Αυτόματη προσαρμογή του εγκεφάλου στο θόρυβο

Από τον Χρήστο Προυκάκη

Τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόζεται στους ήχους του περιβάλλοντος ο εγκέφαλος των ζώων αλλά και του ανθρώπου αποκαλύπτει πρόσφατη μελέτη του πανεπιστημίου Macquarie στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Όπως διαπιστώθηκε από τις έρευνες η διαδικασία αυτή είναι περισσότερο περίπλοκη από ότι γνώριζαν έως σήμερα οι επιστήμονες, καθώς εκτός του βασικού μηχανισμού της ακοής, εμπλέκονται νευρώνες και δυο περιοχές του εγκεφάλου, ο «μεσεγκέφαλος» και το μέρος του φλοιού για την ακοή.

Μάλιστα αναφέρεται ότι εντοπίσθηκε ένα αντιφατικό συμπέρασμα. Άτομα τα οποία κατόπιν της τυπικής εξέτασης παρουσιάζουν φυσιολογικό ακουόγραμμα, ταυτόχρονα διαμαρτύρονται ότι αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία να συζητήσουν σε θορυβώδες περιβάλλον. Το πρόβλημα αναφέρεται σε ένα φαινόμενο το οποίο ονομάζεται «κρυμμένη απώλεια ακοής» και πλήττει ανθρώπους συγκριτικά μεγάλης ηλικίας.

Κατά το δυνατόν απλούστερα σε φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του εγκεφάλου οι σχετικές διεργασίες επιχειρούν- και όπως διαπιστώθηκε επιτυγχάνουν- να «απομονώσουν» την ομιλία μεταξύ δυο ατόμων σε περιβάλλον με υψηλής έντασης ήχους-θόρυβο, συνομιλίες κλπ. Επομένως η συζήτηση σε τέτοιες συνθήκες είναι δυσχερής.

Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η λειτουργία της ακοής προσαρμόζεται στην ένταση του θορύβου που επικρατεί στο περιβάλλον περιλαμβάνοντας ήχους μεγάλου εύρος έντασης, από πολύ χαμηλή στάθμη έως ιδιαιτέρως υψηλή που είναι και η πλέον ενοχλητική.

Το ενδιαφέρον των επιστημόνων προκάλεσε και η διαπίστωση ότι οι νευρώνες για την λειτουργία της ακοής εξοικειώνονται με τους έντονους ήχους του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε πολύ γρήγορα επιταχύνουν την προσαρμογή τους στο συγκεκριμένο ηχητικό περιβάλλον. Το ιδιαιτέρως σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι οι νευρώνες ουσιαστικά «εκπαιδεύονται» στο εκάστοτε ηχητικό περιβάλλον προκειμένου να λειτουργήσουν όσο είναι δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

Για παράδειγμα εάν ο εγκέφαλος παραμείνει επί πέντε ή έξη φόρες στο ίδιο θορυβώδες περιβάλλον, τότε οι σχετικοί νευρώνες προσαρμόζονται κατά δυο φορές ταχύτερα συγκριτικά με την πρώτη φορά. Μέσω αυτής της διαδικασίας μεγιστοποιείται η μεταφορά της ακουστικής πληροφορίας στον εγκέφαλο.

Τα πειράματα έγιναν σε ινδικά χοιρίδια, ένα είδος με παρόμοια προς εμάς συμπεριφορά στους ήχους του περιβάλλοντος, από τους πλέον ασθενείς έως τους ισχυρότερους. Για πρώτη φορά διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια δίοδος επικοινωνίας, δηλαδή ένα είδος βρόγχου (όπως και στην ενδοεπικοινωνία ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συστημάτων), μεταξύ του μεσεγκεφάλου και του μέρους εκείνου από τον φλοιό που επεξεργάζεται το λόγο.

Αν και αρχικά ήταν γνωστό ότι ο μεσεγκέφαλος διατηρούσε στην «μνήμη» του ηχητικές πληροφορίες του περιβάλλοντος για ελάχιστο χρονικό διάστημα στην πραγματικότητα αυτές παραμένουν για αρκετά λεπτά. Αυτό το συμπέρασμα εξηγεί και τη γρήγορη «εκπαίδευση» των νευρώνων της ακοής σε διαφορετικά ηχητικά περιβάλλοντα. Όμως όταν ο βρόχος αυτός για διάφορους λόγους διακόπτεται τότε οι νευρώνες παύουν να προσαρμόζονται.

Σε άλλη σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο του Μέριλαντ επιπλέον αυτών ομαδοποιήθηκαν με κριτήριο την ηλικία οι ομάδες που μπορούν ή αδυνατούν να συζητήσουν σε ένα θορυβώδες περιβάλλον. Άνθρωποι ηλικίας 61-73 ετών ενώ χαρακτηρίζονται από καλά αποτελέσματα έλεγχου της ακοής τους δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε συζήτηση που διεξάγεται σε θορυβώδες περιβάλλον. Επίσης διαπιστώθηκε ότι γενικώς μεγάλης ηλικίας άνθρωποι, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος, παρουσιάζουν δυσχέρεια αλλά και καθυστέρηση στην επεξεργασία της ομιλουμένης γλώσσας.

Συνολικώς η δυσχέρεια αυτή οφείλεται στη γήρανση του εγκεφάλου γι’ αυτό και οι επιστήμονες αναζητούν μεθόδους που κατά μια έννοια θα τον «εκπαιδεύσουν» ώστε να βελτιωθούν οι λειτουργίες της ακοής αλλά και της επεξεργασίας του λόγου. Επειδή η διαδικασία αυτή αλλά και τα αποτέλεσμα της έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την καθημερινότητα μας, εργάζονται διάφοροι ερευνητικοί φορείς προκειμένου να εμπλουτισθούν τα συμπεράσματα.

via