Μούζιλ: Περί Βλακείας

Δεν έχω ανακαλύψει καμία θεωρία για τη βλακεία, με τη βοήθεια της οποίας θα μπορούσα να επιχειρήσω να λυτρώσω τον κόσμο. Ακόμα και μέσα στα όρια της επιστημονικής επιφυλακτικότητας, δε βρήκα κάποια έρευνα με τέτοιο αντικείμενο ούτε καν μια ταύτιση γνωμών όσον αφορά στην έννοιά της, όπως θα μπορούσε καλώς ή κακώς να προκύψει από τη μελέτη συναφών θεμάτων. Μπορεί αυτό να οφείλεται στην άγνοιά μου, αλλά το πιθανότερο είναι πως το ερώτημα «Τι είναι η βλακεία;» ανταποκρίνεται ελάχιστα στις συνθήκες της σημερινής διανόησης, όπως τα ερωτήματα τι είναι καλό, τι είναι ωραίο ή τι είναι ηλεκτρισμός. Εντούτοις είναι αρκετά ελκυστική η επιθυμία να προσδιοριστεί επιτέλους αυτή η έννοια και να δοθεί μία όσο το δυνατόν πιο νηφάλια απάντηση σε ένα τόσο πρωταρχικό ερώτημα κάθε ύπαρξης.

Έτσι μια μέρα καταπιάστηκα κι εγώ με το ερώτημα τι είναι πραγματικά η βλακεία και όχι όπως εμφανίζεται -μια περιγραφή που θα αποτελούσε για μένα μάλλον ένα επαγγελματικό κίνητρο και μια αποστολή. Και καθώς δεν ήθελα να καταφύγω στη λογοτεχνία ούτε μπορούσα να το κάνω με επιστημονικό τρόπο, το επιχείρησα εντελώς απλοϊκά, όπως είναι πάντα το ευκολότερο σε τέτοιες περιπτώσεις, ξεκινώντας απλώς από τη χρήση της λέξης «βλακεία» και των συναφών της, αναζητώντας τα πιο κοινά παραδείγματα και φροντίζοντας να τα βάλω σε μια σειρά μόλις τα σημείωνα.

Μία τέτοια μέθοδος δυστυχώς έχει πάντα κάτι κοινό με το κυνήγι της πεταλούδας: αυτό που νομίζουμε πως παρατηρούμε, το παρατηρούμε για λίγο, χωρίς να το χάνουμε από τα μάτια μας, αλλά καθώς πλησιάζουν από διαφορετικές κατευθύνσεις και άλλες, εντελώς όμοιες πεταλούδες διαγράφοντας μια εντελώς όμοια τεθλασμένη πορεία, σύντομα δεν ξέρουμε πια αν ακολουθούμε την ίδια. Αυτό συμβαίνει και με τα παραδείγματα από την οικογένεια της βλακείας: δε μπορούμε πάντα να διακρίνουμε αν σχετίζονται πραγματικά λόγω της προέλευσής τους ή αν συνδέονται απλώς επιφανειακά και εμείς τυχαία περνάμε από το ένα στο άλλο, ούτε και είναι τόσο απλό να τα αναγάγουμε όλα σε ομώνυμα κλάσματα με τη βλακεία ως κοινό παρονομαστή.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όμως, είναι σχεδόν αδιάφορο πως θα αρχίσουμε. Αν αρχίσουμε λοιπόν με οποιονδήποτε τρόπο και αμέσως μάλιστα με την πρωταρχική δυσκολία, πως όποιος προτίθεται να μιλήσει περί βλακείας ή να επωφεληθεί από τη συμμετοχή του σε μια τέτοια συζήτηση, πρέπει να προϋποθέσει πως ο ίδιος δεν είναι βλαξ -άρα να ισχυριστεί ανοιχτά πως πιστεύει ότι είναι έξυπνος, παρόλο που αυτό θεωρείται ως ένδειξη βλακείας! Αν εξετάσουμε όμως αυτό το ερώτημα, γιατί θεωρείται βλακεία να ισχυρίζεται κανείς ανοιχτά πως είναι έξυπνος, προκύπτει καταρχάς μια απάντηση που φαίνεται σκεπασμένη από τη σκόνη των προγονικών αντιλήψεων, διότι λέει πως είναι πιο συνετό να μην εμφανίζεται κανείς ως έξυπνος.

Είναι πιθανόν πως αυτή η βαθιά δυσπιστία, η σήμερα πλέον όχι κατανοητή επιφύλαξη, οφείλεται ακόμα σε καταστάσεις όπου ήταν όντως εξυπνότερο για έναν λιγότερο ισχυρό να μη θεωρείται έξυπνος, καθώς η εξυπνάδα του μπορούσε να θεωρηθεί απειλή για τον περισσότερο ισχυρό! Η βλακεία αντιθέτως αποκοιμίζει τη δυσπιστία, την αφοπλίζει, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ίχνη μιας τέτοιας παλιάς πονηριάς ή κουτοπονηριάς υπάρχουν ωστόσο ακόμα σε σχέσεις εξάρτησης, όπου οι δυνάμεις έχουν κατανεμηθεί τόσο άνισα, ώστε ο ανίσχυρος να παριστάνει, για την ασφάλειά του, έναν μεγαλύτερο βλάκα απ’ ό,τι είναι.

Αυτά τα ίχνη, για παράδειγμα, εμφανίζονται ακόμα στην επαρχιώτικη κουτοπονηριά, στη συναναστροφή των υπηρετών με τους ευφραδείς κυρίους τους, στη σχέση του στρατιώτη με τον ανώτερό του, του μαθητή με τον δάσκαλο και των παιδιών με τους γονείς. Εκείνος που ασκεί την εξουσία εκνευρίζεται λιγότερο με την ανικανότητα ενός ανίσχυρου, παρά με την άρνησή του. Η βλακεία μάλιστα τον φέρνει σε απόγνωση, δηλαδή αναμφίβολα σε μια κατάσταση αδυναμίας.

Αυτό συμφωνεί απόλυτα με την άποψη πως η εξυπνάδα εύκολα τον εξοργίζει. Την εκτιμά, βέβαια, στον δουλοπρεπή, αλλά μόνον εφόσον συνδέεται με μια υποταγή άνευ όρων. Από τη στιγμή που λείπει αυτό το εχέγγυο και γίνεται αβέβαιο αν εξυπηρετεί το συμφέρων του ως εξουσιάζοντος, την αποκαλεί μάλλον αλαζονεία, θράσος ή δολιότητα, παρά εξυπνάδα. Έτσι συχνά δημιουργείται η εντύπωση πως η εξυπνάδα υπονομεύει την τιμή και την εξουσία του ισχυρού, ακόμα κι αν δεν απειλεί πραγματικά την ασφάλειά του. Αυτό είναι χαρακτηριστικό στην παιδεία, όταν ένας ανυπάκουος αλλά προικισμένος μαθητής τιμωρείται σκληρότερα από έναν άλλον που δεν πειθαρχεί λόγω βλακείας.

Στην ηθική έχει επικρατήσει η αντίληψη πως μια βούληση είναι τόσο χειρότερη, όσο καλύτερη είναι η συνείδηση την οποία αντιμάχεται. Ακόμα και η δικαιοσύνη δεν έχει μείνει αλώβητη από αυτήν την προσωπική προκατάληψη και καταδικάζει μια έξυπνα οργανωμένη εγκληματική πράξη με ιδιαίτερη δυσμένεια, ως δόλια και απεχθή. Επίσης στην πολιτική μπορεί ο καθένας να βρει παντού παραδείγματα.

Απόσπασμα του βιβλίου του Ρόμπερτ Μούζιλ, Περί Βλακείας, εκδ. Ολκός. Ο Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) ήταν αυστριακός συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε στρατιωτικές σχολές, στη συνέχεια σπούδασε μηχανικός και παράλληλα στράφηκε προς τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την πειραματική ψυχολογία. Υπηρέτησε στο ιταλικό μέτωπο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και παρασημοφορήθηκε. Το 1908 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας, της φυσικής και των μαθηματικών. Έγραψε πολλά δοκίμια και θεατρικά έργα. Από τα καλύτερα βιβλία του Μούζιλ θεωρείται Ο νεαρός Τέρλες. Πέθανε στη Γενεύη το 1942, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το μεγάλο του μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες, το οποίο τελειώνει με ένα κόμμα στη μέση της σελίδας.

via