Ένας σύγχρονος διηγηματογράφος

του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ
~ . ~
Δημήτρης Ε. Σολδάτος,
Λευκαδίτικα διηγήματα,
Fagottobooks, α΄ έκδοση 2016,
β΄ έκδοση εμπλουτισμένη 2017

Όταν ο νεαρός ποιητής Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ εκθέτει αδρομερώς την υπόθεση του παρθενικού του μυθιστορήματος στον εκδότη Ντογκερό, ο τελευταίος, με εμφανέστατα ευμενή διάθεση, τού λέει ότι θα διαβάσει το χειρόγραφο, και αν είναι καλό, προτίθεται άμεσα να το εκδώσει. Ο ταλαντούχος πλην άπειρος Λυσιέν, συνεχίζει ο Μπαλζάκ στις Χαμένες ψευδαισθήσεις, βλέποντάς τον τόσο ευπροσήγορο, έχει τη μοιραία ιδέα να παρουσιάσει στον εκδότη και το χειρόγραφο μιας ποιητικής συλλογής. Η στάση του Ντογκερό αλλάζει άρδην και, αφού του επιστρέφει αμέσως το χειρόγραφο, δηλώνει ορθά κοφτά: «Ώστε είστε ποιητής· δεν το θέλω πια το μυθιστόρημά σας. Οι ριμαδόροι την πατάνε όταν καταπιάνονται με την πρόζα. Στην πρόζα, δεν έχει φιοριτούρες, πρέπει οπωσδήποτε να πεις κάτι».[i]

Ο τρομερός Γάλλος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, σε λίγες μόλις γραμμές και με καυστικότατο χιούμορ, ειδοποιεί τον σύγχρονο αναγνώστη πως η ακατάσχετη λογόρροια που θέλει να περάσει για ποίηση, όσο κι αν γιγαντώθηκε στις μέρες μας, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της μεταμοντέρνας καλούμενης συνθήκης.

Το χαριτωμένο αυτό επεισόδιο όμως υποδηλώνει και κάτι άλλο, και είναι αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση. Τόσο η ποίηση όσο και η πρόζα, μολονότι αμφότερες εκφάνσεις του λόγου στην έντεχνή του μορφή, ως είδη, υπό την ευρεία έννοια, παραμένουν σαφώς διακριτά και ως τέτοια διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Συνεπώς, μπορεί κανείς να είναι ικανότατος ποιητής αλλά να αποτυγχάνει οικτρά όταν δοκιμάζει να καταπιαστεί με την πρόζα. Ό,τι είναι καλό, δηλαδή λειτουργικό, για την ποίηση, δεν σημαίνει ότι μπορεί να είναι καλό και για την πεζογραφία. Ασφαλώς ισχύει και το αντίστροφο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων λοιπόν, φαίνεται πως μια αόρατη γραμμή χωρίζει τους πεζογράφους από τη μια μεριά και τους ποιητές από την άλλη.

Την άτυπη ετούτη διαίρεση μάλλον ενισχύουν και ορισμένες αντιλήψεις που γνωρίζουν αρκετή διάδοση μεταξύ της λογοτεχνικής συντεχνίας. Πολύ συχνά, αν κάποιος έχει ξεκινήσει το στάδιό του ως ποιητής και αργότερα αποπειραθεί να μεταπηδήσει στην πεζογραφία ή αν πάλι έχει γίνει γνωστός ως πεζογράφος και δοκιμάσει σε δεύτερο χρόνο να μετέλθει τους τρόπους της ποίησης, θα αντιμετωπίσει κατά πάσα πιθανότητα την επιφυλακτικότητα, αν όχι την καχυποψία, όσων σταδιοδρομούν εδώ και χρόνια στον πεζό ή στον ποιητικό λόγο αντίστοιχα. Δεν αποκλείεται μάλιστα η νέα συγγραφική απόπειρα να εκληφθεί ακόμα και ως θρασύτατη εισβολή σε ξένα χωράφια.

Ευτυχώς όμως τόσο η πεζογραφία όσο και η ποίηση δεν είναι κτήμα κανενός. Οι όποιες άτυπες διαχωριστικές γραμμές χαράσσονται από τους περιορισμούς που αυτοβούλως επιβάλλει κάθε συνειδητός δημιουργός στον εαυτό του δουλεύοντας πάντα κατά την κλίση του. Όποιος αποφασίζει να γράψει επιδίδεται πάντα στο πεδίο που νιώθει πιο πρόσφορο, σε αυτό δηλαδή όπου νιώθει τις δυνάμεις του πιο πλήρεις στον αγώνα του με τα πράγματα και τις λέξεις.

Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα θέσφατο που να απαγορεύει στους ποιητές να πεζογραφούν και στους πεζογράφους να στιχουργούν και μάλιστα με αξιοσημείωτες επιδόσεις ενίοτε και στα δύο αυτά πεδία. Η ιστορία της λογοτεχνίας, εγχώριας και αλλοδαπής, έχει να επιδείξει πολλές και σημαίνουσες εξαιρέσεις. Ο Ουγκώ και ο Γκαίτε ή ο Πόε και ο Πούσκιν από τους παλαιότερους, ο Λώρενς, ο Παστερνάκ, ο Τσβάιχ, ο Μπόρχες, ο Γκρέιβς από τους νεότερους και στα καθ’ ημάς ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης αλλά και εντελώς πρόσφατα ο Αργύρης Χιόνης και ο Μάνος Ελευθερίου, αποτελούν όλοι τους χαρακτηριστικές περιπτώσεις συγγραφέων που έγραψαν ποίηση και πρόζαεξίσου επιτυχώς. Αυτά εντελώς ενδεικτικά και περιοριζόμενοι αυστηρά στη μυθοπλασία. Αν θελήσουμε φέρ’ ειπείν να επεκταθούμε στη δοκιμιογραφία, εκεί η πληθύς των παραδειγμάτων είναι ακόμα μεγαλύτερη.

* * *

Στη χορεία των πεζογραφούντων ποιητών έρχεται πλέον να προστεθεί πανηγυρικώς και ο Δημήτρης Σολδάτος με το βιβλίο του Λευκαδίτικα διηγήματα. Κι αν στην αρχή του παρόντος μνημονεύσαμε τον Μπαλζάκ, είναι για να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη ομολογουμένως έκπληξη που δοκιμάσαμε παίρνοντας στα χέρια το πιο πρόσφατο έργο του. Περιμέναμε ένα ακόμη βιβλίο με ποιήματα· αντ’ αυτού, βρεθήκαμε να κρατάμε μια ογκώδη συλλογή διηγημάτων. Την όποια επιφυλακτικότητα διέλυσε αμέσως η επί τροχάδην ανάγνωση τριών τεσσάρων σελίδων, για να παραχωρήσει ύστερα από λίγο οριστικά τη θέση της στην ακράδαντη πεποίθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός γνήσιου πεζογραφικού ταλέντου πρώτης τάξεως.

sol1Στους παροικούντες τη λογοτεχνική μας Ιερουσαλήμ ο Δημήτρης Σολδάτος δεν θα πρέπει να είναι άγνωστος. Ποιητής από τους πλέον αξιόλογους, διαθέτοντας φωνή διακριτή και έργο διόλου ευκαταφρόνητο σε έκταση, έχει χαράξει και εξακολουθεί να χαράζει τον δικό του δρόμο. Χαρακτηριστική ευθυβολία στην έκφραση και διαύγεια στα νοήματα τον ξεχωρίζουν μέσα στη δεσπόζουσα ασάφεια και αοριστία που ταυτίζεται με μεγάλη μερίδα της σύγχρονης στιχοποιίας. Γράφοντας τόσο σε ισόμετρο όσο και σε ελευθερωμένο στίχο, διακονώντας το σονέτο, το λιανοτράγουδο, τη σάτιρα, το βραχύ λυρικό αλλά και το συνθετικό ποίημα, εμπνεόμενος τόσο από την προσωπική του περιπέτεια όσο και από περιστατικά της σύγχρονης συλλογικής ζωής, έχει να επιδείξει επιδόσεις ζηλευτές, αρδεύοντας την πολυδύναμη ποίησή του από τον διπλό κρουνό της παράδοσης και της ζωής.

Για τον ποιητή, ωστόσο, ίσως μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα μιαν άλλη φορά. Θέμα μας εν προκειμένω είναι ο διηγηματογράφος και μόνον. Διότι, και τούτο πρέπει αρκούντως να τονιστεί, ο Δημήτρης Σολδάτος αποδεικνύεται –με την πρώτη του αυτή συμβολή στο είδος, όμως πόσο πλούσια και από άποψη ποσού και από άποψη ποιού– διηγηματογράφος καθαρόαιμος.

Το βιβλίο του δεν είναι απλώς πάρεργο, ξεκούραση από την τέχνη της στιχουργίας, αλλά έργο, με όλο το βάρος και τη σημασία της λέξης, που όχι απλώς στέκεται πανάξια δίπλα στο προγενέστερο έργο του το ποιητικό παρά αξιώνει να προσπελαστεί και να κριθεί απολύτως αυτοτελώς. Επιγραμματικά διατυπωμένο, τα Λευκαδίτικα διηγήματα δεν είναι διηγήματα ποιητή αλλά διηγήματα διηγηματογράφου.

Σύντομη πλην αναγκαία παρένθεση. Τις τελευταίες δεκαετίες σύνηθες φαινόμενο αποτελεί η δημοσίευση μεγάλου αριθμού κειμένων τα οποία δεν έχουν σαφή χαρακτήρα: πεζά που ποιητικίζουν και ποιήματα που πεζοφέρνουν βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της λογοτεχνικής παραγωγής. Η κυρίαρχη δε εντύπωση που προξενούν είναι ότι οι συγγραφείς τους ακροβατούν ανάμεσα σε δύο βάρκες για να πνιγούν εντέλει στα αβαθή της αοριστίας και του διαρκούς πηγαινέλα μεταξύ ποιητικού και πεζού λόγου. Κι αν η εν λόγω συγγραφική αντίληψη έχει να επιδείξει ενίοτε ενδιαφέροντα αποτελέσματα εκβάλλοντας σε ένα είδος «μικτόν αλλά νόμιμον», κατά την περίφημη σολωμική ρήση, στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, απλώς θυμίζουν τραγέλαφο, προδίδοντας την αδυναμία του εκάστοτε συγγραφέα να υπηρετήσει με συνέπεια τόσο την ποίηση όσο και την πρόζα.

Για όσους έχουν κουραστεί από ανάλογες συγγραφικές πρακτικές που, ενώ επιδιώκουν προγραμματικά την πρωτοτυπία, δημιουργούν συλλήβδην την αίσθηση του χιλιοειπωμένου, θα είναι διπλή η χαρά της ανακάλυψης ενός βιβλίου που δεν πάει να παραστήσει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Στο έργο αυτό του Δημήτρη Σολδάτου όχι μόνο δεν σημειώνουμε την καταφυγή σε πολυχρησιμοποιημένα πλέον συγγραφικά τερτίπια για να αναπληρωθούν ή απλώς να καλυφθούν τεχνηέντως αδυναμίες στην τέχνη της αφήγησης αλλά και δεν διακρίνουμε την παραμικρή αμηχανία μπροστά στη μορφή. Το χέρι του συγγραφέα είναι εξαιρετικά σίγουρο και το έργο του πεισματικά άρτιο, σε ευθεία αντίθεση με τον θλιβερό κανόνα που θέλει, στις περισσότερες περιπτώσεις,  αυτό που μας λανσάρεται ως διήγημα να είναι απλώς το σχεδιάγραμμα ενός ξεφουσκωμένου μυθιστορήματος ή αντιστρόφως το παραφουσκωμένο σκαρίφημά του. Ο Δημήτρης Σολδάτος –κι αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη σπάνιας καλλιτεχνικής τιμιότητας– μάς έδωσε αυτό ακριβώς που δηλοί και ο τίτλος του βιβλίου του: ακραιφνή, ακραιφνέστατα μάλιστα, διηγήματα.

Καθώς όμως του ουσιαστικού προτάσσεται το επίθετο λευκαδίτικα, αναγκαία κρίνεται μία ακόμη διασάφηση. Ο αναγνώστης ας μην σπεύσει να εικάσει πως πρόκειται περί όψιμης αναβίωσης της ηθογραφίας του προπερασμένου και των αρχών του περασμένου αιώνα. Ο Δημήτρης Σολδάτος δεν ηθογραφεί, ποιεί μύθους. Σκοπός του δεν είναι η γραφική απεικόνιση της λευκαδίτικης επαρχίας, των ηθών και των εθίμων μιας ζωής αγροτικής που έχει οριστικά και ανέκκλητα παρέλθει, αλλά η εξεικόνιση του διαχρονικά ανθρώπινου· η διαύγασή του από πολλές και διάφορες γωνίες, με όλα τα πάθη και τα πένθη που εγκλείει. Τα ηθογραφικά στοιχεία ασφαλώς και δεν λείπουν, αλλά η χρήση τους γίνεται με εξαιρετική σύνεση και φειδώ. Αποτελούν και αυτά οργανικά στοιχεία της αφήγησης και περισσότερο από το να συντελούν στη δημιουργία μιας κάποιας ατμόσφαιρας συντείνουν κατά τον βαθμό που τους αναλογεί στην εξέλιξη του μύθου.

Γιατί αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τα εν λόγω διηγήματα είναι η συνεχής και απρόσκοπτη κίνηση που ζωογονείται από μιαν αλάθευτη αίσθηση του palialefkada4ρυθμού, πολύτιμη κατάκτηση κι αυτή του συγγραφέα. Ο ρυθμός αυτός εντοπίζεται τόσο στη δομή των προτάσεων όσο και σε αυτήν των παραγράφων, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο συναρμόζονται οι παράγραφοι μεταξύ τους. Η μία εκβάλλει στην άλλη με τρόπο απολύτως φυσικό.

Η οικονομία των μέσων είναι υποδειγματική. Τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη. Κάθε λέξη, κάθε προσδιορισμός, επιθετικός ή επιρρηματικός, βρίσκεται στη θέση του. Καμία περίοδος δεν δείχνει λειψή αλλά και τίποτα δεν φαίνεται να περισσεύει. Τίποτα δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε ή να προσθέσουμε χωρίς να βλάψουμε αυτά τα κομψοτεχνήματα αρχιτεκτονικής, στα οποία συναιρούνται θαυμάσια η μουσικότητα της φράσης και η γλυπτική κατά τόπους αντίληψη των μερών και των όγκων. Ο αναγνώστης από την αρχή της αφήγησης τίθεται στο κέντρο της δράσης και με τη λήξη της έχει την αίσθηση ενός τέλους οριστικού. Με το πέρας κάθε διηγήματος, όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν έχουν ειπωθεί, όλα όσα έπρεπε να συμβούν έχουν συμβεί και τίποτα δεν φαίνεται να στέκει μετέωρο. Κανένα αφηγηματικό νήμα δεν μοιάζει να κόβεται απότομα ή να μένει ανοικτό. Καμία ανθρώπινη μοίρα από αυτές που διάλεξε να φωτίσει ο συγγραφέας δεν μοιάζει να εκκρεμεί. Ο κύκλος κλείνει και είναι τέλειος. Μετά την τελευταία τελεία, αν κάτι συνεχίζεται, αυτό είναι ο απόηχος της μουσικής κάθε διηγήματος στον νου του αναγνώστη.

Ένα άλλο στοιχείο των διηγημάτων στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι η ολοζώντανή τους γλώσσα. Μια στρωτή και ευλύγιστη πλην ρωμαλέα δημοτική, ενοφθαλμισμένη με λέξεις που –στα αστικά κέντρα τουλάχιστον– έχουν περιπέσει προ πολλού σε αχρησία. Και εδώ όμως η χρήση τους, όπως και αυτή των λογιότερων ή και των καθαρευόντων τύπων, είναι απολύτως λελογισμένη. Το λεκτικό δεν ανάγεται σε πρωταγωνιστή της αφήγησης μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από το τι λέγεται στο πώς. Σοφότατα και εδώ, η γλώσσα είναι αυτή που υπηρετεί τον στέρεο μύθο. Δεν χρησιμοποιείται ο μύθος, είτε ως πρόσχημα είτε σε υποτυπώδη μορφή, για να δειχθεί η γλώσσα.

Εντούτοις, το ότι τα διηγήματα αυτά αποβαίνουν –χωρίς όμως κάτι τέτοιο να αποτελεί και αυτοσκοπό– και μια ιδιότυπη κιβωτός λέξεων που τείνουν να εκλείψουν είναι κάτι που προσγράφεται στα πολλά θετικά στοιχεία τούτης της γραφής. Μας θυμίζει επιπλέον τι μπορεί να επιτευχθεί όταν αντλείται υλικό από το πλούσιο υπέδαφος μιας πολυστρώματης γλώσσας· τι κατορθώνεται όταν ο δημιουργός ενωτίζεται τη ζώσα λαλιά του περιβάλλοντός του και αφομοιώνει δημιουργικά τη διδαχή αιώνων.

Ρυθμολογία και λεκτικό δημιουργούν από κοινού ένα προσωπικό ύφος που διαπνέει όλα τα διηγήματα. Υφολογική ενότητα από τη μια και θεματολογική πολυμέρεια από την άλλη συνθέτουν ένα μικρό, συνεκτικό σύμπαν κλεισμένο σ’ ένα βιβλίο. Και όπως το φυσικό σύμπαν δεν έχει κέντρο ή, πράγμα που είναι το ίδιο, οποιοδήποτε σημείο του μπορεί να θεωρηθεί ως κέντρο έτσι κι εδώ το κέντρο βρίσκεται παντού. Ο αναγνώστης μπορεί να αρχίσει την περιδιάβαση του από οπουδήποτε, καθώς ακόμα και τα συντομότερα διηγήματα της συλλογής ή και αυτά που έχουν χαρακτήρα πιο παιγνιώδη και ανάλαφρο μπορούν να ιδωθούν ως σημεία εκκίνησης, ως προσφυείς αφετηρίες για την προσπέλαση του όλου.

Η λαμπρή αυτή τεχνική, τα άρτια δουλεμένα μέσα, θα οδηγούσαν ενδεχομένως σε ένα καλογραμμένο βιβλίο, όχι σε ένα ζωντανό βιβλίο όπως αυτό που μας δώρισε ο Δημήτρης Σολδάτος, αν δεν υπήρχε πάνω και πίσω απ’ όλα το οξύ και συνάμα τρυφερό βλέμμα που βυθίζεται στο μυστήριο της ζωής αντλώντας από αυτήν τους πιο βαθείς και μυστικούς της τόνους. Κάθε ήρωας των διηγημάτων αναδίδει τη δική του, μοναδική και αξέχαστη, μουσική την οποία ο συγγραφέας μεταφράζει σε λόγο, παρατηρώντας, ανατέμνοντας και συμπάσχοντας.

* * *

Κάτι από την υψηλή αυτή μαστορική και το βαθύ βλέμμα, απτά εξάλλου σε όλο το βιβλίο, φαίνονται στα ακόλουθα αποσπάσματα. Οξυδέρκεια και στοχασμός πάνω στη συνθήκη του ναυτικού βίου, μια ματιά όλο κατανόηση και ενσυναίσθηση. Γρήγορες, αδρές πινελιές, ένα δριμύ στακάτο που εκθέτει μέσα σε λίγες προτάσεις όλο το δράμα και τους αγιάτρευτους καημούς της ναυτικής ζωής.

Ο θαλασσινός έρχεται σαν σίφουνας στο νησί: φέρνει λεφτά, τακτοποιεί λογαριασμούς, σπέρνει παιδιά… Ξαναμπαρκάρει με τα καράβια του Μαστροβασίλη και του Μπαχατέλα, θαλασσοπνίγεται και ξαναγυρίζει. Βρίσκει τα παιδιά ξεπεταγμένα, δεν τον γνωρίζουν για πατέρα τους και κλαίνε. Τα γλυκαίνει με παιγνίδια. Θέλουν τα παιγνίδια του, εκείνον όχι. Άλλη γυναίκα άφησε, άλλη αγκαλιάζει. Δεν γνωρίζει τα χάδια του το κορμί της. Τη γλυκαίνει με δώρα. Θέλει τα δώρα του, εκείνον όχι. Άφησε τους γονιούς του στο κρεβάτι, τους βρίσκει στον τάφο. Γλυκαίνει το πόνο του με μνημόσυνα, με ωραία μνήματα. Τον θαυμάζουν οι χωριανοί, εκείνος όχι. Δεν ήθελε να βουλώσει τα στόματα του κόσμου, ήθελε να κλείσει του πατέρα του τα μάτια. («Πέτρες ριγμένες στο πέλαγος», σ. 10)

Οι περιγραφές πάλλονται από ζωγραφική ένταση και ακρίβεια εκπληκτική. Το τοπίο ζωντανεύει τρισδιάστατο μπροστά στα μάτια μας.

Ο φιδωτός δρόμος που ανεβαίνει απ’ το Βλυχό στο Κατωχώρι είναι σήμερα ασφαλτοστρωμένος, με προστατευτικές μπάρες στην πλευρά του γκρεμού. Απ’ την άλλη μεριά, εκεί που τελειώνει ο λόγγος, μεγάλες ιζηματογενείς πλάκες σχηματίζουν το φυσικό όριο του οδοστρώματος. Το θέαμα σε κάποια σημεία είναι εντυπωσιακό. Λες και το αόρατο χέρι ενός γίγαντα, σε καιρούς αλλοτινούς, πελέκησε την πέτρα με τόση μαστοριά, κάνοντάς την λεία και τέλεια εφαπτόμενη στο βουνό, ώστε να είναι δύσκολο κανείς να πιστέψει πως όλο αυτό το κατεβατό είναι έργο της φύσης και μόνον. («Στου Ντεβεκέλη», σ. 41)

Εν συνεχεία παραθέτουμε δύο αποσπάσματα όπου καταφαίνεται η λαμπρή χρήση της αντίστιξης.

Τώρα, όμως, όλα είχαν χαθεί μέσα στο σούρουπο, λες και της Γης η κιβωτός μπατάρισε ξαφνικά στο μαύρο πέλαγος που την κατάπιε. Κι απέμειναν μονάχα ο Γούπας με την γαϊδούρα του, να βαδίζουν πάνω στα κύματα του σκοταδιού, σαν να ’ταν οι τελευταίοι επιζήσαντες του κατακλυσμού. […] Ξάφνου, οι σκιές αναμέρισαν τρομαγμένες, όπως οι δαιμόνοι στην Δευτέρα Παρουσία… Έλαμψε η πλάση! Κι έμοιαζαν τώρα, ο Γούπας και η γαϊδούρα του, λες κι ήταν τα πρώτα πλάσματα του Θεού στην χαραυγή του κόσμου. («Ο Γούπας», σ. 55-56)

Σε ένα άλλο σημείο, με ελάχιστες υποβλητικές προτάσεις, σκιαγραφείται η μυστικοπαθής ιδιοσυγκρασία ενός παιδιού που μεγαλώνοντας θα ακολουθήσει το μοναστικό στάδιο.

Κεριά και λιβάνια ήταν τα παιγνίδια του. Οι Γραφές, τα βιβλία του. Οι άγριες μορφές των ασκητών, δάσκαλοί του. Οι φιγούρες των Αγίων και των αγγέλων, οι φίλοι του. Ψωμί του, ο Άρτος και το Πρόσφορο. Όταν θέλει να τραγουδήσει, ψάλλει. Κι όταν ψάλλει, κλαίει… («Μοναχός Νικηφόρος», σ. 132)

Λίγες γραμμές πάλι και αιχμαλωτιζόμαστε από την παρουσία της γυναίκας, απάντηση αυτή κατά τον συγγραφέα πριν καν προλάβουμε να θέσουμε το οιοδήποτε ερώτημα.

Ούτε που ξέρω τι με παρακίνησε να την γνωρίσω, λες και βρίσκονταν μπροστά μου μιαν απάντηση, πριν καν προφτάσω να σκεφτώ τι θα ρωτήσω.

Βλέμμα ευθύ, διεισδυτικό, μαύρα μαλλιά κι αστραφτερά, δέρμα λευκό, χέρια απαλά, όμορφη, αλλά δεν ήταν τόσο η θωριά της, μα κάτι ανείπωτο, μα κάτι ανείδωτο, περιιπτάμενο όπως η αύρα εκεί σιμά της. («Φαρμακόπετρα», σ. 115)

λευκάδαΣτο παρακάτω απόσπασμα είναι πραγματικά αριστοτεχνική η μετάβαση από την εγρήγορση στον κόσμο του ονείρου και εν συνεχεία η βίαιη ανατροπή κατά την οποία αποκαλύπτεται ότι αυτό που νομίζαμε όνειρο, τόσο εμείς όσο και ο άτυχος ήρωας του διηγήματος, δεν είναι παρά η πάντα αιμάσσουσα πραγματικότητα. Ο αισθησιασμός της περιγραφής εντείνεται εκπληκτικά από ένα εξαίσιο εύρημα που είναι παράλληλα και η αποτύπωση μιας αλήθειας ακράδαντης: ερωτευόμαστε στη γλώσσα μας. Έτσι λοιπόν, κατά τη διάρκεια των ερωτικών περιπτύξεων ακούμε τη μικρή τσιγγάνα να προφέρει τις άγνωστες σε μας λέξεις, που θυμίζουν μαγικές επωδούς, ξόρκια και ερωτικούς κατάδεσμους, οδηγώντας τον άντρα στην ερωτική κορύφωση και στο φρικτό του τέλος.

Αργά την νύχτα, του στρώσανε να πλαγιάσει στην σκηνή του Καραφάνταλου. Μαλακά σκεπάσματα και μαξιλάρια κεντημένα, για τον εκλεκτό φιλοξενούμενο. Η κούραση βαρούσε το ντέφι, κι η νύστα χόρευε τσιφτετέλι στα βλέφαρά του. Σε λίγο αποκοιμήθηκε…

Κι είδε –όνειρο τάχα κι αυτό– πως ήτανε, λέει, στην ίδια σκηνή που τώρα κοιμόνταν, αλλά όχι μονάχος. Γλίστρησε κάτω απ’ τα σκεπάσματα μια γυφτοπούλα, όχι μεγαλύτερη από δεκαπέντε χρονών, ψιθυρίζοντάς του:

«Σικλιάρ μα τε μανγκάβ: μάθε με ν’ αγαπώ».

Η φωνή της λιγώνονταν ολοένα:

«Σικάβμανγκέ ο ντρομ ε μανγκιμάσκο, τζι τε μεράβ λε τε πφιράβ: δείξε μου τον δρόμο της αγάπης, μέχρι να πεθάνω αυτόν αν περπατώ».

Οι λέξεις έλειωναν στα χείλη της:

Σίτουτσουκάργιακχά: έχεις όμορφα μάτια».

Ο άντρας πήγε να μιλήσει…

Η βελουδένια παλάμη της του ’κλεισε απαλά το στόμα, κι αρχίνησε να τον φιλά στον λαιμό με την υγρή γλωσσίτσα της, που στριφογύριζε σαν λαβωμένη οχιά. Το άλλο χέρι της κατέβηκε χαμηλά κι έκανε τον Θάνο να μουγκρίζει σαν δαμάλι που το σφάζουν. Τώρα τον γλυκοδάγκωνε παντού, ενώ η φούστα της ανέβηκε πάνω απ’ το γόνατο, και τα στιλπνά, σαν από γυαλιστερό οψιδιανό, πόδια της, σφιχτά τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του. Εκείνος χίμηξε να την κατασπαράξει. Σταγόνες ιδρώτα μούσκεψαν τα πυρωμένα κορμιά, σκίζαν σάρκες τα νύχια, κι η δριμιά μυρωδιά του αίματος και του σπέρματος πότισε τις υγραμένες καρπέτες.

Ξάφνου, ένα φως άναψε… Νόμισε πως βγήκε ο ήλιος και μόλις ξύπνησε. Μα, διέκρινε μια λάμπα, που τύφλωνε τα μάτια του – διάολε, δεν ήταν όνειρο! Ίσα που πρόφτασε να δει: Ο Καραφάνταλος, κρατώντας ένα χαντζάρι που άστραφτε, του έπαιρνε το κεφάλι βλαστημώντας στη γλώσσα του («Η κουμπαριά των γύφτων», σ. 30-31).

Οι διάλογοι, ένα από τα δυσκολότερα σημεία της πρόζας, έχουν πάντα φυσικότητα. Ακόμη και στα σημεία όπου ο τόνος λόγω του θέματος γίνεται πιο ηρωικός δεν φαίνονται ποτέ ψεύτικοι. Στην ακόλουθη σκηνή, με φόντο το εκτελεστικό απόσπασμα, συναντώνται δύο παλιοί γνώριμοι, αθλητές αμφότεροι, με δεδομένη την αμοιβαία εκτίμηση. Η μοίρα τούς έχει θέσει σε αντίπαλα στρατόπεδα. Αξιωματικός της Γκεστάπο ο ένας, Έλληνας αντιστασιακός ο άλλος. Η στιχομυθία, η σκηνοθεσία, ο τρόπος με τον οποίο συγκρούονται οι δύο αντίμαχες αντιλήψεις σε μιαν οριακή στιγμή όπου κρίνονται τα πάντα –ζωές και συνειδήσεις– απηχούν Ουγκώ. Ανασαίνουμε για λίγο την ήρεμη δύναμη που αποπνέουν οι αληθινά γενναίοι.

Ο αξιωματικός παίρνει βαθιά ανάσα. Μιλάει αποφασιστικά:

«Μπορώ να σε σώσω, Ηλία! Δεν υπάρχει λόγος να πεθάνεις εσύ».

Εκείνος χαμογελάει.

«Θες να πεις πως υπάρχει λόγος να πεθάνουν αυτοί;» λέει, δείχνοντας τους υπόλοιπους πατριώτες.

«Δεν μπορώ να τους σώσω όλους, κατάλαβέ με», απολογείται ο Γερμανός.

«Δεν μπορώ να ζήσω εγώ και να πεθάνουν αυτοί, κατάλαβέ με», απαντά ο Βεργίνης.

«Είναι κι άλλοι πάνω από μένα, Ηλία, δεν δύναμαι…»

Το ελληνόπουλο τού κάνει νόημα να σωπάσει.

«Είναι κι άλλοι πάνω από μένα, Έμιλ, δεν δύναμαι να τους αγνοήσω κι εγώ. Αιωρούνται γύρω μας, τους βλέπεις; Μου δίνουν προσταγές, τους ακούς; Είν’ εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια νεκροί!»

Ο Γερμανός ανατριχιάζει σύγκορμος. Κι ασυναίσθητα σηκώνει το βλέμμα ψηλά, λες και βλέπει τις λεγεώνες των πεθαμένων να εφορμούν απ’ τα σύννεφα.

«Το καθήκον μου όμως…» ψελλίζει.

Ο Βεργίνης τον διακόπτει:

«Κάμε εσύ το καθήκον σου να κάμω κι εγώ το δικό μου. Είσαι σπουδαίος αθλητής, σε θαυμάζω! Τώρα, όμως, είμαστε αντίπαλοι και πρέπει ν’ αγωνιστούμε…»

«Δεν είναι αγώνας, Ηλία, είναι πόλεμος! Αν χάσεις σήμερα, δεν θα ξαναγωνιστείς ποτέ!»

«Αν σώσω τον εαυτό μου, θα έχω προδώσει αυτούς! Θα ήθελες γι’ αντίπαλο έναν προδότη, Έμιλ;» («Ο σφαιροβόλος», σ. 189-190)

Εκτενή κάπως τα παραθέματα, μα ειλικρινά λυπάμαι που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να θέσουμε υπ’ όψιν του αναγνώστη κι άλλα χωρία ενός βιβλίου απ’ το οποίο δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Σε κάθε πρόταση, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε σελίδα και των 29 διηγημάτων που απαρτίζουν αυτήν τη γενναιόδωρη συλλογή, εντοπίζονται μικροί και μεγάλοι θησαυροί σκορπισμένοι με μιαν απλοχεριά που αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα βαθιάς συγγραφικής φλέβας.

Τέτοιας αρτιότητας διηγήματα προϋποθέτουν ένα θαύμα δουλειάς και μελέτης. Ωστόσο, έτσι όπως στέκουν τελειωμένα και αυτάρκη, παραδομένα στο βλέμμα μας μοιάζουν το αποτέλεσμα μιας υπέροχης δωρεάς. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάθε σπουδαίο έργο τέχνης.

Κοντολογίς, η εν λόγω συμβολή του Δημήτρη Σολδάτου αρκεί αφ’ εαυτής όχι μόνο για να τον κατατάξει μέσα στους κορυφαίους σύγχρονους imagesδιηγηματογράφους αλλά και για να του εξασφαλίσει θέση περίοπτη μέσα στην σπουδαία παράδοση της ελληνικής διηγηματογραφίας. Ο συγγραφέας μάς έδωσε ένα βιβλίο, προϊόν μόχθου και αγάπης, το οποίο αξίζει να διαβαστεί ξανά και ξανά· μπορεί δε κατά περίπτωση να αποτελέσει και πρότυπο για όσους θελήσουν στο μέλλον να καταπιαστούν με αυτό το δύσκολο αλλά τόσο γοητευτικό πεζογραφικό είδος.

Και κάτι τελευταίο. Κάθε σπουδαίο έργο τέχνης άπαξ και αναδυθεί από την ανυπαρξία δίνει την αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο υπήρχε ανέκαθεν. Άπαξ και το γνωρίσουμε δεν μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο χωρίς αυτό. Γνωρίζουμε πως το έφτιαξε άνθρωπος, το χρονολογούμε, διαπιστώνουμε επιρροές, το εξετάζουμε γραμματολογικά, το εντάσσουμε στο κοινωνικοϊστορικό του πλαίσιο και πλείστα όσα. Χέρια ανθρώπινα –δεν υπάρχει αμφιβολία– το έπλασαν από την αρχή ώς το τέλος κι ωστόσο λες και κάτι αχειροποίητο το κατοικεί με τρόπο μυστικό, ενεργώντας και γοητεύοντας εσαεί· μιλώντας μας και για έναν άλλο κόσμο, κρυμμένο στην καρδιά του κόσμου του ορατού. Έτσι και τα Λευκαδίτικα διηγήματα του Δημήτρη Σολδάτου.

Αν τα ελληνικά γράμματα επιβιώσουν στα χρόνια που έρχονται και αν τη σημερινή γενικευμένη σύγχυση διαδεχθεί μια κάποια ευθυκρισία –κι είναι δύο πολύ μεγάλα «αν» αυτά–, είμαι βέβαιος πως οι μελλούμενοι καιροί θα κοιτάζουν το βιβλίο αυτό σαν να ήταν από πάντα «εκεί», αποπνέοντας την αύρα αυτού που τόσο λείπει στις μέρες μας – την αύρα του κλασικού.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

[i]Honoré de Balzac, Χαμένες ψευδαισθήσεις, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, Εξάντας, 1993, σ. 242.

Πηγή