Το αρχαίο θέατρο και η σύγχρονη πραγματικότητα στη Λευκάδα

Από τον Νίκο Κονδυλάτο

Η ανακάλυψη και αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου της Λευκάδας συνιστά από μόνη της κάτι σπουδαίο· τόσο ως αυτό καθαυτό γεγονός, όσο και γιατί αναντίρρητα αναβαθμίζει τον τόπο, προσδίδοντάς του ένα ιδιαίτερο κύρος. Για να αποκτήσει όμως το θέατρο αξία εφάμιλλη μ’ αυτή που του αρμόζει, πρέπει να αλλάξουν πολλά στη Λευκάδα.

Δε συμμερίζομαι τις γνωστές μεγαλόστομες απόψεις που εκφράζονται με κάθε ευκαιρία μονότονα και αβασάνιστα περί του επιπέδου του πολιτισμού μας ή περί του επτανησιακού πολιτισμού κ.λπ. ͘ τουλάχιστον, για να μην παρεξηγηθώ, όσον αφορά την εποχή που διάγουμε. Απεναντίας, πιστεύω πως τέτοιες απόψεις βλάπτουν, καθώς δεν μας επιτρέπουν να δούμε την πραγματικότητα ως έχει. Και όταν εθελοτυφλείς, τότε δεν μπορείς και να θεραπεύσεις το πρόβλημα.

Αν πολιτισμός είναι αυτό που βλέπουμε, αυτό που ακούμε και αυτό που βιώνουμε κάθε μέρα, μία ματιά στη Λευκάδα του καλοκαιριού (και όχι μόνο) πείθει και τον πλέον δύσπιστο ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα το οποίο χρειάζεται άμεση λύση. Αναρχία, ασυδοσία, αταξία, ακαταστασία, ρύπανση πάσης φύσεως, οχλαβοή. Όλα πλημμυρισμένα και ξέχειλα, δρόμοι, παραλίες, δημόσιοι χώροι, ακόμα και οι κάδοι των σκουπιδιών. Σκουπίδια και θόρυβος παντού. Η τουριστική παλίρροια έχει πλημμυρίσει τα πάντα επαληθεύοντας για μία ακόμα φορά το προφανές, πως ο αριθμός δεν συνεπάγεται και ποιότητα.

Δεν είναι τυχαίο, ότι και οι μεγάλες πυρκαγιές στην πόλη συμβαίνουν μέσα στην τρέλα του καλοκαιριού, ούτε προκαλεί έκπληξη ότι οι δυσκολίες που προκύπτουν για την κατάσβεσή τους είναι ανυπέρβλητες. Ένας φίλος, που τον συναντώ συχνά τα καλοκαίρια, χρησιμοποίησε για την επικρατούσα κατάσταση, τη λέξη «κατάρρευση», φέρνοντας μου στο μυαλό το σπουδαίο βιβλίο του Jared Diamond (Κατάρρευση-πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν) για το οποίο είχα μιλήσει σε παλαιότερο δημοσίευμά μου στην ιστοσελίδα lefkada slowguide.

Η γενικότερη πολιτισμική υποβάθμιση που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, μιαίνει και τη Λευκάδα στην οποία το πρόβλημα επιτείνεται από τη μονοτροπία του τουρισμού, η οποία και έχει εμποτίσει τη νοοτροπία μας. Η στάση μας, καθορίζεται από τον τουρισμό και οδηγεί σε περαιτέρω αλλοτρίωση, εξουθένωση και φθορά τον τόπο και τους ανθρώπους του. Αν αυτό δεν αλλάξει ώστε ο τουρισμός να είναι υποκείμενος στον δικό μας τρόπο (ιδού το ζητούμενο), τότε δεν έχουμε καμία τύχη· ακόμα και το αρχαίο θέατρο για το οποίο έγινε αναφορά πρωτύτερα, θα είναι ένα απλό παρακολούθημα σε αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Η Λευκάδα τείνει να καταγραφεί ως ο εύκολος προορισμός και κατ’ επέκταση ως ο εύκολος υποδοχέας ενός τουρισμού χαμηλής ποιότητας, ο οποίος συντελεί στην προοδευτική εξουθένωση και εξάντληση του νησιού. Ταυτόχρονα, η διαχείριση του ζητήματος από μέρους μας φαίνεται να υιοθετεί το φαινόμενο, να το υποθάλπει και τελικά να το αναπαράγει συντελώντας έτσι στη σταδιακή απαξίωση του τόπου.

Γεγονός που γίνεται ορατό και από ένα πλήθος εκδηλώσεων, χαμηλής έως αμφίβολης ποιότητας (με λίγες εξαιρέσεις) απ’ άκρου εις άκρον του νησιού, που επενδύουν «πολιτισμικά» το φαινόμενο, το ευφραίνουν και το τροφοδοτούν, συμβάλλοντας στον κοινό στόχο που είναι η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των επισκεπτών μας τον επόμενο χρόνο. Μία ματιά στα πολιτιστικά τεκταινόμενα των νησιών των Κυκλάδων καθώς και στο είδος του τουρισμού που τα επισκέπτεται θα μπορούσε να μας διδάξει πολλά.

Ο υγιής τουρισμός, αυτός που σέβεται τον τόπο και αναζητά να ανακαλύψει την ψυχή, την ιστορία, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό του (άρα και το αρχαίο θέατρο) απλά δεν μπορεί να σταθεί σε ένα περιβάλλον σαν το σημερινό.

Πολλοί θα πουν, ότι για αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται το αρχαίο θέατρο, τα μονοπάτια, τα μοναστήρια, τα μνημεία μας, για να τα επισκέπτονται κάποιοι άλλοι, τις άλλες εποχές. Για να παρατείνουμε έτσι την τουριστική περίοδο, όπως συνηθίζουν να λένε.

Θεωρώ πως η γενικότερη εικόνα και η «κρατούσα άποψη» για κάθε νησί διαμορφώνεται από τις συνθήκες που επικρατούν εκεί το καλοκαίρι και η άποψη αυτή το παρακολουθεί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθώς διαχέεται στο ευρύτερο περιβάλλον, εγχώριο και διεθνές, διαμορφώνοντας και το ανάλογο κλίμα. Η κρατούσα άποψη για κάθε νησί επηρεάζει και το είδος του τουρισμού που το επισκέπτεται, όχι μόνο το καλοκαίρι, αλλά και τις άλλες εποχές.

Αν είμαστε ευχαριστημένοι και αρκούμαστε στις μετρήσεις των τουριστικών περιοδικών που δημοσιεύονται κατά καιρούς στα τοπικά Μ.Μ.Ε. σχετικά με τις παραλίες μας, την αύξηση της επισκεψιμότητάς μας κ.λπ., πράγματα που φαίνεται πως μας κολακεύουν ιδιαίτερα, τότε δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Αν όμως αυτά τα θεωρούμε ήσσονος σημασίας και τα προσπερνάμε, τότε πρέπει να προβούμε σε πράξεις. Εγώ πιστεύω πως μας αξίζει κάτι καλύτερο απ’ αυτό που βιώνουμε το καλοκαίρι.

Είναι καιρός, νομίζω πως δε σηκώνει άλλη αναβολή, να προβληματιστούμε και να αποφασίσουμε για το ποιά είναι η φέρουσα δυναμική του νησιού μας. Να συζητήσουμε, ακόμα, σοβαρά πλέον, αν τελικά η εύκολη πρόσβαση στο νησί είναι πλεονέκτημα, όπως ισχυριζόμαστε μέχρι σήμερα σε κάθε ευκαιρία, ή αν είναι μειονέκτημα. Επίσης επείγει η λύση του ζητήματος της εισόδου στο νησί (έχουν προταθεί εφικτές λύσεις) και το σπουδαιότερο, ας αποφασίσουμε επί τέλους ποιο είναι το όραμα μας για τον τόπο.
Χωρίς όραμα, όλα όσα γίνονται είναι έωλα και αμφισβητήσιμα. Είναι σαν το ναυτικό που θαλασσοδέρνεται δίχως πυξίδα. Ένα όραμα μας χρειάζεται που να συνοδεύεται από σχέδιο και πρόγραμμα για την υλοποίησή του, ώστε να μπορέσει να πείσει την τοπική κοινωνία να το στηρίξει.

Άλλωστε μας το ζητούν επίμονα και οι επόμενες γενιές που θα ζήσουν εδώ και στις οποίες κάποτε θα κληθούμε να λογοδοτήσουμε, έστω και αν τότε δεν θα βρισκόμαστε σ’ αυτή τη ζωή.