Θα έχουμε την Εθνική Βιβλιοθήκη που αξίζουμε σε 20 χρόνια, αλλά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι αισιόδοξος

Από την Σταυρούλα Παπασπύρου

Στο σπίτι του δεν υπήρχαν πολλά βιβλία. Υπήρχε μόνο μια δίφυλλη, τζαμωτή βιβλιοθήκη, με τα εκκλησιαστικά βιβλία του πατέρα του. Γιός ιερέα, γεννημένος το ΄53 στη Συκιά της Λακωνίας, αλλά κάτοικος Αθηνών από την πρώτη δημοτικού, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ανδρώθηκε σε μια λαϊκή γειτονιά, στα Άνω Ιλίσσια – «Κουπόνια τα λέγαμε τότε»- μακριά από μουσεία, παιδικά θέατρα και αίθουσες συναυλιών. Όπως θα έγραφε, δεκαετίες αργότερα, στο εξομολογητικό δοκίμιο “Η αδελφή μου”, ευτύχησε να μεγαλώσει κυριολεκτικά στο δρόμο, παίζοντας μπάλα, κι ως τα δεκατέσσερά του, τα εξωσχολικά του διαβάσματα εξαντλούνταν στον Μικρό Ήρωα, τα Κλασικά Εικονογραφημένα και στα βιβλία της δανειστικής βιβλιοθήκης του Κατηχητικού. «Ήμουν καλός μαθητής», λέει, «αλλά μέχρις εκεί…».

Ώσπου στην εφηβεία του, εντελώς αναπάντεχα, έπαψε να βγαίνει στις αλάνες, κλείστηκε μέσα κι άρχισε να διαβάζει λογοτεχνία μανιωδώς. Τότε ήταν που, κάνοντας φύλλο και φτερό την ανθολογία του Περάνθη, ένιωσε τι σωματική αναστάτωση μπορεί να σου προκαλέσει ένα ποίημα κι ας σου διαφεύγει το νόημά του, τότε ταρακουνήθηκε από τις σεφερικές «Δοκιμές» και, μαζεύοντας τάληρο- τάληρο το εβδομαδιαίο του χαρτζιλίκι, άρχισε να στήνει τη δική του βιβλιοθήκη, παραδομένος σ’ «αυτό το μυστηριώδες πράγμα που ονομάζουμε κλίση» αταλάντευτα μέχρι σήμερα.

Σήμερα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης χαίρει φήμης ως ένας από τους καλύτερους δοκιμιογράφους που διαθέτουμε. Με λόγο ευθύβολο και διαυγή προσεγγίζει ζητήματα μιας ευρύτατης θεματικής βεντάλιας: από την αντοχή της χριστιανικής πίστης ή τις εξουσιαστικές δομές της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως τη σχέση του Ολοκαυτώματος με την εβραϊκή συνείδηση, από τα γεωπολιτικά παιχνίδια στη διεθνή σκακιέρα ως τις «ανίερες» πολιτικές συμμαχίες που γίνονται στα μέρη μας, από την παρηγοριά που προσφέρει η λογοτεχνία ως τρόπος ανακάλυψης του εαυτού μας και μέσο συνάντησής μας με τους άλλους, μέχρι τις απειλές που δέχεται η Δημοκρατία υπό την έξαρση της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και του αχαλίνωτου καπιταλισμού.

Στη δημόσια διαδρομή του, όμως, μάζεψε κι άλλα παράσημα. Με σπουδές νομικής και φιλολογίας στην Αθήνα και φιλοσοφίας στο Παρίσι και με πολύχρονη θητεία στη μέση εκπαίδευση, ο Ζουμπουλάκης, στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, άφησε το πόστο του λυκειάρχη και βάλθηκε ν’ ανανεώσει εκ βάθρων το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό της χώρας, τη «Νέα Εστία». Τα κατάφερε. Κι έπειτα, το 2013, δέχτηκε ν’ αναμετρηθεί μ’ έναν στόχο ακόμα πιο μεγαλεπήβολο: να συμβάλει στην ανόρθωση ενός διαχρονικά παραμελημένου θεσμού, βουλιαγμένου στο γήρας και την ανυποληψία, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αναλαμβάνοντας πρόεδρος του εφορευτικού της συμβουλίου εν όψει της μεταφοράς της στο Φάληρο.

Ζούμε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, προ-φασιστικές. Όσο κινδυνεύει ο συνταγματικός πολιτισμός της Ευρώπης από την ακραία κυριαρχία της λογικής της αγοράς, άλλο τόσο κινδυνεύει και από την άνοδο της ακροδεξιάς.

Απ’ όπου κι αν πέρασε, το χάρηκε. «Και στο σχολείο, ευτυχισμένος ήμουν, απλώς δεν μου έμενε πολύς χρόνος ν’ ασχοληθώ με δικά μου πράγματα». Ζητούμενο πάντα για τον ίδιο, «οι δουλειές να γίνονται»: «Δεν μου αρέσει η μεμψιμοιρία, δεν αντέχω τις γκρίνιες που οδηγούν στην παραλυσία, τις θεωρώ προσχήματα. Όταν ξεκινάμε κάτι πρέπει να το ολοκληρώνουμε. Αυτό είπα και στους συνεργάτες μου στην Εθνική Βιβλιοθήκη από την αρχή. Θα προχωράμε βήμα βήμα κι όποτε προκύπτει πρόβλημα θα το λύνουμε. Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση άμα τελειώνει η δουλειά».

— Σε τι κατάσταση βρίσκεται η Εθνική Βιβλιοθήκη τώρα;
Ουσιαστικά επανιδρύεται. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσο καλό προσωπικό. Χάρη στις σαράντα περίπου προσλήψεις που έγιναν μέσω ΑΣΕΠ, και μάλιστα με βάση τα προσόντα που είχε ορίσει η ίδια, το δυναμικό της ενισχύθηκε με εξαιρετικούς επιστήμονες. Άριστη αποδείχτηκε και η επιλογή του Φίλιππου Τσιμπόγλου ως διευθυντή της –οι γνώσεις και το πάθος του είναι αδιαμφισβήτητα. Για πρώτη φορά η ΕΒΕ μπόρεσε να διαθέσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να εμπλουτίσει τις συλλογές της, όταν επί μια εικοσαετία δεν είχε αγοράσει ούτε έναν τόμο. Σύντομα, το ρεζιλίκι να παραλαμβάνει ένα βιβλίο και να το καταλογογραφεί έπειτα από πέντε-έξι χρόνια, τελειώνει. Δημιουργείται επιτέλους συλλογικός κατάλογος κι έτσι δεν θα χρειάζεται κάθε βιβλιοθήκη, όταν αποκτά ένα βιβλίο, να το καταλογογραφεί εξαρχής και ξεχωριστά. Έχουν γίνει πολλά τα τελευταία χρόνια, αλλά μόνο όταν ολοκληρωθεί η εγκατάσταση στο νέο κτίριο θα γίνουν ευρέως αντιληπτά. Υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση ως προς την ψήφιση του νόμου που θα ρυθμίζει τη λειτουργία της από δω και πέρα, αλλά σύντομα θα γίνει κι αυτό.

— Τι διάστημα απαιτείται ώστε ν’ αποκτήσουμε μια Εθνική Βιβλιοθήκη όπως των άλλων ευρωπαϊκών χωρών;
Είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Ας είμαστε, όμως, ρεαλιστές. Καμιά βιβλιοθήκη δεν μπορεί να έχει τα πάντα. Η ιδέα ότι η ΕΒΕ μπορεί να γίνει σαν την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου είναι παραληρηματική. Η δική μου πρόταση, η οποία αποτυπώνεται και στο προσχέδιο του νόμου, είναι να προσπαθήσουμε να την κάνουμε αξεπέραστη σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο πεδίο: στην διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα και στην πρόσληψή του από τις άλλες κουλτούρες.

— Σε λίγους μήνες το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου περνάει στο δημόσιο. Και το ερώτημα για το οποίο αγωνιούμε όλοι είναι, αν η πολιτεία θα αντεπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις που συνοδεύουν τη δωρεά του Ιδρύματος. Εσείς τι πιστεύετε;
Πράγματι, μολονότι η Εθνική Βιβλιοθήκη θα συνεχίσει να υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας και η Λυρική Σκηνή στο Υπουργείο Πολιτισμού, ολόκληρο το ΚΠΙΣΝ, ως ανώνυμη εταιρεία, περνάει στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Οικονομικών. Η συνεργασία ανάμεσα στους δύο φορείς, το ελληνικό δημόσιο και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος υπήρξε πολύ καλή ως τώρα κι είναι βέβαιο πως, στο άμεσο μέλλον, το Ίδρυμα θα εξακολουθήσει να στηρίζει οικονομικά το Κέντρο, συμβάλλοντας στον γενικότερο προϋπολογισμό του, όχι μόνο στο κόστος των εκδηλώσεων που ήδη πραγματοποιούνται στους χώρους του. Η δημόσια δέσμευση του κ. Δρακόπουλου ως προς αυτό ήταν και για μένα ανακουφιστική.

— Η σύμβαση, ωστόσο, προβλέπει ως και ανάκληση της δωρεάς…
Δεν νομίζω ότι θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο. Χρειάζεται ωστόσο κι ένα φιλότιμο από την πλευρά του δημοσίου. Δεν πρέπει να επαναπαυθεί λες και έχει εξασφαλίσει την κότα με τα χρυσά αυγά.

— Από την ημέρα που αναλάβατε καθήκοντα, με πόσους υπουργούς παιδείας χρειάστηκε να συνεργαστείτε;
Πέντε!


Φαίνεται πως αυτό είναι το είδος που μου ταιριάζει, το σύντομο δοκίμιο. Ίσως δεν έχω την ανάσα για ένα μεγάλο ενιαίο βιβλίο… Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τα πήγατε καλά με όλους;
Ναι, με όλους. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος δεν ασχολήθηκε προσωπικά, αλλά είχε αναθέσει την αρμοδιότητα στον τότε υφυπουργό Θ. Παπαθεοδώρου, η συνεργασία με τον οποίο ήταν πολύ καλή. Ο Ανδρέας Λοβέρδος ήταν ίσως ο λιγότερο ενεργητικός υποστηρικτής. Από τον Αριστείδη Μπαλτά είχα λευκή επιταγή, ό,τι του ζητούσα το έκανε, ενώ και ο γενικός γραμματέας Δ. Χασάπης στάθηκε πολύτιμος σύμμαχος. Άριστη ήταν η σχέση μου και με τον Νίκο Φίλη, υπήρχε πλήρης συνεννόηση, όπως και με τον υφυπουργό Θ. Πελεγρίνη και τον γενικό γραμματέα Γ. Παντή. Ευελπιστώ ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και με τον Κώστα Γαβρόγλου.

— Είστε από εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας, σε καθαρά νομικό επίπεδο, λίγο πολύ έχουν λυθεί, με σημαντική εξαίρεση, τη διδασκαλία των θρησκευτικών. Τι γνώμη έχετε για τις αλλαγές που επιχείρησε να περάσει ο Νίκος Φίλης; Και πώς είδατε την αποπομπή του μετά τον πόλεμο που του κήρυξε ο Ιερώνυμος;Η προσπάθεια του Φίλη ήταν θετική. Άλλωστε, δεν δούλευε μόνος του, δούλευε με μια επιτροπή θεολόγων, η οποία είχε συγκροτηθεί με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου. Οι καλύτεροι από τους θεολόγους μας είναι υπέρ των αλλαγών. Συμφωνούν ότι το μάθημα δεν πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα αλλά να εστιάζει στη μελέτη των βιβλικών κειμένων και στην ιστορία του χριστιανισμού με ιδιαίτερη έμφαση στην ορθόδοξη παράδοση, υπό την προϋπόθεση ότι η διδασκαλία του θα είναι υποχρεωτική. Δυστυχώς, μπροστά στις αντιδράσεις της ιεραρχίας, ο Αρχιεπίσκοπος άλλαξε στάση. Ενδεχομένως να θεωρεί πως έτσι κέρδισε μια νίκη, αλλά πρόκειται για νίκη στη σκακιέρα. Στο μέτωπο της κοινωνίας βγαίνει χαμένος, γιατί η Εκκλησία εμφανίζεται και πάλι ως εξουσιαστικός μηχανισμός. Ασφαλώς πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός δεν έπρεπε να υποχωρήσει. Εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης και της πιθανής λήψης επιπλέον οικονομικών μέτρων, ίσως σκέφτηκε να μην ανοίξει κι άλλο μέτωπο. Πίσω, όμως, από αυτήν την φοβική στάση, κρύβεται η βασική γραμμή όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων: μην τα βάζετε με την Εκκλησία, θα χάσετε.

— Η εκλογή του Τραμπ σας ξάφνιασε;
Δεν θέλω να κάνω τον εκ των υστέρων προφήτη, αλλά ενώ προσδοκούσα να βγει η Κλίντον, ουδέποτε πείστηκα πως η εκλογή της ήταν δεδομένη. Στη θέση της θα προτιμούσα τον Σάντερς, αλλά όπως αποδείχτηκε δεν τον έπαιρνε. Ήταν σαν ολόκληρο το σύστημα να είπε “ήρθε η σειρά της Κλίντον”, κι αυτό ο κοσμάκης δεν το δέχτηκε. Θεωρώ ολέθρια την εκλογή του Τραμπ. Ολέθρια σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα δώσει φτερά στο χειρότερο κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας και θα ενθαρρύνει όλα τα ακροδεξιά στοιχεία παντού. Ζούμε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, προ-φασιστικές. Όσο κινδυνεύει ο συνταγματικός πολιτισμός της Ευρώπης από την ακραία κυριαρχία της λογικής της αγοράς, άλλο τόσο κινδυνεύει και από την άνοδο της ακροδεξιάς. Στις πρώην ανατολικές χώρες τύποι σαν τον Τραμπ κρατούν τα ηνία, στη Γαλλία υπάρχουν άνθρωποι που με υπερηφάνεια δηλώνουν πως θα ψηφίσουν Λε Πεν, κι εδώ σ’ εμάς, ένα από τα προβλήματα που παρουσιάζει η κυβερνητική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ είναι ακριβώς ότι απενοχοποιηθεί τον ακροδεξιό λόγο. Χρειάζεται ισχυρό μέτωπο απέναντι σ’ αυτές τις τάσεις, και ειδικά σε τομείς όπως το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, όπου οι διαφορές μας με την ακροδεξιά είναι ανάγλυφες. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε με σθένος τις ανθρωπιστικές αξίες και να μην να προσχωρούμε ποτέ στον λόγο του αντιπάλου.

— Τι διαφοροποιεί έναν ανθρωπιστή από έναν σύγχρονο χριστιανό, όπως εσείς;
Το στοιχείο της προσευχής. Ο ανθρωπιστής επιδιώκει το καλό, αλλά δεν προσεύχεται. Ο χριστιανός, όμως, προσευχόμενος, αναγνωρίζει το βαθύ ανθρώπινο έλλειμμα και αποζητάει τη θεϊκή επίσκεψη.

Προσωπικά, δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους “ιδιοφυείς” δασκάλους. Προτιμώ τους κανονικούς που μαθαίνουν στα παιδιά γράμματα.

— Πολιτικά πώς αυτοπροσδιορίζεστε;
Δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να αυτοπροσδιορίζομαι ως αριστερός. Λέω ότι είμαι ένας πεπεισμένος σοσιαλδημοκράτης και νομίζω πως, αν είναι να βγει κάτι θετικό από την κρίση, θα είναι η αποριζοσπαστικοποίηση της αριστεράς. Βλέπω θετικά μια σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και, παρά τα λάθη της κυβέρνησης, ενοχλούμαι όταν παλιοί μου σύντροφοι καταφέρονται εναντίον της με λόγο διχαστικό, φανατικό, πολεμικό, χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα. Γενικά, δεν αντέχω τους ανθρώπους που αφρίζουν και δεν σκέφτονται. Και στα δικά μου κείμενα υπάρχει ένταση, αλλά υπόγεια, κρυφοκαίει. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας αλλά και θέμα αξιακό ταυτόχρονα.

— Όπως όλα σας τα βιβλία, έτσι και το τελευταίο, «Ο στεναγμός των πενήτων», για τον Παπαδιαμάντη, συγκροτείται από κείμενα γραμμένα με διάφορες αφορμές κατά καιρούς. Πώς και δεν έχετε γράψει κάποια εκτενέστερη μελέτη;
Φαίνεται πως αυτό είναι το είδος που μου ταιριάζει, το σύντομο δοκίμιο. Ίσως δεν έχω την ανάσα για ένα μεγάλο ενιαίο βιβλίο… Στη μελέτη οφείλεις να είσαι απολύτως αντικειμενικός. Στο δοκίμιο, όμως, έχεις μεγαλύτερα περιθώρια να εκφραστείς προσωπικά αλλά όχι αυθαίρετα, λες την γνώμη σου. Κι αυτό μετράει πολύ για μένα.

— Τελικά, η μετάφραση του Παπαδιαμάντη στα νεοελληνικά, είναι αναγκαίο κακό;
Το λέω και φρίττω, αλλά έτσι είναι. Όλο και περισσότεροι σήμερα αδυνατούν να προσπελάσουν το έργο του, καθώς είναι γραμμένο σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν. Και χάνουν, γιατί πρόκειται για πολύ μεγάλο λογοτέχνη. Ο Παπαδιαμάντης μαζί με τον Τσέχωφ και τον Μωπασσάν συγκροτούν για μένα την τριανδρία των κορυφαίων διηγηματογράφων της Ευρώπης. Δεν μπορούμε, όμως, να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα της γλώσσας. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και από τη μεριά μου προτείνω μια τριπλή στρατηγική. Οι εκδόσεις που απευθύνονται στα παιδιά του δημοτικού να έχουν αντικριστά το πρωτότυπο και το μεταφρασμένο κείμενο, εκείνες που προορίζονται για έφηβους μαθητές και για ενήλικες να διαθέτουν εκτενείς υποσέλιδες μεταφράσεις ολόκληρων φράσεων και δυσνόητων γραμματικών τύπων, και οι εκδόσεις για λογίους να διαθέτουν γλωσσάρι που δεν θα περιορίζεται στις ιδιωματικές αλλά θα περιλαμβάνει και λόγιες λέξεις.

— Πόσοι νομίζετε ότι ενδιαφέρονται πια σοβαρά για τη λογοτεχνία;
Ας μην εξωραΐζουμε το παρελθόν. Το αναγνωστικό κοινό έχει διευρυνθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, υπάρχουν πολλοί καλοί εκδοτικοί οίκοι, το επίπεδο των μεταφράσεων έχει ανεβεί αισθητά. Όταν ήμουν φοιτητής προλάβαινα να διαβάσω ό,τι καλό κυκλοφορούσε, ενώ σήμερα δεν προλαβαίνω, τα αξιόλογα βιβλία είναι πάρα πολλά.

— Τι θέμα θα έχει η επόμενη συλλογή δοκιμίων σας;
Τη μέση εκπαίδευση, τα ζητήματα της οποίας εξακολουθώ να παρακολουθώ στενά. Το σχολείο δεν έχει ανάγκη από έναν διαρκή μεταρρρυθμιστικό οίστρο, έχει ανάγκη από την κανονικότητα της λειτουργίας του. Προσωπικά, δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους “ιδιοφυείς” δασκάλους. Προτιμώ τους κανονικούς που μαθαίνουν στα παιδιά γράμματα.

via