιβλίου («Ω’μ») είναι μια προϊστορική περιπέτεια, όπου ο κεντρικός ήρωας πολεμάει με νύχια και με δόντια για την επιβίωσή του. Θρηνώντας για τον θάνατο της γυναίκας και του αγέννητου γιου, ο Ω’μ καταφέρνει όχι μόνο να μη νικηθεί από το αίσθημα της καταστροφής και της απώλειας αλλά και να εξοντώσει όλους τους εχθρούς του χάρη στην ανεξάντλητη επιμονή και αντοχή του. Ζωγραφίζοντας παράλληλα στα τοιχώματα της σπηλιάς του μορφές ανθρώπων και ζώων, ο Ω’μ θα ανακαλύψει, όπως και η Κατερίνα με τη μάνα της, μια τεράστια πηγή ζωής που αυτή τη φορά είναι η έκφραση. Ο Μακρόπουλος δίνει πλέον μια διάσταση υπαρξιακής ανάτασης στην πεζογραφία του, χωρίς ωστόσο να καταλήξει ως εξ αυτού και σε ένα μήνυμα προγραμματικής αισιοδοξίας. Συμβάλλουν τα μάλα στην επιτυχία του τα γερά οικοδομικά υλικά του: γλώσσα, εικονοποιία και αρχιτεκτονική της αφήγησης.
Φωτογραφία: Το πέτρινο γεφύρι «Γκρέτσι» στον Παλαιόπυργο Πωγωνίου Ιωαννίνων