Ποίημα της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού εν όψει της Παγκόσμιας ημέρας ποίησης

Πώς πεθαίνει ένας ποιητής

      Της Τακούλας για το δώρο της

Έρχεται, φτάνει απ’τα βουνά

Ο Ακάλεστος έξι η ώρα πρωινή

Μάρτης είναι 25 του μηνός

Και χρόνος αιώνες πια το πριν

Ο ποιητής χέρι λευκό άγαλμα

Καλεί συντρόφους τα βιβλία του

-Και είναι μόλις το προοίμιον ζωής-

Σε προσκλητήριο αποχαιρετισμού

Οκνές  σελίδες δεν τον αποχωρίζονται

Μάνα αδερφή Σοφία- παγερή πάντα Σοφία

Προσεύχεται κοχλάζουν οι καρποί στο

Βάισσενφελς κι η άνοιξη πισωπατεί

Στο Οφτερντίνγκεν κι οι λόφοι αντηχούν

Τον ήσυχο του ιππέα καλπασμό

Λευκά ψιθυρίζουν δάχτυλα στο πιάνο

το Νυχτερινό του Σοπέν σιωπητήριο

σιωπά η μέρα τη φωνή

το φως της άναυδο

κι αναδεύει τον ύστατο λυγμό στο

εαρινό της στήθος

 

Στις δώδεκα η ώρα ακριβώς…

Ο υμέναιος είναι λευκός

Το χιόνι είναι λευκό

Η αρρώστια είναι λευκή

Κι η ελπίδα λευκήν εσθήτα φέρει

 

Ποιος είπε για τον ποιητή

πως μαύρος είναι ο θάνατος;

«Ανάμεσα σε σας τους στοχαστές

Ολόκληρος έγινα κι ο ίδιος

Ένας στοχασμός…»

 

Λευκάδα, 30-1-2017