Ο σφαιροβόλος Ηλίας Βεργίνης

Πέμπτη 9 Ιουλίου 1936

Σελήνη 20 ημερών

Ανατ. ηλίου 5.13΄. Δύσ. 7.47΄

Παγκρατίου επισκόπου Ταυρομενίας

Ο δημοσιογράφος, Αλέκος Λιδωρίκης, άπλωσε το χέρι και ξεκόλλησε το φύλλο του ημερολογίου, που βρίσκονταν στον τοίχο πίσω απ’ το γραφείο του. Κατόπιν κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα κι έπιασε την εφημερίδα. Τα κόκκινα γράμματα του τίτλου φάνταζαν εντυπωσιακά: «Ελευθέρα Γνώμη». Φόρεσε τα γυαλιά του κι άνοιξε στην δεύτερη σελίδα. Διάβασε στο «Όλα σε δυο στήλες»:

Η  ΚΙΝΗΣΙΣ  ΤΟΥ  ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

  1. Ιουλίου. Γάμοι 8. Γεννήσεις 28, άρρ. 13, θήλ. 15. Θάνατοι 18, άρρ. 12, θήλ. 6. Νοσήματα: Φυματίωσις 3, Φυματιώδης μηνιγγίτις 2, Καρκίνος 1, Όγκος 1, Πνευμονία 2, Εντερίτις 2, Ουραιμία 2, Νεφρίτις 1, Σηψαιμία 1, Άλλαι ασθένειαι 3. Άγαμοι 10, έγγαμοι 8.

Ο Λιδωρίκης κούνησε το κεφάλι με θλίψη. Ύστερα έβγαλε το πακέτο κι άναψε τσιγάρο, μουρμουρίζοντας: «Σκατοζωή!» Τράβηξε βαθιά ρουφηξιά κι άφησε το μάτι του να πλανηθεί πιο κάτω στην στήλη:

ΤΑ  ΘΕΑΤΡΑ 

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗ. «Αγάπη μες στη φτώχεια».

ΜΑΡΙΚΑΣ. «Ο Ρουμπής, η Κουμπή και τα κουμπιά» (σήμερον πρώτη).

ΜΑΝΤΡΑ ΑΤΤΙΚ (Δελφοί) Διαγωνισμός παχυσαρκίας.

Στο κινηματογραφικό μενού δεν έριξε δεύτερη ματιά. Ήξερε τα έργα σχεδόν απ’ έξω, τα είχε δει όλα: «ΕΣΠΕΡΟΣ, “Στο καμπαρέ των ονείρων”. ΟΥΦΑ (Κυβέλης), “Κάστα Ντίβα”. ΕΛΛΑΣ, “Εχθρός της κοινωνίας”» κ.λπ. κ.λπ. Έσβησε το τσιγάρο, πιέζοντάς το με δύναμη στο τασάκι, και κοίταξε στ’ αθλητικά:

ΜΙΑ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ  ΤΟΥ  ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΟΥ  ΒΕΡΓΙΝΗ 

Το αληθινό Ολυμπιακό πνεύμα το εκπροσωπεί σήμερα η λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης. Στη Χιτλερική Ολυμπιάδα δεν συνεχίζεται η ωραία παράδοσις των Ολυμπιακών Αγώνων. Στη φασιστική Γερμανία δεν καλλιεργείται η ιδέα της συναδελφώσεως και της ειρηνικής διαβιώσεως των Λαών. Εκεί καλλιεργείται το άγριο μίσος ενάντια στα άλλα έθνη. Τίμιοι Έλληνες πρωταθληταί, μη επιτρέψητε δια της συμμετοχής σας εις τους αγώνας του Βερολίνου, την βεβήλωσιν του Ολυμπιακού φωτός από τους δολοφόνους του γερμανικού Λαού. Ενισχύσατε με την συμμετοχήν σας την Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης. Έτσι σώζετε την τιμή της Ελλάδος, που ήταν η κοιτίς της Ολυμπιακής ιδέας και περιφρουρείτε τα ωραία ιδανικά του Αθλητισμού.

 Μετά τιμής

Ηλίας Βεργίνης

Πρωταθλητής Ελλάδος

Εκείνη ακριβώς την στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν η γραμματέας του: «Θα ήθελε να σας δει ο κύριος Αγγελόπουλος, ο αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας “Ακρόπολις”». «Να περάσει, να περάσει αμέσως δεσποινίς!» είπε και σηκώθηκε απ’ το γραφείο του για να υποδεχτεί τον εκλεκτό επισκέπτη. «Νόμιζα πως δεν υπήρχε στον χάρτη σου η Πανεπιστημίου 18Α», αστειεύτηκε βλέποντάς τον. «Μάλλον τον χάρτη τον φτιάχνει όπως θέλει ο διευθυντής μου», ανταπέδωσε το αστείο αυτός.

Αφού αντάλλαξαν χειραψία κι είπαν δυο-τρεις κουβέντες αβροφροσύνης, ο Λιδωρίκης μπήκε κατευθείαν στο θέμα: «Διάβασες σήμερα “Ελευθέρα Γνώμη”; Είδες την επιστολή του Βεργίνη;». «Μα φυσικά, αγαπητέ! Την ήξερα πριν καν δημοσιευθεί. Γνωρίζεις φαντάζομαι την προσωπική μου φιλία με τον πρωταθλητή μας». «Και θα κάνουν δική τους Ολυμπιάδα; Θα τους το επιτρέψουν οι κυβερνήσεις τους;». «Οι περισσότεροι αθλητές, Αλέκο, θα σταλούν απ’ τις εργατικές ενώσεις των χωρών τους, από σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα και αριστερούς ομίλους και όχι από κρατικές αθλητικές ομοσπονδίες». «Δηλαδή το πράγμα παίρνει πολιτικές διαστάσεις». «Έχει πάρει ήδη! Χθες αναχώρησαν για την Βαρκελώνη οι πρωταθλητές στίβου του Πανελληνίου: Φώτης Αδαμίδης…». «Ποιος; Ο εφημεριδοπώλης;». «Ε, ναι! Είναι πρωταθλητής Ελλάδος στα 800 και 1500 μέτρα. Πήγε μαζί του κι ο Βεργίνης».

«Θηρίο κι ο Βεργίνης, ε;». «Θηρίο; Δεν λες τίποτα! Σφαιροβόλος από τους λίγους! Κάτοχος του πανελληνίου ρεκόρ και βαλκανιονίκης. Δύο φορές βαλκανιονίκης, μάλιστα. Στους δοκιμαστικούς και στους κανονικούς». «Δύο, ε;» θαύμασε ο Λιδωρίκης. Ο Αγγελόπουλος δεν κρατιόνταν με τίποτα: «Μιλάμε, κατέρριψε έξι φορές την πανελλήνια επίδοση στην σφαίρα! Καταλαβαίνεις τι λέμε; Έξι φορές μέσα σε 18 μήνες! Από 12 μέτρα που ήταν η επίδοση, την έφτασε 14, 60,5». «Έξι φορές, ε;» ξαναθαύμασε σαν κουρδισμένος ο άλλος. «Θυμάσαι τι είχε γράψει στο χρονογράφημά του ο Σπύρος Μελάς στα “Νειάτα” για τον Βεργίνη;» συνέχισε ακράτητος ο Αγγελόπουλος. «Θυμάμαι ένα ωραίο κείμενο, αλλά όχι απ’ έξω». «Ε, λοιπόν, εγώ το θυμάμαι απ’ έξω!» είπε. Και σηκώθηκε όρθιος, λες και θ’ ακολουθούσε ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου, απαγγέλλοντας με φωνή αρχαίου διδάχου:

Αλλά στην πινακοθήκη των νικητών προστέθηκαν χθες δύο καινούργιες μορφές. Ο Βεργίνης και ο Πετρίδης. Τι αγάλματα εφήβων! Τι λιτή και αυστηρή χάρις! Οι γλύπται μας, όσοι έχουν οικείον το ύφος του πέμπτου αιώνος, θα μπορούσαν να διακρίνουν τους αθλητάς μας και αν έλειπαν τα εθνικά χρώματα, και αν ακόμα δεν είχαν το παραμικρότερο διακριτικό. Νέα κορμιά που ξεπηδούν από τις σκοτεινές μάζες του λαού όλων των επαρχιών για να πραγματοποιήσουν το κλασικό σχέδιο, να μας θυμίσουν από κοντά, πολύ κοντά, τα αθάνατα πρότυπα που διαυγάζουν τις αίθουσες των μουσείων μας, με το θείο χαμόγελο που τους εχάρισε το γλύφανον υπερόχων μαέστρων. Και δεν έχουν μόνον την προαιώνια σφραγίδα της ράτσας από τη σωματική πλευρά, έχουν το κλασικό ύφος, την κλασική πειθαρχία την ώρα του αγώνος, την αρχαία γαλήνη. Ο Βεργίνης είναι τύπος κλασικού αθλητού. Έχει κάτι το πρωινό η εμφάνισίς του. Είναι σαν χαραυγή. Ο μακαρίτης ο Μητσάκης, που μας έχει δώσει την περίφημη εκείνη περιγραφή του ακρωτηριασμένου κορμιού, θα τσάκιζε την πένα του στο ζωντανό χάρμα του νεαρού σφαιροβόλου…


«Πράγματι, έξοχο κείμενο!» θαύμασε ο Λιδωρίκης.

«Έξοχοι αθληταί!» συμπλήρωσε ο Αγγελόπουλος.

Έπαψαν να μιλούν, λες και κρατούσαν ενός λεπτού σιγή προς τιμήν του αθλητικού ιδεώδους, που σήμερα, περισσότερο από ποτέ, κινδύνευε ν’ αμαυρωθεί, κι ετούτα τα χωριατόπαιδα, καλούνταν να το διασώσουν. Σαν τότε, που κάποιοι έφηβοι όπως αυτοί, προσέτρεχαν απ’ τα πέρατα του ελληνικού κόσμου να στεφθούν Ολυμπιονίκες στην ιερή Άλτι, στους πρόποδες του Κρονίου λόφου, ανάμεσα στους ποταμούς Αλφειό και Κλαδέο, εκεί όπου οι αγριελιές, τα πεύκα και τα πλατάνια,  μοσχοβολούσαν ολόιδια όπως στο χωριό τους.

Ο κόσμος ένα χωριό, ένα αλώνι, μια σφαίρα στον ώμο ενός αθλητή. Κι αν ο αθλητής αυτός είναι Άτλαντας, θα ρίξει αυτήν την σφαίρα κατευθείαν στην καρδιά της φασιστικής Γερμανίας, συντρίβοντας την χιτλερική προπαγάνδα, και δείχνοντας στα πέρατα της οικουμένης πως η Ελλάδα είναι τόσο μεγάλη, που δεν χωράει σ’ ολόκληρη την Γη, όσο κι αν την στριμώχνουν στα μουσεία, χωράει όμως στην χούφτα ενός αγνού αθλητή, του Ηλία Βεργίνη!

Οι δυο δημοσιογράφοι κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν, λες και μοιράστηκαν τις ίδιες σκέψεις. Ύστερα ο Λιδωρίκης βυθίστηκε στην αναπόληση: «Θυμάμαι στους Γαλοελληνικούς Αγώνες, όταν έχασε ο Βεργίνης από τον Νοέλ. Έτρεξε και του έσφιξε το χέρι με τόση θέρμη, λες κι είχε νικήσει ο ίδιος! Το Στάδιο σείστηκε… Ο κόσμος όρθιος επευφημούσε. Κι αυτοί οι δύο τεράστιοι αθλητές αγκαλιασμένοι και χαμογελαστοί. Φοβερή σκηνή!» Ο Αγγελόπουλος, εξίσου ενθουσιασμένος, πήρε την σκυτάλη: «Γιατί, στα Παναθήναια δεν έκανε το ίδιο με τον Γερμανό Χίρσφελντ;

Μιλάμε για τον παγκόσμιο πρωταθλητή, με επίδοση 16,04. Τον  Ολυμπιονίκη στο Άμστερνταμ το 1928. Έριξε αυτός 15,46 κι ο Βεργίνης 14,10. Το ήξερες πως ο Ηλίας στην προπόνηση είχε σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ;». «Σοβαρά;». «Βέβαια! Έριξε 16,25. Είκοσι εκατοστά πάνω απ’ την παγκόσμια επίδοση! Δεν μέτρησε, όμως, γιατί ήταν ανεπίσημο». «Πω, πω! Φοβερό!». «Και σεμνό παιδί, πολύ σεμνό! Έξι φορές πέταξε την σφαίρα προχθές στους αγώνες κι είναι ζήτημα αν τον είδαν έξι άνθρωποι στην φάτσα. Βιαστικά-βιαστικά, σαν να τον κυνηγούσαν, άρπαξε την σφαίρα, μια βαθιά εισπνοή, μια εκτίναξη κι όλα είχαν τελειώσει… μαζί με το παλιό πανελλήνιο ρεκόρ. Είναι ο βιαστικότερος αθλητής μας, ακόμα και στην επιτυχία θριάμβων. Βιάζεται, διαρκώς βιάζεται να μας παρουσιάζεται και καλύτερος. Και επιτυγχάνει γιατί προπαντός ξέρει να βιάζεται, όπως λέγουν όσοι τον παρακολουθούν στις προπονήσεις του».  «Εκπληκτικό!». «Αυτό που είπα; Δεν είναι δικό μου. Το έγραψε τον Νοέμβρη του 1929 η εφημερίδα “Όλα τα Σπόρ”. To θυμάμαι απ’ έξω». «Έχεις μνήμη ελέφαντα!». «Αθλητικός συντάκτης είμαι… Να ξεχάσω την δουλειά μου;». «Ο Βεργίνης ρίχνει  και δίσκο. Σωστά;». «Σωστά!». «Να, που κάτι θυμόμαστε κι εμείς…». «Στην Λωζάνη έριξε 41,39. Αλλά ήταν καλός και στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς, και στο άλμα εις ύψος, και στα 100 μέτρα, και στα 110 μετ’ εμποδίων!

Πρόκειται για ολοκληρωμένο αθλητή. Αν πήγαινε στο Βερολίνο, θα ήταν μέσα στα μετάλλια. Κι όμως, προτίμησε να πάει στην Βαρκελώνη. Καταλαβαίνεις για τι άτομο μιλάμε!». «Εσύ πώς κι έμεινες πίσω; Δεν θα σε στείλει η “Ακρόπολη”;» απόρησε ο Λιδωρίκης. «Μα τι λες, τώρα; Είναι δυνατόν να μείνω εγώ εδώ; Θα πήγαινα και κολυμπώντας, που λέει ο λόγος. Φεύγω στις 17 του μηνός μαζί με τους υπόλοιπους:   Μαυραπόστολο, Σταυρινό, Νίτσα, Ζώγα…». «Του στίβου δεν είναι αυτοί;». «Ναι, θα είναι μαζί και της κολύμβησης». «Άσε, μην πεις. Θα μαντέψω:  Κουραχάνης, Βεργόπουλος, Δουνάκης;». «Μέσα είσαι! Έχουμε και Μητρόπουλο, Παπαδάκη απ’ την πάλη και συμπληρώσαμε». Ο Αγγελόπουλος σηκώθηκε. Ο Λιδωρίκης άπλωσε το χέρι. «Καλό ταξίδι! Καλή επιτυχία και καλή επάνοδο από την Ισπανία!». «Ευχαριστώ! Ευχαριστούμε, όλοι δηλαδή».

*

Το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ακριβώς με την έναρξη των αγώνων, ματαίωσε την πραγματοποίησή τους. Μερικοί αθλητές δεν έφτασαν καν, αφού τα σύνορα έκλεισαν, ενώ όσοι βρίσκονταν στην πόλη για την έναρξη προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο φυγής…   

Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου του 1936 έγινε στην Αρχαία Ολυμπία, για πρώτη φορά στην Ιστορία, η αφή της φλόγας από την πρωθιέρεια Κούλα Πράτσικα, πρωτοπόρο του κλασικού χορού στην Ελλάδα. Πρώτος λαμπαδηδρόμος ήταν ο Έλληνας διπλωμάτης Κωνσταντίνος Κονδύλης, ο οποίος αργότερα αποτυπώθηκε στο κάλυμμα ενός κουτιού σπίρτων που κυκλοφόρησε μια εταιρία…

Η λαμπαδηδρομία ξεκίνησε από την Αρχαία Ολυμπία, για να φτάσει την επομένη στην Αθήνα και να την υποδεχθούν πάνω από 50.000 κόσμου στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Την άλλη μέρα η φλόγα ταξίδεψε για τους Δελφούς, και κατόπιν ειδικής τελετής, αφού πέρασε από την Λάρισα, έφτασε στην Θεσσαλονίκη στις 24 Ιουλίου 1936. Στην συνέχεια, μέσω Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ουγγαρίας, Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας, κατέληξε στις 31 Ιουλίου 1936 στην Γερμανία.

Η τελετή έναρξης των αγώνων έγινε στις 1 Αυγούστου 1936, στις 4 το απόγευμα και κράτησε 2 ώρες, μπροστά σε 120.000 θεατές. Η τελετή ξεκίνησε με την ανάρτηση των σημαιών των 49 συμμετεχόντων χωρών και στην συνέχεια άρχισε η παρέλαση των 3.963 αθλητών.

Η Ελλάδα εισήλθε πρώτη, όπως είχε καθιερωθεί από την Ολυμπιάδα του 1928 στο Άμστερνταμ. Σημαιοφόρος ήταν ο Ιωάννης Σεραϊδάρης, πρωταθλητής της σφαιροβολίας, που είχε γεννηθεί στην… Φινλανδία! Αμέσως μετά ακολουθούσε ο Ολυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος το 1896, Σπύρος Λούης, ντυμένος τσολιάς, επίσημος προσκεκλημένος των Γερμανών για τους αγώνες. Ο Λούης γνώρισε αποθεωτική υποδοχή από τους Γερμανούς. Οι Έλληνες αθλητές, όπως και πολλοί άλλοι, χαιρέτισαν φασιστικά.

Ο Χίτλερ, που βρισκόνταν στο κέντρο της εξέδρας των επισήμων, ζήτησε να γνωρίσει από κοντά τον Λούη, και μόλις τέλειωσε η παρέλαση έγινε η συνάντηση. Ο δικτάτορας του Γ΄ Ράιχ κατέβηκε στον στίβο, συνοδεία των υπασπιστών του, και παρουσία διερμηνέα συνομίλησε με τον Ολυμπιονίκη του μαραθωνίου δρόμου του 1896. Ο Χίτλερ πρόσφερε κάποιο δώρο στον Λούη, κι εκείνος ανταπέδωσε μ’ ένα κλωνάρι ελιάς, που του είχε πασάρει μέλος της ελληνικής αποστολής.

Και τότε, πάνω στην μεγαφωνική ανακοίνωση ότι ο αρχηγός του Γ΄ Ράιχ συνομιλεί με τον θρυλικό Έλληνα Ολυμπιονίκη, ο απλοϊκός Μαρουσιώτης έφερε σε δύσκολη θέση τον διερμηνέα, όταν ρώτησε: «Πώς είσαστε, κυρ Χίτλερ μου, τι κάνει η οικογένεια;» Ο Έλληνας πρεσβευτής κόντεψε να πάθει συγκοπή, αλλά ο Αδόλφος αποχαιρέτησε τον παλιό νερουλά με θερμή χειραψία.

Μετά τις ολιγόλεπτες ομιλίες του Κουμπερτέν και του Λέβαντ, Προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής, ακολούθησε η κήρυξη της έναρξης των αγώνων από τον Χίτλερ.

*

ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ, 1944

Η πρώτη αχτίδα έχει λογχίσει τα σκοτάδια εδώ και ώρα. Οι μέλισσες ρουφούν το νέκταρ από κάτι λουλούδια, που πάτησαν οι βαριές μπότες των Γερμανών κι έχουν γείρει σαν να ξεψυχούν. Δυο χελιδόνια σ’ ένα σύρμα κρατούν στα ράμφη κουνουπάκια να ταΐσουν τα μικρά τους – τα ψίχουλα τα μάζεψαν οι άνθρωποι…

Συνήθως οι εκτελέσεις γίνονται πριν το χάραμα. Έχουν αργήσει. Ο ήλιος ανεβαίνει… Ο αξιωματικός βιάζεται. Διατάζει «επί σκοπόν». Οι κάνες αστράφτουν. Στον τοίχο οι σκιές θεόρατα κυπαρίσσια. Ο Γερμανός σηκώνει το χέρι. Οι στρατιώτες προσηλώνουν τα μάτια…

Τότε ένας πατριώτης κάνει μισό βήμα μπροστά, και με στεντόρεια φωνή ψάλλει τον Εθνικό ύμνο. Τον ακολουθούν κι άλλοι. Ο αξιωματικός δεν λέει να κατεβάσει το χέρι λέγοντας «πυρ». Και διατάζει «παρά πόδα».

Τα όπλα στοιχίζονται πλάι των μηρών σαν σκελετωμένα παιδιά στο φουστάνι της μάνας τους. Οι σκοτεινές κάνες, μάτια μαυρισμένα απ’ την πείνα του θανάτου.

Ο ήλιος έχει προβάλει για τα καλά, τα κράνη γυαλίζουν σαν φωτοστέφανα. Ο Εθνικός Ύμνος μισοτελειωμένος… Όλοι κοιτάζουν αμήχανοι. Ο Γερμανός αξιωματικός βγάζει απ’ την τσέπη του σακακιού του ένα χαρτί. Είναι η λίστα των ονομάτων. Σκύβει και διαβάζει. Κατόπιν πλησιάζει τους υπό εκτέλεση πατριώτες. Σταματάει στην μέση της διαδρομής και λέει με φωνή πεντακάθαρη σε άπταιστα ελληνικά:  «Εσύ, που άρχισες πρώτος να τραγουδάς τον Ύμνο, πλησίασε!» Ο πατριώτης, με βήμα αργό και σταθερό, πλησιάζει. Στέκει ακριβώς μπροστά στον Γερμανό και τον κοιτάζει κατάματα. Ο αξιωματικός τον ρωτάει: «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;». «Είσ’ εχθρός της πατρίδας μου!» Ο άλλος χαμογελάει. Και το χαμόγελο προσδίνει στο τετράγωνο πρόσωπό του μιαν ανεπαίσθητη έκφραση θλίψης. Ειδικά όταν λέει: «Ξέρεις πολλούς εχθρούς της πατρίδας σου που να μιλούν τόσο καλά την γλώσσα της;». «Ξέρω! Τους κουκουλοφόρους, τους πράκτορες, τους καταδότες…» Ο Γερμανός αδυνατεί να κρύψει μια φευγαλέα λάμψη θαυμασμού, που περνάει απ’ τα γαλανά μάτια του, σαν γυαλιστερή ράχη δελφινιού πριν ξαναβυθιστεί στα κύματα.

Με μιαν απότομη κίνηση βγάζει το καπέλο του, και τροποποιεί την αρχική ερώτηση: «Δεν ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;». «Γιατί, μήπως ξέρεις εσύ εμένα;» απαντάει μ’ έναν τόνο ειρωνείας τώρα ο πατριώτης. «Είσαι ο… Ηλίας Βεργίνης, ο σφαιροβόλος!». Ο Έλληνας γουρλώνει τα μάτια και κοιτάζει με το στόμα ορθάνοιχτο… Στο τέλος καταφέρνει να ψελλίσει:  «Ποιος… ποιος είσαι;» Ο Γερμανός βγάζει τα μαύρα γυαλιά του. «Λέγομαι  Emil Hirschfeld. Αιμίλιος Χίρσφελντ, όπως θα με λέγατε στην γλώσσα σας. Διαγωνιστήκαμε στην σφαίρα στα Παναθήναια το 1930. Μου έδωσες συγχαρητήρια για την νίκη μου. Κι ήσουν, θυμάμαι, τόσο χαρούμενος, που νόμισα πως ο ηττημένος ήμουν εγώ!» Ο Βεργίνης απλώνει το χέρι. Ο Χίρσφελντ το σφίγγει εγκάρδια.

Και τότε, ιαχές πλημμυρίζουν τον αέρα…

Γερμανοί, στολές, Καισαριανή, εξαφανίζονται…

Στην μέση του κατάμεστου Παναθηναϊκού Σταδίου, τώρα, δυο νέα παιδιά, δυο τεράστιοι αθλητές κάνουν χειραψία με την αιωνιότητα.

Ύστερα όλα χάνονται…

Ο τοίχος των εκτελέσεων, τα ρούχα, τα σιρίτια, τα όπλα με τις σκοτεινές κάνες, σαν στόματα πεινασμένα για θάνατο,  επιστρέφουν και τους χωρίζουν.

Ο αξιωματικός παίρνει βαθιά ανάσα. Μιλάει αποφασιστικά: «Μπορώ να σε σώσω, Ηλία! Δεν υπάρχει λόγος να πεθάνεις εσύ». Εκείνος χαμογελάει. «Θες να πεις πως υπάρχει λόγος να πεθάνουν αυτοί;» λέει, δείχνοντας τους υπόλοιπους πατριώτες.  «Δεν μπορώ να τους σώσω όλους, κατάλαβέ με», απολογείται ο Γερμανός. «Δεν μπορώ να ζήσω εγώ και να πεθάνουν αυτοί, κατάλαβέ με», απαντά ο Βεργίνης. «Είναι κι άλλοι πάνω από  μένα, Ηλία, δεν δύναμαι…» Το ελληνόπουλο του κάνει νόημα να σωπάσει. «Είναι κι άλλοι πάνω από μένα, Έμιλ, δεν δύναμαι να τους αγνοήσω κι εγώ. Αιωρούνται γύρω μας, τους βλέπεις; Μου δίνουν προσταγές, τους ακούς; Είν’ εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια νεκροί!» Ο Γερμανός ανατριχιάζει σύγκορμος. Κι ασυναίσθητα σηκώνει το βλέμμα ψηλά, λες και βλέπει τις λεγεώνες των πεθαμένων να εφορμούν απ’ τα σύννεφα. «Το καθήκον μου, όμως…» ψελλίζει. Ο Βεργίνης τον διακόπτει: «Κάμε εσύ το καθήκον σου, να κάμω κι εγώ το δικό μου. Είσαι σπουδαίος αθλητής, σε θαυμάζω! Τώρα, όμως, είμαστε πάλι αντίπαλοι και πρέπει ν’ αγωνιστούμε…». «Δεν είναι αγώνας, Ηλία, είναι πόλεμος! Αν χάσεις σήμερα, δεν θα ξαναγωνιστείς ποτέ!». «Αν σώσω τον εαυτό μου, θα έχω προδώσει αυτούς! Θα ήθελες γι’ αντίπαλο έναν προδότη, Emil;» Ο Γερμανός αξιωματικός βηματίζει νευρικά πάνω-κάτω. Ένας λοχίας κάτι πάει να πει. Του κόβει την φόρα μ’ ένα νεύμα. Ξαφνικά, σταματάει. Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα χαρτί και το σκίζει.  «Χωρίς εντολή εκτέλεσης, εκτέλεση δεν υπάρχει!» φωνάζει δυνατά στα γερμανικά. «Ανεβάστε τους γρήγορα στο φορτηγό, γυρίζουμε πίσω!

*

Ο Ηλίας Βεργίνης πηγαινοέρχεται στο κελί όπως το φυλακισμένο αγρίμι. Τον χώρισαν απ’ τους υπόλοιπους σαν τραγί πριν την σφαγή, μόνον που υποψιάζεται – και παρανοεί στην σκέψη αυτή – πως η σφαγή δεν είναι για κείνον. «Να δεις που θα εκτελέσουν τους άλλους και θα γλιτώσω εγώ», λέει από μέσα του κι ανατριχιάζει…

Η αγωνία του δεν βαστάει πολύ. Θόρυβος ακούγεται απ’ έξω κι η πόρτα ανοίγει. Είναι ο Γερμανός φρουρός του. Τον οδηγεί στο επάνω πάτωμα. Βρίσκεται μπροστά σ’ έναν άγνωστο αξιωματικό των Ες-Ες. Του κάνει νόημα να καθίσει. Σε λίγο φτάνει κι ο διερμηνέας. «Κύριε Βεργίνη, είστε ελεύθερος!». «Κι οι υπόλοιποι πού είναι; Τους εκτελέσατε;». «Δεν είμαι υποχρεωμένος να απαντώ στις ερωτήσεις σας. Πάρτε τα χαρτιά σας και πηγαίνετε, παρακαλώ!». «Θέλω να δω τον αξιωματικό Emil Hirschfeld. Έχω δικαίωμα να ξέρω…». «Δεν υπάρχει εδώ αξιωματικός με τέτοιο όνομα. Πηγαίνετε, κύριε!» Ο Βεργίνης σηκώνεται και κάνει μερικά βήματα τρεκλίζοντας. Το δωμάτιο γυρίζει, τ’ αυτιά του βουίζουν, τα μάτια του θολώνουν…

Όταν συνήλθε και κοίταξε γύρω του, βρίσκονταν σ’ ένα άγνωστο μέρος. Έμοιαζε με θάλαμο νοσοκομείου. Ένιωσε να πνίγεται, και βήχας συγκλόνισε το στήθος του. Έσκυψε το κεφάλι στο σεντόνι. Σηκώνοντάς το, άφησε πάνω στο λευκό ύφασμα έναν λεκέ από αίμα… Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μπήκε μια νοσοκόμα. Τον κοίταξε με συμπάθεια και χαμογέλασε.

«Πού βρίσκομαι;» την ρώτησε ξεψυχισμένα. «Μην φοβάστε, είστε στην Σωτηρία!». «Στο σανατόριο;». «Ναι, είστε ασφαλής εδώ…». «Ποιος μ’ έφερε;». «Μα, οι δικοί σας…». «Δικοί μου οι Γερμανοί;». «Ποιοι Γερμανοί;». «Των Ες-Ες!» Η νοσοκόμα πλησίασε κι ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό του. «Έχετε λίγο πυρετό ακόμα. Παραμιλούσατε πριν λίγο…». «Δηλαδή… Έβλεπα εφιάλτη;». «Μην ανησυχείτε, η κατάστασή σας μέρα με την μέρα καλυτερεύει». «Η φυματίωση δεν γιατρεύεται, κορίτσι μου…». «Οι γιατροί είναι αισιόδοξοι. Όλα θα πάνε καλά. Θα δείτε», είπε η κοπέλα, και βγήκε απ’ τον θάλαμο χαμογελώντας όπως μπήκε.

*

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Ιστοσελίδα «eksegersi.gr»:

Ο Ηλίας Βεργίνης την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση, και κατά τη διάρκεια νοσηλείας του στο νοσοκομείο τον συνέλαβαν τσολιάδες ταγματασφαλίτες σαν πρωταίτιο των κινητοποιήσεων των ασθενών. Λίγο πριν τον παραδώσουν στην Γκεστάπο, απελευθερώθηκε από τέσσερις νεολαίους κομμουνιστές, που μπήκαν στο στρατόπεδο που ήταν κρατούμενος ντυμένοι τσολιάδες.

Συνέχισε τον αγώνα στην πρώτη γραμμή, συνελήφθη ξανά από τους ταγματασφαλίτες και γλίτωσε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή, αφού «απήχθη» και απελευθερώθηκε από έναν γνωστό του λοχία.

Για την συμμετοχή του στους λαϊκούς αγώνες «ανταμείφθηκε» από το αστικό κράτος με ποικίλες διώξεις και εξορία στην Ικαρία, από όπου και απολύθηκε λόγω ανήκεστης βλάβης, εξαιτίας της φυματίωσης. Πέθανε το 1973 κατά την διάρκεια της χούντας.

Το παράδειγμα του Ηλία Βεργίνη, που συνδύασε την αθλητική του δράση με την συμμετοχή στους λαϊκούς και ταξικούς αγώνες, βοηθάει να αποδομηθεί  το δόγμα του No politica, που προσπαθούν να επιβάλλουν στον αθλητισμό, για να τον αποστειρώσουν από την κοινωνική του διάσταση και να τον μετατρέψουν σε σκέτη μπίζνα.

21 ΙΟΥΛΙΟΥ 1996, ΚΥΡΙΑΚΗ, ΩΡΑ 10:45

Περιοδικό «Νήρικος», τεύχος 27

  

Ο χώρος γύρω απ’ το μνημείο ασφυκτικά γεμάτος. Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο επίσημοι και πλήθος κόσμου περιμένουν ν’ αποκαλυφθεί η σκεπασμένη με την γαλανόλευκη προτομή του Ηλία Βεργίνη. Παρών ο δήμαρχος, ο εκπρόσωπος του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης, παρόντα μέλη της οικογένειας του εκλιπόντος, παρόν το Κοινοτικό Συμβούλιο, το Συμβούλιο του Πολιτιστικού συλλόγου Τσουκαλάδων, πανεπιστημιακοί, πολιτευτές, η Φιλαρμονική του Δήμου Λευκάδας, το Studio Lefkatas, για την μαγνητοφώνηση της τελετής. Παρούσα και η Τροχαία, για την ρύθμιση της κίνησης των διερχόμενων τροχοφόρων… 

Κατόπιν μεγαλόστομων, κάποτε εμβριθών κι ενίοτε συγκινητικών ομιλιών, ο τοπικός λαϊκός ποιητής, κορωνίς της εκδηλώσεως,  απαγγέλλει  το ειδικά γραμμένο για την τελετή στιχούργημα, μέρος του οποίου εκ μνήμης παρατίθεται:

Χαίρε Νησί των αθλητών,

Λευκάς των οραμάτων,

των ποιητών, των αγροτών,

της τέχνης, των γραμμάτων.

 

Χαίρε και πάλι, Ηλία μας,

πολυαγαπημένε,

που τα πουλάκια, ως κι αυτά,

σαν κελαηδούν το λένε:

 

Ποιος είν’ αυτός ο μορφονιός

που στέκει εκεί στο διάβα

και μας κοιτάζει γελαστός

με τόση ομορφάδα;

 

Είναι εκειός που οι Γερμανοί

μ’ άλλους τον είχαν φέρει

στον τοίχο της Καισαριανής

θυσία να προσφέρει.

 

Είναι αυτός που απάντησε

σωστά κι αντρειωμένα:

«Ή όλους απολύστε τους

ή σκοτώστε με κι εμένα…»

Μετά το πέρας της τελετής, κάτοικοι του χωριού ασπάσθηκαν την ενεπίγραφη πλάκα της προτομής και γυναίκες κατέθεσαν λουλούδια.

Δεκαεπτά ημέρες αργότερα (7 Αυγούστου) ο Νομάρχης Λευκάδας απέστειλε στον Πρόεδρο της Κοινότητας το ακόλουθο έγγραφο:

Αγαπητέ Πρόεδρε

Θέλω να εκφράσω την λύπη μου, που δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή σας και να παραστώ στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ηλία Βεργίνη λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων…   

Παρελθόντος του Σεπτεμβρίου, σημειώθηκαν ισχυρές βροχοπτώσεις κι ο απαστράπτων μπρούντζος της προτομής ξεθώριασε. Με την νέα χρονιά ξεθώριασαν και τα γράμματα της πλάκας. Μπορούσες, όμως, ακόμα να διαβάσεις την επιγραφή:

ΗΛΙΑΣ  ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΣΦΑΙΡΟΒΟΛΟΣ

ΒΑΛΚΑΝΙΟΝΙΚΗΣ

ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ  ΕΛΛΑΔΟΣ

1908 – 1973       

Κάποια που δεν μπορούσες να διαβάσεις πουθενά, γράφτηκαν εδώ πέρα. Ώσπου να ξεθωριάσουν κι αυτά, όπως ξεθωριάζει κάθε τι, προτού σβηστεί, σ’ αυτήν την σφαίρα.

 

Δημήτρης Ε. Σολδάτος

«Λευκαδίτικα διηγήματα»

Δεύτερη έκδοση, 2017

Fagottobooks

_____________________

Οι φωτογραφίες και τ’ αποκόμματα των εφημερίδων θησαυρίστηκαν απ’ το Αρχείο της Χαραμογλείου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης.