Ρίτσος: Και συ να λείπεις

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να ‘ ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, να ‘ ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις.

Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια, και συ να λείπεις.

Κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει, η κάμαρα να ‘ ναι σκοτεινή, δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις.

Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια, δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα, και τα κουμπιά του σακακιού σου ν΄ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα, κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει.

Όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα’χει λιώσει. Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι αυτά έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο…

Απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, Οι γειτονιές του κόσμου (εκδ. Κέδρος)

«Πέρασε πιὰ ὁ καιρὸς τῶν ἀνταγωνισμῶν στερέψανε οἱ ἐπιθυμίες. Ίσως μποροῦμε τώρα νὰ κοιτάξουμε μαζὶ τὸ ἴδιο σημεῖο τῆς ματαιότητας ὅπου, θαρρῶ, πραγματοποιοῦνται οἱ μόνες σωστὲς συναντήσεις – ἔστω ἀδιάφορες, μὰ πάντα πραϋντικὲς -ἡ νέα κοινότητά μας, ἔρημη, ἥσυχη, ἄδεια, χωρὶς μετακινήσεις κι ἀντιθέσεις,- ν’ ἀναδεύουμε μόνο τὴ στάχτη στὸ τζάκι, φτιάχνοντας πότε-πότε μὲ τὴ στάχτη ψηλόλιγνες, ὡραῖες τεφροδόχες, ἤ, καθισμένοι κατάχαμα, νὰ χτυπᾶμε τὸ χῶμα μὲ ἄηχες παλάμες.

Λίγο-λίγο τὰ πράγματα χάσαν τὴ σημασία τους, ἀδειάσαν ἄλλωστε μήπως εἶχαν ποτὲ τους καμμιὰ σημασία; -χαλαρωμένα, κούφια. Έμεῖς τὰ γεμίζαμε μὲ ἄχυρο ἤ πίτουρο, νὰ πάρουν σχῆμα, νὰ πυκνώσουν, νὰ στεριώσουν, νὰ σταθοῦν, – τὰ τραπέζια, οἱ καρέκλες, τὰ κρεββάτια ποὺ πάνω τους πλαγιάζαμε, τὰ λογία- πάντοτε κούφια σὰν τὰ πανένια σακκούλια, σὰν τὶς λινάτσες τῶν ἐμπόρων- ἀπ’ ὄξω κιόλας ξεχωρίζεις τὰ προϊόντα ποὺ περιέχουν πατάτες ἤ κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ἤ ἀλεῦρι. Οἱ λέξεις τώρα δὲ μοὔρχονται ἀπὸ μόνες τους -τὶς ψάχνω, σὰ νὰ μεταφράζω ἀπὸ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν ξέρω,- ὡστόσο μεταφράζω. Ἀνάμεσα στὶς λέξεις, ἤ καὶ μέσα στὶς λέξεις, μένουν τρύπες βαθειές. Κοιτάω μὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς τρύπες σὰ νὰ κοιτάω μὲς ἀπ’ τοὺς ρόζους ποὺ ἔχουν πέσει ἀπ’ τὰ σανίδια μιᾶς πόρτας κατάκλειστης, καρφωμένης ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Τίποτα δὲ βλέπω.

Ὄχι πιὰ λέξεις καὶ ὀνόματα. Κάτι ἤχους μονάχα ξεχωρίζω -ἕνα ἀσημένιο κηροπήγιο ἤ ἕνα κρυστάλλινο ἀνθογυάλι ἠχεῖ ἀπὸ μόνο του καὶ ξαφνικὰ σωπαίνει κάνοντας πὼς δὲν ξέρει τίποτα, πὼς δὲν κουδούνισε αὐτό, πὼς κανένας δὲν τὄχε ἀγγίξει, πὼς κανένας δὲν πέρασε πλάϊ του. Ἕνα φόρεμα σωριάζεται μαλακὰ ἀπ’ τὴν καρέκλα στὸ πάτωμα, μεταθέτοντας τὴν προσοχὴ ἀπ’ τὸν προηγούμενο ἦχο στὴν ἁπλότητα τοῦ τίποτα. Ὡστόσο ἡ ἰδέα μιᾶς σιωπηλῆς συνωμοσίας, παρ’ ὅτι διαλυμένη στὸν ἀέρα, ἐπιπλέει πυκνωμένη σ’ ἕνα ἐπίπεδο πιὸ πάνω, σχεδὸν σταθμητή, τόσο ποὺ αἰσθάνεται τὸ χάραγμα τῶν ρυτίδων νὰ βαθαίνει πλάϊ στὰ χείλη σου ἀπ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παρουσία ἑνὸς παρείσακτου ποὺ παίρνει τὴ θέση σου μεταβάλλοντας ἐσένα σὲ παρείσακτο, ἐδῶ στὸ κρεββάτι σου, στὴν κάμαρά σου».

«Ὤ, βέβαια, θὰ πρέπει πολὺ νὰ γεράσουμε, πολύ, ὥσπου νὰ γίνουμε δίκαιοι, νὰ φτάσουμε ἐκείνη τὴν ἥμερη ἀμεροληψία, τὴ γλυκειὰ ἀνιδιοτέλεια στὶς συγκρίσεις, στὶς κρίσεις, ὅταν δικό μας πιὰ μερτικὸ δὲν ὑπάρχει σὲ τίποτα πάρεξ σ’ αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἅ, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωϊσμοί, φιλοδοξίες, ὑπεροψίες, θυσίες καὶ ἧττες καὶ ἧττες, κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας εἴταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα, ὅταν λείπαμε ἐμεῖς. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀθῶοι, νὰ χώνουν τὶς φουρκέτες τῶν μαλλιῶν μὲς στὰ μάτια τους, νὰ χτυποῦν τὸ κεφάλι στὸν πανύψηλο τοῖχο, γνωρίζοντας βέβαια πὼς ὃ τοῖχος δὲν πέφτει οὔτε ραγίζει κάν, νὰ δοῦν τουλάχιστον μὲς ἀπὸ μιὰ χαραμάδα λίγο γαλάζιο ἀσκίαστο ἀπ’ τὸ χρόνο καὶ τὴ σκιά τους.

Ὡστόσο -ποιὸς ξέρει- ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα σὲ σκουριασμένα σίδερα καὶ κόκκαλα ταύρων καὶ ἀλόγων, ἀνάμεσα σὲ πανάρχαιους τρίποδες ὅπου καίγεται ἀκόμα λίγη δάφνη κι ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ξεφτώντας στὸ λιόγερμα σὰ χρυσόμαλλο δέρας».

Γιάννης Ρίτσος, Αποσπάσματα από την «ΕΛΕΝΗ», εκδ. Χανιά 2002

Ο Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909-11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ, το οποίο δεν πήρε, διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (δηλαδή ήταν μέλος του ΚΚΕ). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίoυ Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Άλλα σημαντικά βραβεία που απέσπασε είναι το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Βέλγιο, 1972) και το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956).

via