Νέοι, Έλληνες και συλλέκτες

Λονδινο, 5 Οκτωβρίου 2016. Είμαι στο τρένο και πηγαίνω ολοταχώς στο Regent’s Park, όπου διοργανώνεται μία από τις μεγαλύτερες φουάρ σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, το Frieze London. Με τη συμμετοχή 160 γκαλερί από 30 διαφορετικές χώρες (ανάμεσά τους και μια ελληνική, η Breeder), το γνωστό λονδρέζικο art fair θεωρείται ο απόλυτος εικαστικός προορισμός που προσελκύει κάθε χρόνο περίπου 100.000 επισκέπτες.

Ανάμεσά τους, φέτος, είναι μια ομάδα Ελλήνων, οι οποίοι πηγαίνουν από booth σε booth, βλέποντας έργα, υπό τη συνοδεία της Άννας Χατζηνάσσιου. Η Ελληνίδα ιστορικός και σύμβουλος τέχνης είχε την πρωτότυπη ιδέα να διοργανώσει ένα art trip στο Λονδίνο, με σκοπό νέοι συλλέκτες και φιλότεχνοι να εντρυφήσουν στη σύγχρονη τέχνη. Το ταξίδι, που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του VIP προγράμματος του Frieze, περιλάμβανε επισκέψεις σε μουσεία και σημαντικά ιδρύματα, οίκους δημοπρασιών, στούντιο Βρετανών καλλιτεχνών και σπίτια συλλεκτών.

Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή δεν είναι κάποιος μεγάλος πολιτιστικός οργανισμός της χώρας, αλλά η ιδιωτική λέσχη Salon de Bricolage, η οποία φιλοξενεί συχνά στον χώρο της στο Κολωνάκι εκθέσεις με νέους Έλληνες καλλιτέχνες. «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στην Bricolage είναι να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας νέας γενιάς συλλεκτών και υποστηρικτών της σύγχρονης τέχνης. Η εξωστρέφεια είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της προσπάθειας. Βλέπω το ταξίδι αυτό σαν ένα εκπαιδευτικό εργαλείο: Όταν οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με την παγκόσμια εικαστική σκηνή, εξελίσσεται η κριτική τους ματιά και η αισθητική τους αντίληψη», λέει η Άννα Χατζηνάσσιου, που από το 2010 είναι διευθύντρια εικαστικών της λέσχης.

Στο «ταξίδι τέχνης» συμμετέχουν 18 άτομα, που βρίσκονται κάτω από το όριο ηλικίας των 45 ετών. Οι περισσότεροι από αυτούς, όμως, δεν νιώθουν άνετοι με τον όρο «συλλέκτη». Ίσως επειδή τώρα αρχίζουν να χτίζουν την προσωπική τους συλλογή, ίσως επειδή το σύνολο των έργων τους είναι περισσότερο βασισμένο στην ονειροπόληση και στην αγάπη, ίσως επειδή η έννοια του «συλλέγειν» έχει αποκτήσει αρνητική χροιά στην ελληνική κοινωνία· θεωρείται ένα πολυτελές χόμπι που μόνο οι εύποροι μπορούν να έχουν.

«Στην Ελλάδα, ειδικά της κρίσης, όλα είναι παρεξηγημένα. Για κάποιο λόγο θεωρείται “κακό” να αναπτύσσει κανείς συλλεκτικές δραστηριότητες. Όμως, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι να αγοράζουν έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, απλούστατα δεν θα υπήρχε η νέα ελληνική τέχνη», τονίζει ο ιδιοκτήτης της Bricolage Χρύσανθος Πανάς, ο οποίος τυχαίνει να είναι συλλέκτης. Έχοντας κληρονομήσει τους πίνακες των γονιών του, ξεκίνησε να συλλέγει ο ίδιος στην ηλικία των 19 ετών. Σήμερα έχει στην κατοχή του 300 έργα. Ο Έλληνας επιχειρηματίας δεν «ντρέπεται» να δείχνει τη συλλογή του: μέρος της εμφανίζεται στην ιστοσελίδα «Related art» και είναι ανοιχτή προς δανεισμό σε μουσεία και εικαστικές διοργανώσεις.

Ανάμεσα στους νέους συλλέκτες που συναντώ και γνωρίζω στο Λονδίνο είναι ο 37χρονος επιχειρηματίας Ερρίκος Αρώνες και η σύζυγός του Μαρία Παπαθανασίου, 34 ετών. Οι δυο τους έρχονται κάθε χρόνο στο Frieze και άρχισαν να αγοράζουν έργα πριν από 10 χρόνια. «Για ποιο λόγο συλλέγω; Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια αν δεν το κάνω. Η σχέση του ανθρώπου με την τέχνη είναι αρχετυπική. Για τα άτομα που αισθάνονται ότι πρέπει να συλλέγουν δεν υπάρχει άλλη λύση. Ξεκινάει από ένα συναισθηματικό δέσιμο με το ίδιο το αντικείμενο τέχνης», αναφέρει ο Ερρίκος. Ο 24χρονος Κωνσταντίνος Τερζής ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για την κουλτούρα του «συλλέγειν» όταν πήρε ένα μάθημα ιστορίας της τέχνης στο κολέγιο, όπου σπούδαζε Διοίκηση Επιχειρήσεων. «Μου αρέσει να βλέπω έργα σε σπίτια και επαγγελματικούς χώρους. Στην αρχή άρχισα να συντηρώ τους πίνακες των γονιών μου και μετά κόλλησα και εγώ το μικρόβιο. Βρίσκομαι όμως ακόμη στην αρχή και το κάνω περισσότερο για συναισθητικούς λόγους. Επίσης θεωρώ ότι πρέπει κανείς να υποστηρίζει και να προωθεί νέους Έλληνες εικαστικούς. Αν και αυτοί δεν έχουν κάποιο εισόδημα, δεν μπορούν να συνεχίζουν να παράγουν», τονίζει. Η συζήτηση πάει αναπόφευκτα στις τιμές. «Το κόστος είναι σχετικό. Μπορείς να βρεις και ένα print με 200 ευρώ. Νομίζω πως, αν βάζεις στόχο να αγοράζεις ένα έργο τον χρόνο, μπορείς να το καταφέρεις με ένα σχετικά μικρό μπάτζετ ‒ δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος πλούσιος για να επενδύσει στην τέχνη».

Το ταξίδι στη βρετανική πρωτεύουσα διήρκεσε μία ολόκληρη εβδομάδα. Όσοι συμμετείχαν στην ομάδα επισκέφτηκαν την Τέιτ Μόντερν, την ICA και τη Royal Academy of Arts, που αυτή την περίοδο φιλοξενεί την blockbuster έκθεση για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Το πρόγραμμα επίσης περιλάμβανε μια στάση στο Frieze Masters (διοργανώνεται παράλληλα με το Frieze London και παρουσιάζει objets d’ art, που χρονολογούνται από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή των μάστερ του μοντερνισμού), μια ξενάγηση στην έκθεση του Γουίλιαμ Κέντριτζ στην γκαλερί Whitechapel, καθώς και μια επίσκεψη στο στούντιο του Ισραηλινού γλύπτη Zadok Ben David, ο οποίος κατασκευάζει χιλιάδες μεταλλικές μινιατούρες ανθρώπων και λουλουδιών. «Το έργο μου είχε πάντα να κάνει με την ανθρώπινη κατάσταση», αποκαλύπτει, ενώ μας περιγράφει τα διάφορα στάδια της δουλειάς του.

Μία ημέρα πριν επιστρέψω στην Αθήνα, πήγαμε να δούμε την έκθεση του Turner Prize στην Τέιτ Μόντερν. Φετινοί υποψήφιοι είναι ο Michael Dean, η Anthea Hamilton, η Helen Marten και η Josephine Pryde. Σε ποιον θα έδινες το βραβείο; ρωτάω έναν νεαρό και ευγενικό άντρα της παρέας. Το όνομά του είναι Φίλιππος Τσαγκρίδης, είναι 26 ετών και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. «Στον Michael Dean. Βρήκα ότι η δουλειά του έχει περισσότερο βάθος. Οταν η τέχνη γεννιέται από τον γραπτό λόγο, θεωρώ ότι είναι πιο αβανγκάρντ», απαντά. Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος σκέψης του και οι γνώσεις του. Ο ίδιος άρχισε να ασχολείται με την τέχνη το 2008, παρατηρώντας τα γκράφιτι στους δρόμους. «Ηταν η εποχή που οι street artists έγιναν mainstream καλλιτέχνες», μου λέει. Το ενδιαφέρον του στη συνέχεια στράφηκε προς τους νέους Έλληνες εικαστικούς. «Θεωρώ σωστό τα κομμάτια μιας συλλογής να δένουν καλά μεταξύ τους. Επίσης, μου αρέσει να γνωρίζω τους καλλιτέχνες και να ανακαλύπτω τον κόσμο τους». Πώς του φάνηκε αυτή η καλλιτεχνική περιήγηση στο Λονδίνο; «Το σημαντικό με αυτό το ταξίδι είναι ότι παίρνεις μια γερή δόση από τέχνη. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε παιδεία στον τομέα αυτό, αφού δεν έχουμε καν μουσεία που να τον υποστηρίζουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που το “Θέμα” είχε κάποτε πρωτοσέλιδο “Τα σκουπίδια του Δασκαλόπουλου” (η εφημερίδα αναφερόταν στην πρόταση του Έλληνα συλλέκτη να μετατρέψει το εθνικό πάρκο σε γλυπτοθήκη, δανείζοντας κομμάτια από τη συλλογή του)».

Συνεχίζουμε την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας μέσα στο βανάκι που μας μεταφέρει στο Δυτικό Λονδίνο, όπου βρίσκεται η οικία μιας καταξιωμένης Ιταλίδας συλλέκτριας. «Θεωρώ ότι η τέχνη στην εποχή μας είναι το πιο δυνατό μέσο κοινωνικοποίησης. Δεν είναι τυχαίο που οι τράπεζες έχουν δικές τους συλλογές. Ακόμη και αυτό το γκρουπ το βλέπω σαν μια μικρή κοινότητα όπου μας δένει το κοινό μας ενδιαφέρον για τα εικαστικά».

Το σπίτι της Nicoletta Fiorucci είναι κυριολεκτικά γεμάτο έργα τέχνης ‒ από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Τα φωτιστικά, τα καθίσματα, τα τραπέζια, τα σεντόνια, ακόμη και το φαγητό φέρουν την υπογραφή κάποιου καλλιτέχνη ή καλλιτέχνιδος. Η ιδιοκτήτρια, που διαθέτει και εξοχικό στο Καστελλόριζο, είναι κληρονόμος μιας πλούσιας ιταλικής οικογένειας που κάποτε είχε μια μεγάλη εταιρεία τροφίμων (το επίθετό της είναι συνωνυμία με τον γνωστό οίκο μόδας). Με τι ασχολείται η ίδια; ρωτάω τη βοηθό της, που μας ξεναγεί στον χώρο και μας μιλάει για τη συλλογή της. «Η δική της δουλειά είναι να υποστηρίζει την τέχνη», μου λέει με αφοπλιστικό τρόπο. Όπως μας αποκαλύπτει, είναι πρώτη φορά που η εργοδότριά της ανοίγει το σπίτι της σε ξένους. Όλοι νιώθουμε τυχεροί. Ο Φίλιππος με πλησιάζει και μου λέει στο αυτί: «Πιστεύεις ότι θα το έκανε ποτέ αυτό ένας Έλληνας συλλέκτης;». Με κάνει και γελάω. «Πήγες στο μπάνιο;» με ρωτάει. «Έχει έναν πίνακα του Πιστολέτο. Είναι αυτό που λέω εγώ “Living with art”!».

via