Ο Δημήτρης Κρανιώτης, ποιητής και χορευτής, συνομιλεί με την Τζούλια Τσιακίρη.
Έρχονται και παρέρχονται. Έρχονται, κοντοστέκονται και είτε μένουν είτε φευγουν. Νικητές ή ηττημένοι. Φεύγουν είτε γιατί το θέλουν είτε γιατί το θέλει κάποιος η κάτι άλλο. Μένουν γιατί τίποτε δεν στέκεται ικανό να τους διώξει. Είτε μένουν είτε φεύγουν κάτι αφήνουν και αυτό το κάτι είναι σημάδι, χαρακιά, ειναι εγγραφή στο δίσκο της δικής μας ζωής. Οι άνθρωποι που γνωρίσαμε λίγο η πολύ, τραυματικά ή θαυμαστικά, πλεονεκτικά ή μειονεκτικά ή ισότιμα. Διαφωνώ καπως μαζί σου, αγαπητέ μου ξεθωριασμένε παλιόφιλε Jean-Paul Sartre, η κόλαση δεν είναι, δεν ήταν ποτέ, οι άλλοι. Μη σου πω κιόλας οτι πιο πολύ καταλαβαίνω και αποδέχομαι τα λόγια του ολοένα λαμπρότερου άσπονδου φίλου σου Albert Camus : «Για να είναι όλα τέλεια, για να νιώσω λιγότερο μόνος έμενε ακόμα μια ευχή: να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσης και να με υποδεχτούν με κραυγες μίσους».
Ξεκινά σήμερα με τον Δημήτρη Κρανιώτη ένας κύκλος, με ανάριους στο χρόνο και παράταιρους σε είδος κρίκους, από δώδεκα συνομιλίες με ανθρώπους που δεν είναι και τόσο γνωστοί. Οι διαδρομές τους, οι στροφές που πήραν, οι ανηφόρες και οι κατηφόρες, τα κίνητρα, τα ιδανικά, τα ταξίδια και οι πνευματικές συνάφειες. Για να υποδειχθεί οτι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Για ν΄αρπαχτούμε από τούτο το σανίδι που λέγεται πραγματικότητα και πλέει φυγόκεντρα προς το ναυάγιο.
Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα. Πότε ήρθε στη ζωή σου ο χορός και πότε ο λόγος; Τολμώ να πω από τα γεννοφάσκια μου και το ένα και το άλλο. Ο μεν λόγος ξεφύτρωσε με το που άρχισαν οι λέξεις να χοροπηδούν εντός μου, η δε κίνηση με το πρώτο σκίρτημα της σπονδυλικής μου στήλης. Όπως εξάλλου ισχύει για τον καθένα μας. Από εκεί και ύστερα, πότε άρχισε αυτό να γίνεται ποίηση και ορχηστική τέχνη…
Κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο θυμάμαι όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο — ήμουν καλός μαθητής… τέλος πάντων… είχα καλούς δασκάλους. Τον Τάσο Λιγνάδη στα νέα και αρχαία… τον Ματθαίο Μουντέ στα θρησκευτικά. Κάποια φορά μας έβαλε ο Λιγνάδης να γράψουμε ποιήματα με ομοιοκαταληξία, με ίαμβο, τροχαίο… έγραψα και τα διάβασα. Μου έβαλε 20. Πρώτη Λυκείου, κάπου εκεί. Ήταν νομίζω το μόνο 20 που άξιζα πραγματικά, κι ας βγήκε έτσι, αυθόρμητα, χωρίς να το περιμένω, χωρίς να έχω μελετήσει… Κι ας ήμουν στο πρακτικό, δρομολογημένος για τις θετικές επιστήμες…
Στα μαθηματικά είχες καθόλου καλούς βαθμούς; Ναι. Αλλά όταν πήγα στο Παρίσι για να σπουδάσω μαθηματικά ήμουν από τους τελευταίους μαθητές. Γιατί η διαφορά του επιπέδου του ελληνικού σχολείου με το γαλλικό ήταν τεράστια και δεν μπορούσα εύκολα να παρακολουθήσω.
Γίνονταν παράλληλα διαβάσματα την εποχή του σχολείου; Διάβαζες λογοτεχνία; Όχι πολύ. Ο Ματθαίος Μουντές έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην αγάπη μου για την ποίηση. Στο σχολείο μας διάβαζε πολλή ποίηση — Παπατσώνη, Καρούζο, Καρυωτάκη, Σικελιανό, τα δικά του ποιήματα… μάλιστα μου είχε αφιερώσει ένα από αυτά.
Σου δημιουργούσε άραγε την περιέργεια όταν γυρίσεις σπίτι σου να ανοίξεις το βιβλίο με τα ποιήματα του Καρυωτάκη; Όχι τόσο.
Πηγαίνεις στο Παρίσι για σπουδές. Πηγαίνω στο Παρίσι για να σπουδάσω μαθηματικά στο Lycée St. Louis. Δύο χρόνια προετοιμασία στα μαθηματικά και στο τέλος των δύο χρόνων εισαγωγικές εξετάσεις για μια μεγάλη σχολή — École Polytechnique, Centrale, Ponts et Chaussées… Σεπτέμβριο του ’67 μέχρι και Νοέμβριο ήμουν στο σχολείο, όπου ελάχιστα καταλάβαινα. Παράλληλα, η αδερφή μου η Ελένη ήτανε άρρωστη με φυματιώδη μηνιγγίτιδα… και ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Ένα κορίτσι είκοσι χρονών. Όλα αυτά δε βοηθούσαν την αφοσίωση στα μαθήματα. Έτσι διακόπτω το σχολείο με την ενθάρρυνση και συμπαράσταση του Νίκου Κεσσανλή, που ήταν τότε ο κηδεμόνας μου. Και ξεκινώ κάπου στη Σορβόννη μαθήματα θεάτρου. Ύστερα αποφασίζω ότι δεν είναι δυνατόν να σταματήσω με μια αίσθηση αποτυχίας και ξαναρχίζω ιδιαίτερα μαθηματικών με ένα μεγαλύτερο φοιτητή.
Τότε συμβαίνει ο Μάιος του ’68.
Κυκλοφόρησες στους δρόμους; Ήμουνα στην πρώτη γραμμή. Απλώς κρεμασμένος σαν πουλί στα δέντρα και στις στάσεις των λεωφορείων γιατί δεν ήξερα κόσμο, δεν καταλάβαινα τι ακριβώς συνέβαινε… Δεν είχα παρέα, αλλά ήμουνα στην πρώτη γραμμή παρακολουθώντας τον πετροπόλεμο, τις μάχες…
Το ’68-‘69 πέρασα την τάξη στα μαθηματικά. Αλλά αποφάσισα ότι δε θα συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση και βρέθηκα έτσι στη Vincennes, το πανεπιστήμιο το «κόκκινο» με τους πολλούς Έλληνες καθηγητές. Ο Ράμφος, ο Πουλαντζάς, ο Δημάδης, ο Βεργόπουλος, ο Καβουριάρης και πολλοί άλλοι. Και η Κυβέλη Μαλαμάτη δίδασκε εκεί Πολιτική Οικονομία.
Η ατμόσφαιρα σε αυτη τη Σχολή, εκείνη την εποχή, ήταν εκρηκτική, δεν ένιωθα όμως σε «ακαδημαϊκό» περιβάλλον. Παρόλο που υπήρχαν καθηγητές σαν τον Deleuze, τον Foucault, τον Châtelet. Αλλά κι αυτοί δεν σε υποχρέωναν να κάτσεις να διαβάσεις. Δεν υπήρχε βαθμολογία. Απλώς οι φοιτητές «μαζεύαμε» πόντους. Η ατμόσφαιρα όμως με ωθούσε και διάβαζα πολύ… για τον εαυτό μου.
Ο Στέλιος Ράμφος δίδασκε στη Vincennes εκείνη την εποχή. Την πρώτη χρονιά το θέμα του ήταν ο Ηράκλειτος και τη δεύτερη ο Heidegger και οι Έλληνες. Τα μαθήματα γίνονταν στα γαλλικά. Ερχόταν ωστόσο μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι για να τα αποδώσουμε στα ελληνικά. Μου έδινε το κείμενο των μαθημάτων στα γαλλικά. Το μετέφραζα και μετά το επεξεργαζόμασταν μαζί. Υπήρχανε πολλές δυσκολίες αλλά μέσα από αυτή τη συνεργασία άρχισα να μπαίνω βαθύτερα στο νόημα της ελληνικής φιλοσοφίας.
Το Άγιον Όρος ήτανε πριν το στρατιωτικό, μετά το στρατιωτικό; Μετά, αμέσως μετά το στρατιωτικό. Απολύθηκα τον Οκτώβριο του ’73. Νοέμβριος είναι τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο. Ο Μάνος Χατζιδάκις ετοιμάζει το Πολύτροπο και το Γενάρη του ’74 αποφασίζω και πάλι να φύγω από την Αθήνα. Φεύγω για το Άγιον Όρος. Νομίζω ότι αυτό ήταν καθοριστικό για την εξέλιξή μου, ακόμη και για το χορό. Στο Άγιον Όρος διάβαζα και έγραφα. Πολύ. Παράλληλα παρακολουθούσα τις λειτουργίες στην εκκλησία επί καθημερινής βάσεως. Την πρώτη φορά που βγήκα έξω στον κόσμο, καλοκαίρι ήτανε, συναντηθήκαμε με το φίλο μου το Χριστόφορο Χριστοφή. Μου προσφέρει ένα τριαντάφυλλο και μου είπε: «Δε θέλω να σε βλέπω έτσι, να μην ξαναϊδωθούμε. Θέλω να σε θυμάμαι όπως όταν ήμασταν δεκαοκτώ χρονών.» Τρόμαξε που με είδε να μοιάζω σχεδόν έτοιμος για τη μοναστική ζωή.
Διάβαζες και τα κείμενα; Όλα. Και τα άκουγα στην εκκλησία. Δεν είχα προηγουμένως κάποια ιδιαίτερη χριστιανική παιδεία…
Οι γονείς σου δεν είχαν ανησυχία; Ο πατέρας μου είχε πεθάνει το ’72, και αυτό έχει κάποια σχέση με την απόφασή μου να πάω στο Άγιον Όρος. Ο λόγος ο ευκρινής, ο πρόδηλος, ήταν ότι πήγαινα στο Όρος για να μελετήσω τον Πλάτωνα. Γιατί φεύγοντας απ’ το Παρίσι είχα καταθέσει ένα θέμα μιας διδακτορικής διατριβής γύρω από τον Πλάτωνα. Ο Στέλιος Ράμφος είχε φύγει από το Παρίσι εκείνη την εποχή και είχε στραφεί στη μελέτη του χριστιανισμού. Προσπαθώντας από μόνος μου ν’ αντιληφθώ πώς πέρασε ο πλατωνισμός στο χριστιανισμό βρέθηκα στον Άθω. Μαζί μου είχα πάρει όλα τα κείμενα του Πλάτωνα στα αρχαία. Είχα το μεγάλο λεξικό του Liddell-Scott, δυο-τρία άλλα βιβλία και δυο ρούχα.
Σε έβαζαν να κάνεις καμιά δουλειά; Δεν μ’ έβαζαν. Ήθελα. Στο Όρος γνώρισα τον μοναχό Ιερόθεο κι έμενα μαζί του. Εάν δεν είχα γνωρίσει τον Ιερόθεο δεν ξέρω εάν θα μπορούσα να μείνω εκεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Λειτουργούσε σαν δάσκαλος ή απασφάλιζε; Άνοιγε τις βαλβίδες; Τίποτα από όλα αυτά.
Ήταν καλή παρέα; Όχι, δεν ήταν παρέα. Υπήρχε μεγάλη συγγένεια ψυχής. Ο Ιερόθεος ήταν αθεόφοβος… Έπινε, κάπνιζε, έβγαινε συχνά στον κόσμο, κοινωνικότατος ων, το αντίθετο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να έχει κατά νου ως παράδειγμα ασκητή. Η δική μου η παρουσία ήτανε πολύ ασκητική. Και υπήρξε μια αμοιβαία επιρροή. Είχα την τύχη χάρη στον Ιερόθεο να γνωρίσω μοναχούς, ασκητές, ερημίτες, που ένας κοινός θνητός όταν περνάει ως επισκέπτης από το Άγιον Όρος δεν είναι εύκολο να συναντήσει. Και γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους. Στο Άγιον Όρος υπάρχουνε κάθε είδους άνθρωποι. Και ο ασκητής και ο μέθυσος και ο τεμπέλης και ό,τι θέλεις. Και, σύμφωνα με τους ορθόδοξους, εάν δεν αμαρτήσεις δεν μπορείς να μετανοήσεις. Οπότε αμαρτάνεις διότι είναι ο προβαθμός πριν μετανοήσεις. Το Άγιον Όρος είναι ένα από τα πιο εγκάρδια, ελεύθερα καθεστώτα που γνώρισα ποτέ…
Ήταν στο πρόγραμμα; Ο τρόπος που ζούσε ο Ιερόθεος ήταν ένας αληθινός κανόνας, απλά δεν ήταν ο μοναστικός, δεν ζούσαμε μέσα σε μονή. Ποτέ δεν υπήρχε κάτι που να μοιάζει με πρόγραμμα, γιατί ο Ιερόθεος δεν είχε πρόγραμμα. Πού τον βρίσκεις πού τον χάνεις… Πήγα για μια βδομάδα στη Μονή Σταυρονικήτα, πήγα για μερικές μέρες στη Μονή Διονυσίου σε διάφορα άλλα μοναστήρια, αλλά κυρίως έμενα σ’ ένα κελί που είχε ο Ιερόθεος μαζί με τον υποτακτικό του τον Κύριλλο.
Ήμασταν τρεις σ’ ένα μεγάλο κελί, του Αγίου Νικολάου του Χαλκιά, που άλλοτε χωρούσε και δεκάξι μοναχούς. Ήταν ερείπιο εκείνη την εποχή. Τζάμια δεν υπήρχαν στα παράθυρα, έκανε κρύο πολύ… Λοιπόν όσο έμεινα εκεί, απ’ τη μια μεριά διάβαζα και από την άλλη άρχισα να γράφω πιο… συστηματικά. Με ποια έννοια; Διαβάζοντας τον Πλάτωνα δεν μπορούσα να συγγράψω κάποια διδακτορική διατριβή. Αυτό που έβγαινε ήταν ποίηση. Το πρώτο μου βιβλίο Έρως Αλλογενής περιέχει δύο ενότητες γραμμένες στο Άγιον Όρος, Άβυσσος Ελλάμψεως και Φαεσφόρος Νεφέλη.
Διάβαζα και συγχρόνως έκανα διάφορες δουλειές που επέλεγα. Όπως, παραδείγματος χάρη, ήμουν υπεύθυνος για τις κότες. Κανονικά απαγορεύονται στο Άγιον Όρος, ως θηλυκά. Αλλά εμείς είχαμε περίπου τριάντα κότες. Και είχανε και τα ονόματά τους, Αγλαΐα, Ερασμία, Φανουρία και άλλα τέτοια. Είχαμε φτιάξει ένα πανέμορφο κοτέτσι μαζί με τον Παύλο τον Σάμιο, τον ζωγράφο. Είχε έρθει ο Παύλος στο Όρος να ζωγραφίσει. Είχε πάρει μια παραγγελία από την ΑΓΕΤ Ηρακλής να ζωγραφίσει με θέμα την Αθωνική Πολιτεία . Ο Παύλος είναι μέγας τεχνίτης, τα χέρια του πιάνουν… πρώτος μάστορας.
Η σχέση με τους ζωγράφους και τη ζωγραφική έχει ήδη ξεκινήσει στη ζωή σου; Έχει ήδη ξεκινήσει πριν πάω στο Άγιον Όρος μέσω του Μάνου Χατζιδάκι. Στην παρέα είναι ο Μίνως Αργυράκης, ο Μαρίνος Χριστακόπουλος, ο Γιώργος Σταθόπουλος, ο Παύλος Σάμιος, ο Χρήστος Παπάς, ο Δημήτρης Βερνίκος, ο Θόδωρος Αντωνίου, ο Σπύρος Σακκάς, ο Νίκος Κηπουργός και άλλοι πολλοί. Με τις ατέλειωτες βραδιές στο «Μαγεμένο αυλό», όπου ο Μάνος «τραγουδούσε» και έλεγε τα μοναδικά και ιδιοφυή του λόγια. Μας έσπειρε το πνεύμα του.
Όταν βρέθηκα στο Άγιον Όρος η μοναξιά ήταν τον πρώτο καιρό δυσβάσταχτη. Θυμάμαι ακόμη την αίσθηση, τη βοή που είχανε τα αυτιά μου από την ησυχία καθώς καθάριζαν από την τύρβη του κόσμου. Ήτανε δύσκολο να φτάσεις στο σημείο να μην ακούς τίποτα άλλο παρά μόνο… τη λεπτή φύση. Όταν πέρασε η περίοδος της προσαρμογής ήτανε μια μαγεία. Εκτός από τις κότες, που κάθε πρωί μετά την εκκλησία πήγαινα και τους έβαζα νερό και φαγητό, ανάλογα με την εποχή του χρόνου είχα αναλάβει διάφορες άλλες δουλειές. Παραδείγματος χάρη, το Νοέμβριο-Δεκέμβριο μάζευα ελιές. Γύρω απ’ το κελί υπήρχαν είκοσι περίπου ρίζες και είπα στον Ιερόθεο ότι θ’ αναλάβω εγώ να μαζέψω τον καρπό. Ανέβαινα πάνω στα δέντρα, είχα ένα ταγάρι κρεμασμένο στο λαιμό και το γέμιζα. Κατέβαινα από το δέντρο για να ρίξω τις ελιές μέσα σε κάποιο κοφίνι, ξανανέβαινα και… όσο άντεχα. Εκείνους τους μήνες ο Ιερόθεος φρόντιζε μεγάλες εκτάσεις από ελιές με συνεργεία που έκαναν τη συγκομιδή, ραβδίζοντας. Αφού μάζεψα λοιπόν τις δικές μου ελιές, τις βάλαμε μέσα σε μεγάλα τσουβάλια από λινάτσα. Βάλαμε από πάνω μια μεγάλη πέτρα για να φύγουν τα ζουμιά… Αλάτι και ρίγανη μέσα στα τσουβάλια. Φεύγαν τα ζουμιά. Και μετά από δεκαπέντε μέρες άρχιζαν να ξεπικρίζουν, να σταφιδιάζουν και μετά από δεκαπέντε-είκοσι μέρες βάζαμε το χέρι μέσα στα τσουβάλια και τρώγαμε ελιές. Ήτανε οι ωραιότερες θρούμπες που έχω φάει ποτέ.
Αυτό το σχολείο φαίνεται ότι ήτανε τόσο μεγάλο όσο και η Vincennes. Αυτό το σχολείο ήταν σημαντικότερο από τη Vincennes. Δηλαδή με έχει σφραγίσει… βαθιά… Επίσης ζύμωνα. Μαζί με τον Ιερόθεο. Ξυπνάγαμε στις τρεις το πρωί, είχαμε πάρει στάρι αλεσμένο από χειροκίνητο μύλο. Προζύμι πήραμε από ένα διπλανό κελί μοναχών που τους φώναζαν «οι Μοραΐτες», γιατί ήτανε από το Μοριά. Τρία γερόντια… Ζυμώνανε… Ο νεότερος ήταν εβδομήντα πέντε ετών! Ξυπνάγαμε λοιπόν τρεις η ώρα το πρωί, ανάβαμε το τζάκι, δεν είχε θέρμανση το σπίτι. Μπροστά στο τζάκι ζυμώναμε. Ο Ιερόθεος μου ‘ριχνε στα χέρια νερό, εγώ έπλαθα. Κι είχαμε δύο τεράστιες πινακωτές, από εφτά καρβέλια η καθεμία. Τυλίγαμε με κουβέρτες τις πινακωτές με τη ζύμη, τις αφήναμε μπροστά στο τζάκι μέχρι η ζύμη να φουσκώσει. Εντωμεταξύ, κατεβαίναμε με τον Ιερόθεο στην εκκλησία, στο Πρωτάτο. Ο Ιερόθεος εκείνη την εποχή ήτανε ο κλειδοκράτωρ του Πρωτάτου. Το κελί του Ιερόθεου ήτανε περίπου είκοσι λεφτά μακριά από τις Καρυές. Κατήφορος.
Στο Πρωτάτο είναι και το Άξιον Εστί και όλες οι θεσπέσιες τοιχογραφίες του Πανσέληνου. Κατεβαίναμε λοιπόν, ο Ιερόθεος κι εγώ, ζεσταίναμε την εκκλησία με δυο σόμπες, ανάβαμε τα καντήλια και τα κεριά. Κάποια στιγμή χτυπάγαμε τις καμπάνες,ερχόντουσαν και οι άλλοι μοναχοί για να γίνει η λειτουργία.
Τι φορούσες; Δε φορούσα ράσο. Έβαλα μόνο ένα σκουφάκι για να κρατιούνται τα μαλλιά μου. Το είχανε πλέξει κάτι καλόγριες. Και αυτό το σκουφάκι έχει την ιστορία του, αλλά τέλος πάντων… Το έχω ακόμη. Όταν γυρίζαμε από την εκκλησία, τη μέρα που είχαμε ζυμώσει, το ψωμί ήταν έτοιμο ως επί το πλείστον, είχε φουσκώσει. Έπαιρνα τις δύο πινακωτές, που ζυγίζανε αρκετά κιλά… μία σε κάθε ώμο. Και κατέβαινα πάλι στις Καρυές για να δώσω τα καρβέλια στο φούρναρη, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι. Τα άφηνα και γύριζα στο κελί. Αλλά πώς θα ανέβαιναν πάλι όλα αυτά τα καρβέλια; Κατεβαίναμε με τον αλογά. Είχε έναν αλογά ο Ιερόθεος. Τα ανεβάζαμε στο σπίτι. Με το που ανεβάζαμε το ψωμί, ένα καρβέλι έφευγε στην καθισιά. Φρέσκο ψωμί ζεστό με ελιές.
Τι ώρα μπορεί να συνέβαινε τώρα αυτό; Δέκα… Έντεκα. Ήταν ένα θεσπέσιο έδεσμα… Και όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο πιο νόστιμο γινόταν αυτό το ψωμί. Ζυμώναμε κάθε δεκαπέντε μέρες περίπου. Πήγαινα και στο δάσος, έκοβα ξύλα… Την άνοιξη με μια κοσιά θέριζα τα χόρτα. Μεγάλωναν σαν θηρία εκειπάνω. Όργωσα με το μουλάρι, θειάφισα το αμπέλι, έφτιαξα λάδι.
Σε πέτρα; Σε χειρόμυλο; Στο χειρόμυλο. Σαπούνι έφτιαξα επίσης. Είχαμε ένα σαπούνι που όταν πλενόσουν το δέρμα γινόταν σαν μετάξι. Διάφορες τέτοιες δουλειές. Και στο κελί μέσα μικροδουλειές.
Και πόσο κράτησαν αυτές οι σπουδές; Δύο χρόνια… με διακοπές. Δηλαδή, αν τα δύο χρόνια έχουν είκοσι τέσσερις μήνες, θα ‘μεινα δεκαοκτώ-είκοσι μήνες. Βασικά το καλοκαίρι έφευγα, γιατί πιθανώς νοσταλγούσα τη θάλασσα. Εκεί δεν επιτρεπόταν το κολύμπι. Μια φορά έκανα μια βουτιά στη θάλασσα. Άλλωστε δε σου κάνει και αίσθηση να μπεις στη θάλασσα να λουστείς όταν ξέρεις ότι υπάρχει κάποιος μοναχός που μπορεί και να σκανδαλιστεί, δεν ξέρω τι, δεν σου κάνει κέφι, και γενικά είχα μπει μέσα σε ένα κλίμα όπου αντιμετώπιζα πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να τρελαθώ, δηλαδή να πιστέψω. Γιατί η πίστη είναι μια τρέλα. Δεν έγινε. Ένας απ’ τους λόγους που δεν έγινε…
Καλά, πως ήθελες να πιστέψεις, έτσι επίτηδες; Όχι, αλλά, ξέρεις, φτάνεις σε αυτό το σημείο που μπορείς να πεις «μένω εδώ». Επέκεινα. Το Άγιον Όρος μπορεί να γοητέψει… τον οποιοδήποτε… ιδιαίτερα έναν νέο άνθρωπο γύρω στα είκοσι πέντε του χρόνια. Όπως είπα, ο λόγος ο πρόδηλος που προβαλλω για να πάω στο Άγιον Όρος ήταν για να διαβάσω εκεί τον Πλάτωνα. Ωστόσο υπάρχουν κι άλλοι λόγοι πιο μυστήριοι. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει… Έχω μείνει κληρονόμος μιας περιουσίας και προστάτης για τη μάνα μου και τις δύο αδερφές μου. Ήταν μια δύσκολη οικογένεια. Πολλά προβλήματα υγείας. Όμως δεν με έλκει να ασχοληθώ με όλα αυτά τα κληρονομικά. Φεύγω μακριά κι απο τις γυναίκες της οικογένειας που δεν μπορούσανε να ‘ρθουν να με βρουν εκεί στο Άγιον Όρος…
Εκεί, συνέχεια διάβαζα… Εκτός από τα διαλείμματα που έκανα τις δουλειές και τις ώρες που περνούσα στην εκκλησία, όπου άκουγα τα λόγια ξανά και ξανά. Ακούς και ξανακούς… Μια φορά, μια δεύτερη φορά και τρίτη φορά και τέταρτη και πέμπτη… Και κάποια στιγμή, εξαίφνης, συμβαίνει κάτι το αναπάντεχο, ανεπανάληπτο και μοναδικό…
Κάποια στιγμή ο Πίτερ Μπρουκ ρωτάει τον Παΐσιο: «Τι πιστεύετε για τις άλλες θρησκείες;» Και η απάντηση του Παΐσιου είναι: «Όλες οι θρησκείες είναι χρυσός, αλλά η ορθοδοξία είναι είκοσι τέσσερα καράτια.»
Έτυχε να γνωρίσεις τον μοναχό Παΐσιο; Τον γνώρισα. Έχουνε μείνει δύο στιγμές πολύ έντονες. Η μία στη Μονή Σταυρονικήτα. Ήταν του Αγίου Νικολάου, που είναι ο προστάτης του μοναστηριού και γίνεται ολονύκτια αγρυπνία στην εκκλησία. Είχαν μαζευτεί όλοι οι καλύτεροι ψαλτάδες του Αγίου Όρους και ήτανε σαν να ‘χουνε κατέβει οι αγγέλοι. Με την ανατολή, καθώς βγαίνουμε από την εκκλησία, δε θα ξεχάσω ποτέ, όταν συναντηθήκαμε στην αυλή, το φως απ’ το χαμόγελό του Παΐσιου. Με είδε, χαμογέλασε, χαμογέλασα. Αυτό το φως δεν σβήνει, ταπεινώνεται και ταπεινώνει. Τον ξαναείδα, μετά από χρόνια, όταν ξαναγύρισα στο Άγιον Όρος με τον Πίτερ Μπρουκ, στις αρχές του 1990. Ήτανε η εποχή που μετέφραζα τον Μπέκετ. Βρέθηκαν στο σπίτι μου στο Παρίσι ο Πίτερ Μπρουκ, η γυναίκα του η Νατάσα και η Κυβέλη. Σ’ αυτή τη συνάντηση μου λέει: «Έχω επισκεφτεί όλα τα μεγάλα πνευματικά κέντρα στην Ασία, στην Αφρική κι αλλού. Δεν έχω επισκεφτεί ποτέ το Άγιον Όρος.»
Κάναμε λοιπόν αυτό το ταξίδι οι δυο μας, κράτησε τέσσερις μέρες.
Κατάλαβε τίποτα; Νομίζω πως ναι. Ήθελε να συναντήσει στάρετς. Και τον οδήγησα σε διάφορους μοναχούς, ένας εκ των οποίων ήτανε ο Παΐσιος. Περπατήσαμε, ο Ιερόθεος, ο Πίτερ Μπρουκ κι εγώ, από το σπίτι περίπου μία ώρα… Φτάνουμε μπροστά στο κελί του —έχει μια περίφραξη— και ο Ιερόθεος φωνάζει: «Παΐσιε, Παΐσιε!» Δεν ανοίγει ο Παΐσιος. Περιμένοντας μας λέει: «Μέσα είναι.» Ο Ιερόθεος ήξερε τις συνήθειες του Παΐσιου. Ε, μετά από, δεν ξέρω, μετά από μια ατέλειωτη ώρα, βγάζει το κεφαλάκι του ο Παΐσιος και λέει: «Ποιος είναι;» «Ιερόθεος.» «Ο εξ Αθηνών;» — αναφερόταν στον Ιερόθεο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών το 2ο αιώνα μ. Χ.
[Γέλια.]
Μπήκαμε μέσα τελικά. Μας δέχθηκε ο Παΐσιος στην αυλή του —δεν μπήκαμε μέσα στο κελί—, ο Πίτερ Μπρουκ, ο Ιερόθεος κι εγώ. Εγώ έκανα τον διερμηνέα. Μας προσφέρει λουκούμι και νερό. Ο Πίτερ Μπρουκ ήθελε να μη μιλώ στο τρίτο πρόσωπο. Να μιλάω εγώ σαν να μιλάει εκείνος. Και ό,τι μου λέει ο άλλος πάλι στο πρώτο πρόσωπο. Ήταν συγκλονιστικό, γιατί ο Παΐσιος του έκανε μερικές πάρα πολύ απλές ερωτήσεις, χωρίς να ξέρει ποιον είχε απέναντί του. «Τι κάνετε στη ζωή σας;» «Θέατρο», απαντά ο Μπρουκ. «Είναι κάτι το χρήσιμο στην κοινωνία;» Και με πολλή σεμνότητα και αιδώ, ο Πίτερ Μπρουκ προσπαθούσε να εξηγήσει ότι αυτό που κάνει νομίζει ότι είναι χρήσιμο. Όσα έλεγε αφορούσαν την πεμπτουσία του έργου του. Με ακρίβεια και σαφήνεια. Τον άκουγα. Διερμήνευα. Κάποια στιγμή ο Πίτερ Μπρουκ ρωτάει τον Παΐσιο: «Τι πιστεύετε για τις άλλες θρησκείες;» Και η απάντηση του Παΐσιου είναι: «Όλες οι θρησκείες είναι χρυσός, αλλά η ορθοδοξία είναι είκοσι τέσσερα καράτια.» Αφού μιλήσαν, γύρισε ο Παΐσιος και με ρώτησε: «Κι εσύ, Δημήτρη, πώς είσαι; Τι κάνεις;» Του λέω: «Εγώ τώρα είμαι το πρόσωπο του άλλου.» Και πριν φύγουμε, δε θα ξεχάσω ποτέ την εγκάρδια αγκαλιά που δώσανε, την ένταση και τον παλμό που υπήρξε ανάμεσά τους… Επισκεφτήκαμε με τον Πίτερ Μπρουκ κι άλλους αγίους, λιγότερο ή καθόλου γνωστούς… αλλά αυτό θα το διηγηθούμε μια άλλη φορά. Να ξέρεις, όταν αρχίζω να μιλώ για το Άγιον Όρος, σταματημό δεν έχω…
Εκειπάνω τέθηκε μέσα μου το δίλημμα: «Είμαι χριστιανός ή είμαι Έλλην;» Και νομίζω ότι επικράτησε ο Έλλην. Χρειάστηκα περίπου έξι χρόνια για να απομακρυνθώ από την αίγλη του Αγίου Όρους. Το σπίτι που βρήκα όταν ξαναγύρισα στο Παρίσι το ’76 ήταν μία αετοφωλιά, που μου θύμιζε το δωμάτιό μου στο Άγιον Όρος.
Στις δεκαετίες ’60-’70 ήταν τόσο εκτεταμένο το φαινόμενο του ξενιτεμού και τόσο ισχυρό το αίσθημα του νόστου. Παρατηρήθηκε το φαινόμενο να προσεγγίζουν οι ξενιτεμένοι Έλληνες την ουσία της ελληνικότητας ζώντας στις ευρωπαϊκές ή και τις υπερπόντιες πρωτεύουσες. Ζώντας έξω από την Ελλάδα αισθάνθηκα κι εγώ τότε πολύ βαθιά το ελληνικό στοιχείο που κουβαλάω. Στην καρδιά της Νέας Υόρκης εκλαιγα με αναφιλητα ακούγοντας τη Βούλα Πάλλα η την Ξανθίππη Καραθανάση. Εσύ πότε συνάντησες τον Έλληνα μέσα σου; Στο Παρίσι. Την εποχή της Χούντας. Δηλαδή το πιο δυνατό συναίσθημα στην αρχή δεν ήταν η νοσταλγία αλλά ότι βρέθηκα σε μια κοινωνία άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ενώ στην Αθήνα και στην Ελλάδα είχα προσβάσεις προς όλες τις κατευθύνσεις… Έξω ξαφνικά δεν ήξερα κανέναν, δεν ήμουνα κανένας. Αυτό το πράγμα ήταν σημαντικό. Αυτή η εξορία μού επέτρεψε να ‘ρθω αντιμέτωπος με τον εαυτό μου για πρώτη φορά. Μετά, στο Άγιον Όρος, που ξαναβρίσκομαι αντιμέτωπος με τον εαυτό μου, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής, η ξενιτιά μακραίνει στο έπακρο. Η «ξενιτεία» του Αγίου Όρους είναι απερινόητη.
Και ξαναβλέπω την Ελλάδα και τον εαυτό μου μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Να σημειώσω εδώ ότι όταν αποφοίτησα από την πρώτη τάξη των μαθηματικών και πριν πάω στη Vincennes, μάζεψα τα μπογαλάκια μου και λέω θα γυρίσω στην Ελλάδα να ζήσω. Κατέβηκα, πέρασα τρεις μήνες στην Ελλάδα και τα ξαναμάζεψα τα μπογαλάκια μου και ξανάφυγα στο Παρίσι.
Πώς άρχισα να γράφω; Έχει σημασία. Στις ώρες των μαθηματικών ή της φυσικής ή της χημείας, όπου δεν καταλάβαινα παρά ελάχιστα. Και ήταν μαθήματα που κρατούσανε τέσσερις ώρες, συνέχεια. Από κάποια στιγμή και ύστερα δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τι έλεγε ο δάσκαλος. Πώς θα μείνω άλλες τρεις ώρες εδώ, σκεφτόμουν. Οπότε άρχισα να γράφω μέσα στην τάξη. Μετά πήγαινα στο Jardin du Luxembourg, που ήτανε δίπλα, και έγραφα κι εκεί. Αλλά δεν έγραφα για να πω «έκανα αυτό, εκείνο, εκείνο…», έγραφα… για να μεταδώσω στους μακρινούς μου φίλους την ουσία της εμπειρίας που ζούσα. Αυτές οι επιστολές αποτελούν τη μαγιά των πρώτων μου ποιημάτων. Συνθέτουν την ενότητα Αίθριος Δεσμός στο πρώτο μου βιβλίο Έρως Αλλογενής, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1979 από τις εκδόσεις «Κείμενα».
Οι σταθμοί της ζωής σου ήτανε πρόσωπα ή γεγονότα ή και τα δυο; Τα πρόσωπα με τα γεγονότα συνδυάζονται. Είναι αλληλένδετα. Αλλά υπήρξαν πρόσωπα-καταλύτες στη διαδρομή.
Και μ’ έναν περίεργο τρόπο μοιάζει να έχεις ενσωματώσει αυτά τα πρόσωπα, μοιάζεις φορτωμένος με πρόσωπα. Σημαντικά πρόσωπα που πέρασαν απ’ τη ζωή σου. Εν μέρει ναι, όπως και το Άγιον Όρος το κουβαλάω μέσα μου πλέον, παρόλο που δεν είμαι ούτε θρήσκος ούτε χριστιανός. Και για να γίνει αυτή η μεταφορά έξω από τον χώρο της πίστης χρειάστηκε να περάσω μέσα από μια ανάλυση υπό την εποπτεία του Κορνήλιου Καστοριάδη.
Πώς ήταν η σχέση σας; Κομβική, δημιουργική. Στο βαθμό που ο Καστοριάδης βρισκόταν στην πολυθρόνα κι εγώ στο ντιβάνι. Εγώ ήμουν ο ασθενής.
Συναντιόσασταν και εκτός; Κατά τύχη είχαμε συναντηθεί εκτός. Μια φορά στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ, όταν είχε ανεβάσει το έργο του Τσέχωφ ΟΒυσσινόκηπος. Και άλλη μια φορά στο δρόμο, τυχαία. Και άλλη μια φορά στο Beaubourg σε μια εκδήλωση για τον Ταχτσή που ήτανε φίλος του Καστοριάδη.
Μιλούσε καθόλου εκείνος; Ποτέ δε μιλούσε. Ή μάλλον δύο φορές μίλησε, αλλά καταλυτικά. Στην αρχή, όταν ξεκίνησα την ανάλυση, ήμουνα ενθουσιασμένος που επιτέλους υπάρχει κάποιος σοφός που μ’ ακούει. Του έλεγα για τα διαβάσματά μου, για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τις μεταφυσικές μου απορίες… Οπότε κάποια στιγμή σταματάω και λέω: «Δεν ξέρω γιατί μιλάω τόσο αφηρημένα.» Κι εκεί σαν ατάκα αμέσως σκιρτά ο Καστοριάδης και λέει: «Όπως θα έλεγε ο La Palice, μιλάτε αφηρημένα για να μη μιλήσετε συγκεκριμένα.» Του λέω: «Δεν ξέρω ποιος είναι ο κύριος La Palice, αλλά…» Ακαριαία, εκείνη τη στιγμή, έγινε η στροφή. Όλη η ανάλυση βασίστηκε έκτοτε στο λαβύρινθο των ονείρων μου.
Η αίσθηση που έπαιρνες από τον Καστοριάδη ήταν θερμή; Δηλαδή έβγαζε θέρμη ή ψύχρα σαν άνθρωπος; Είχε μεγάλη θέρμη. Και κάποια στιγμή επίσης άκουγα ότι τον έπιανε ο ύπνος, σαν να ροχάλιζε. Δεν ξέρω αν πραγματικά τον έπαιρνε ο ύπνος, υπήρχε όμως ένα… Μπορεί να ‘τανε συγκεντρωμένος, απορροφημένος. Δεν τον έβλεπα. Γιατί ήταν από πίσω μου. Στο ντιβάνι, άμα είναι εκεί το κεφάλι, η πολυθρόνα είναι από πίσω. Εγώ κοιτάζω απέναντι, τον τοίχο. Κι αυτός ακούει, από πίσω. Μερικές φορές άκουγα να παίρνει το μολύβι και να σημειώνει. Ένιωθα εμπιστοσύνη… παρόλο το αβέβαιο και ριψοκίνδυνο του εγχειρήματος… παρόλο που δε μίλαγε. Απλώς η παρουσία του.
Δεν αναλάμβανε εύκολα κόσμο. Δεν ξέρω. Έχει ενδιαφέρον πώς ξεκίνησα. Τον πήρα τηλέφωνο. Είχα ακούσει για τον Κορνήλιο από τη θεία μου τη Γιάννα Σαββίδη. Η Γιάννα, αδελφή της μητέρας μου, ήταν παντρεμένη με τον αδερφό του Γιώργου του Σαββίδη και έκαναν πολλή παρέα με την Εριφύλη Καρτάλη, τη γυναίκα του Γιώργου Καρτάλη. Και ο Κορνήλιος ήτανε πολύ φίλος με τον Γιώργο Καρτάλη, που καταγόταν από το Βόλο.
Την πρώτη φορά που του τηλεφώνησα ήταν για να τον ρωτήσω πώς μπορώ να βοηθήσω την αδερφή μου τη Ρένα, η οποία κατέρρεε εκείνη την εποχή. Έκανε αιμοκάθαρση… Φύγαμε μαζί απ’ την Αθήνα το 1976 και πήγαμε στο Παρίσι, στο νοσοκομείο. Είχανε χαλάσει τα νεφρά της… μάλλον τα είχε καταστρέψει η ίδια παίρνοντας καθαρτικά σε μεγάλη ποσότητα για να αδυνατίσει. Αντί να παίρνει ένα, έπαιρνε τριάντα. Επειδή αυτά τα φάρμακα έχουνε πολύ υδράργυρο η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη. Χρειάστηκε να κάνει μεταμόσχευση νεφρού. Ναι, είναι η ιστορία της αδερφής μου της Ρένας, η οποία πέθανε το 1982 σε ηλικία 33 ετών.
Την παίρνω λοιπόν και ερχόμαστε στο Παρίσι, μπαίνει στο νοσοκομείο και ξεκινάει μια περιπέτεια που κράτησε ως το 1982. Τηλεφωνώ στον Καστοριάδη για να ρωτήσω πώς μπορώ να βοηθήσω τη Ρένα. Αλλά έφτασε κάποια στιγμή που εγώ είχα την ανάγκη της ανάλυσης. Πριν πεθάνει η Ρένα. Και χρειάστηκε τότε μεγάλος αγώνας για να σηκώσω το τηλέφωνο και να μιλήσω ξανά στον Κορνήλιο… Μου λέει: «Γεια σας. Τι κάνετε; Πώς είστε;» Λέω: «Θέλω να σας δω.» Μου λέει: «Για ποιο λόγο;» Λέω: «Θα ήθελα να αρχίσω μια ανάλυση μαζί σας.» Μπορεί να ‘τανε Μάρτιος του ’80. Και μου λέει: «Έλατε σε ένα μήνα», κάτι τέτοιο. Λέω: «Δε θα ‘μαι στο Παρίσι.» Είχα κανονίσει να κατέβω στο Montpellier για να μεταφράσω μαζί με ένα φίλο μου καλό, Γάλλο, τον Jean-Jacques Bedoussac, τα ποιήματα της πρώτης συλλογής. O Jean-Jacques δε μιλούσε νέα ελληνικά, αλλά μιλούσε αρχαία ελληνικά και ήτανε δάσκαλος αρχαίων, λατινικών και γαλλικών στο Γυμνάσιο. Έτσι, δώσαμε ραντεβού με τον Καστοριάδη τον Ιούνιο. Η πρώτη συνάντηση δεν ήταν στο ντιβάνι, ήταν για να δει αν θέλει και μπορεί να δουλέψει μαζί μου. Μια πρώτη φορά, μετά από δεκαπέντε μέρες μια δεύτερη φορά, μετά από δεκαπέντε μέρες τρίτη φορά. Ας το πούμε τεστ.
Την τρίτη φορά μού λέει: «Ωραία, μπορούμε να ξεκινήσουμε. Πάρτε με τηλέφωνο» —είναι Ιούλιος του ‘80— «Πάρτε με τηλέφωνο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου του 1981.» Μετά δηλαδή από εφτά μήνες περίπου. «Για να κανονίσουμε ένα ραντεβού.» Κι εγώ έμεινα… σύξυλος. Αλλά σ’ αυτό το ενδιάμεσο διάστημα συναντώ τον Jerome Andrews.
Η γνωριμία αυτή έγινε χάρη στο Χριστόφορο Χριστοφή. Ήθελα το σώμα μου να ανανήψει και πάλι. Γιατί το σώμα μου στο Παρίσι, μετά την παραμονή στο Άγιον Όρος, άρχιζε να εξασθενεί, με την επώδυνη εμπειρία της καθημερινής σύγκρουσης ζωής και θανάτου όπου το σώμα της Ρένας ήταν το πεδίο της μάχης.
Τέλος πάντων, ο Χριστόφορος με πηγαίνει στον Jerome, συναντιόμαστε, είναι τέλος του ’80. Ξεκινάω να δουλεύω με τον Jerome και σε μια βδομάδα κάτω από την πόρτα βρίσκω ένα γράμμα απ’ τον Καστοριάδη που μου λέει: «Όπως σας είχα πει, πιθανώς να είχα μία ευκαιρία νωρίτερα. Αν θέλετε την τάδε μέρα την τάδε ώρα rendez-vous.» Δηλαδή παραδοθείτε. Αυτό συμβαίνει μια βδομάδα περίπου αφού είχα ξεκινήσει να δουλεύω με τον Jerome. Οπότε η κάθοδος στα μύχια της ψυχής και η μύηση στα μυστήρια του σώματος συμπίπτουν.