Τι βιβλία διαβάζουν στις ελληνικές φυλακές;

Από την Σταυρούλα Παπασπύρου

Πώς το φιλότιμο μιας γυναίκας να δωρίσει βιβλία σε όλες τις φυλακές της επικράτειας έγινε αφορμή για πικρές διαπιστώσεις

Πριν από λίγο καιρό, εντελώς απρόσμενα, χάρη στο φιλότιμο μιας γυναίκας που έχει φάει τη ζωή της στο υπουργείο Πολιτισμού, όλες οι φυλακές που λειτουργούν στην Ελλάδα παρέλαβαν από ένα δέμα με δεκαπέντε βιβλία περίπου, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και τα εξής: άπαντα τα πεζά του Μπόρχες και το «Βιβλίο της ανησυχίας» του Πεσσόα στις μεταφράσεις των Αχ. Κυριακίδη και Μ. Παπαδήμα αντίστοιχα, βιογραφίες της Πηνελόπης Δέλτα και του Γιαννούλη Χαλεπά, ένα λεύκωμα με ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου, τη μόνη συλλογή διηγημάτων της Ευγενίας Φακίνου «Φιλοδοξίες Κήπου» και τον «Γύρο του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον περιβόητο «δράκο» του Σέιχ Σου.

Όπως τόσα και τόσα έργα που από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας έχουν αποσπάσει κάποιο κρατικό λογοτεχνικό βραβείο, έτσι κι αυτά είχαν αγοραστεί από το υπουργείο Πολιτισμού προ κρίσης ώστε να διοχετευθούν, όπως ορίζει ο νόμος, σε δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, σε σωφρονιστικά και κοινωφελή ιδρύματα και στις έδρες Νεοελληνικών Σπουδών του εξωτερικού. Μέχρι πρότινος, όμως, βρίσκονταν στοιβαγμένα σε αποθήκες, με περισσότερες πιθανότητες να σαπίσουν παρά να αξιοποιηθούν. Η Τίνα Πισχιτζή, αναλαμβάνοντας τον Νοέμβριο του ’14 επικεφαλής της Διεύθυνσης Εφαρμογής Πολιτιστικής Πολιτικής –όπου και η παλιά Διεύθυνση Γραμμάτων–, έβαλε σκοπό να δώσει τέλος σε αυτό το χάλι. Τα πρώτα πακέτα που φρόντισε να ετοιμαστούν ήταν εκείνα που προορίζονταν για τις φυλακές. Μέχρι να εξασφαλιστεί η ανέξοδη αποστολή τους από το υπουργείο Δικαιοσύνης, χρειάστηκαν οκτώ ολόκληροι μήνες υπηρεσιακών επαφών. Η δουλειά, πάντως, έγινε. Και τα «ευχαριστώ» που ακολούθησαν ήταν ολόθερμα.

Τι διαβάζουν, άραγε, αν διαβάζουν, οι φυλακισμένοι; Τι βιβλία χρειάζονται και σε τι βιβλία τούς δίνεται πρόσβαση; Τι είδους βιβλιοθήκες διαθέτουν τα υποτιθέμενα σωφρονιστικά ιδρύματά μας; Ούτε πολλές σχετικές μελέτες υπάρχουν, ούτε αξιομνημόνευτες πρωτοβουλίες από κρατικής πλευράς. Η δημιουργία, το 1994, στις Αγροτικές Φυλακές Ανηλίκων της Κασσαβέτειας στον Βόλο μιας βιβλιοθήκης σχεδιασμένης επιστημονικά, με τη συμμετοχή των κρατουμένων και ανάλογα με τις ανάγκες τους, ήταν ένα πείραμα που, μολονότι επιτυχημένο, στην πορεία εγκαταλείφθηκε και ουδέποτε επαναλήφθηκε.

Όπως διαπίστωσαν αμέσως όσοι δούλεψαν γι’ αυτή την ιστορία –ανάμεσά τους η τότε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων, Χριστίνα Οικονομοπούλου, και η τότε διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, Μυρσίνη Ζορμπά–, μέσα στις ατελείωτες ώρες απραξίας και στις δύσκολες συνθήκες εγκλεισμού το βιβλίο και η ανάγνωση άνοιγαν την όρεξη για μάθηση σε παιδιά που στερούνταν ακόμα και στοιχειώδεις γνώσεις, αποτελώντας ταυτόχρονα μια διέξοδο επικοινωνίας και απασχόλησης. Κάτι ανάλογο βροντοφώναξαν προ διετίας και δεκάδες συγγραφείς όπως ο Ίρβιν Γουέλς, ο Φίλιπ Πούλμαν ή ο Ιαν ΜακΓιούαν, όταν ο Βρετανός υπουργός Δικαιοσύνης έφερε προσκόμματα στην εισαγωγή βιβλίων στις φυλακές μέσω του επισκεπτηρίου: «Τα βιβλία», του υπενθύμισαν, «αποτελούν στήριγμα πίσω από τα κάγκελα, έναν τρόπο για τους κρατουμένους να φροντίσουν το μυαλό τους και να γεμίσουν τις πολλές ώρες που περνούν κλειδωμένοι στα κελιά. Σε ένα περιβάλλον χωρίς πρόσβαση στο Ίντερνετ και με περιορισμένες εγκαταστάσεις βιβλιοθηκών, τα βιβλία γίνονται ακόμα πιο σημαντικά»…

Αν σε ορισμένες φυλακές της Βρετανίας, των ΗΠΑ και του Καναδά υπάρχουν, αιώνες τώρα, βιβλιοθήκες που συναγωνίζονται σε οργάνωση κι επαγγελματισμό εκείνες του έξω κόσμου, στις δικές μας, ό,τι κι αν προβλέπει η νομοθεσία, η βιβλιοθήκη ως θεσμός ουσιαστικά δεν υφίσταται. Όχι ότι δεν υπάρχουν συλλογές με βιβλία, υπάρχουν. Το θέμα είναι πώς αυτές συγκροτούνται, σε τι βαθμό και με τι κριτήρια ανανεώνονται, αν οι κρατούμενοι μπορούν όντως να έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενό τους κι αν υπάρχει ένας ειδικός για να αφουγκραστεί τα ενδιαφέροντά τους και να τους προτείνει κατάλληλο υλικό για την ψυχαγωγία, την πληροφόρηση και την εκπαίδευση που χρειάζονται. Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται ανάγλυφα από πρόσφατη έρευνα που έκαναν δύο νέες βιβλιοθηκονόμοι, η Ευγενία Βασιλακάκη και η Ευγενία Βιλλιώτη («Οι βιβλιοθήκες των σωφρονιστικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα», 2014), όλα αυτά θεωρούνται πολυτέλειες.

Η συγκεκριμένη έρευνα ξεκίνησε στο πλαίσιο της πτυχιακής εργασίας της Βιλλιώτη και πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία της Βασιλακάκη, η οποία, με ένα διδακτορικό για τη συμπεριφορά του χρήστη βιβλιοθήκης σε πολυγλωσσικό περιβάλλον, συγκαταλέγεται στους επιστήμονες που επιλέχθηκαν για να ενισχύσουν το δυναμικό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ας μη σταθούμε στις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν μέχρι να τους επιτραπεί η είσοδος στις φυλακές – «ήταν κάτι που το περιμέναμε». Σημασία έχει ότι από τα 27 σωφρονιστικά καταστήματα όλων των ειδών που λειτουργούν στην Ελλάδα, απευθύνθηκαν ενδεικτικά σε εννέα και, τελικά, έγιναν δεκτές σε επτά, έχοντας προηγουμένως δεσμευτεί να μη δημοσιοποιήσουν ούτε ποια ήταν αυτά ούτε τα ονόματα των υπαλλήλων με τους οποίους μίλησαν. Το σίγουρο είναι πως ό,τι πληροφορίες άντλησαν προέρχονται από κλειστές, αγροτικές και δικαστικές φυλακές, είτε ανδρών είτε ανηλίκων. Κι όπως κατάλαβα από τα λεγόμενά τους, μέσα στο δείγμα τους πρέπει να ήταν και το κατάστημα του Κορυδαλλού, όπου το 2009 στήθηκε η πρώτη Λέσχη Ανάγνωσης Ελλήνων Κρατουμένων και στη βιβλιοθήκη του οποίου έχουν φιλοξενηθεί πολλές εκδηλώσεις ως τώρα, με καταξιωμένους καλλιτέχνες και συγγραφείς.

Τι ακριβώς είδαν με τα μάτια τους η Βιλλιώτη και η Βασιλακάκη; Τίποτα συνταρακτικό. Οι συναντήσεις με τους κοινωνικούς λειτουργούς που, ανάμεσα σε άλλα, έχουν αναλάβει και τη διαχείριση της βιβλιοθήκης γίνονταν στα γραφεία της διοίκησης – «οι χώροι της βιβλιοθήκης είναι χώροι κράτησης, δεν επιτρέπεται η είσοδος στους ερευνητές». Όλοι οι συνομιλητές τους, πάντως, έδειχναν ν’ αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικό θα ήταν να αναπτυσσόταν πιο συστηματικά η βιβλιοθήκη και αναγνώριζαν την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στον ρόλο του βιβλιοθηκονόμου, όχι μόνο επειδή δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις αλλά και επειδή είναι επιφορτισμένοι με πολλά άλλα καθήκοντα ταυτόχρονα. Ας δούμε, λοιπόν, τα βασικά στοιχεία που προέκυψαν από τα ερωτηματολόγια που τους μοιράστηκαν.

Οι αριθμός των βιβλίων από φυλακή σε φυλακή διαφέρει. Σε άλλη υπάρχουν 12.000, σε άλλη 6.000, χώρια τα περιοδικά, σε άλλη 200 βιβλία το πολύ. Στις συλλογές τους, για τις οποίες δεν χρησιμοποιείται κάποιο καθιερωμένο σύστημα ταξινόμησης, τη μερίδα του λέοντος κατέχει η λογοτεχνία και ακολουθούν τα βιβλία γύρω από τη θρησκεία και την ψυχολογία. Παρότι υπάρχουν αρκετές εγκυκλοπαίδειες, τα σχολικά και τα νομικά εγχειρίδια σπανίζουν. Κι ενώ διατίθενται κάμποσες αγγλικές, γαλλικές ή γερμανικές εκδόσεις, δεν υπάρχουν βιβλία στη μητρική γλώσσα των αλλοδαπών κρατουμένων, που αποτελούν την πλειονότητα στις ελληνικές φυλακές…

Τα περισσότερα βιβλία προέρχονται κατά κανόνα από δωρεές – ούτε λόγος πια για αγορές με κρατικά κονδύλια, που και τις καλές εποχές ήταν ελάχιστα. Το ποια βιβλία θα γίνουν δεκτά ή όχι επαφίεται στην κρίση του κάθε υπαλλήλου και η επιλογή τους σχετίζεται κυρίως με τον αποκλεισμό εκείνων που έχουν σεξουαλικό, βίαιο ή προσηλυτιστικό περιεχόμενο – π.χ. τομίδια των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Απ’ ό,τι φάνηκε, ωστόσο, δεν υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση για λογοκρισία. Ελλείψει χώρου, οι βιβλιοθήκες βρίσκονται συνήθως μακριά από τα κελιά. Σε ελάχιστες φυλακές διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις στις αίθουσες όπου στεγάζεται η βιβλιοθήκη, κι αυτές με αραιή συχνότητα. Όσο για την πρόσβαση σε ψηφιακές πηγές πληροφόρησης, όταν δεν απαγορεύεται ρητά από τον νόμο –εξαρτάται από το είδος της φυλακής–, σκοντάφτει στην έλλειψη υπολογιστών.

Γεγονός είναι πως από τους χιλιάδες κρατουμένους που οδηγούνται στα σωφρονιστικά καταστήματα κάθε χρόνο, οι περισσότεροι είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Λίγοι από αυτούς θα ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση όσο μένουν φυλακισμένοι κι ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που θα προχωρήσουν σε ανώτερες σπουδές. Για τη συντριπτική πλειονότητα των εγκλείστων ή των προφυλακισμένων η βιβλιοθήκη, όπως λειτουργεί, δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ο αναλφαβητισμός, η έλλειψη ξενόγλωσσων βιβλίων, οι άθλιες συνθήκες κράτησης, που ο ένας είναι πάνω στον άλλον, και τα προσωπικά προβλήματα του καθενός τούς κρατούν σε απόσταση από αυτήν. Κι εκείνοι που θέλουν να σπουδάσουν, όμως, δεν ταυτίζουν τη χρήση της βιβλιοθήκης με τον στόχο τους. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα, όπου προβλέπονται, δεν συνδέονται με τον χώρο της βιβλιοθήκης. Επιπλέον, ο φυλακισμένος που διαβάζει με τις ώρες είναι δακτυλοδεικτούμενος. Θεωρείται περίεργος, παράξενος και μάλλον ευάλωτος στη χειραγώγηση ή στην εκμετάλλευση. Πρέπει να ’ναι πολύ συγκροτημένος ή να έχει χτίσει προφίλ σκληρού τύπου, ώστε να μπορεί να διαβάζει ανενόχλητος, χωρίς να χλευάζεται…

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, τι νόημα μπορεί να έχουν οι λέξεις «σωφρονισμός», «επανένταξη», «διά βίου μάθηση»; Σε αυτό το τοπίο έφτασαν τα πακέτα με τα πεζά του Μπόρχες και τα ποιήματα του Εγγονόπουλου. Όμως εδώ δεν καταφέραμε να στήσουμε βιβλιοθήκες της προκοπής στα σχολεία και τις γειτονιές μας, πώς οι φυλακές θ’ αποτελούσαν εξαίρεση;

via