Γιατί ο άνθρωπος προτιμά από το να μη θέλει τίποτα, να θέλει το τίποτα

Ο Λιαντίνης προλογίζει Νίτσε

Το ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, πώς κανείς γίνεται, εκείνο που είναι, ο Νietzsche τό’γραψε από τις 15 Οχτώβρη ως τις 4 Νοέμβρη του 1888 στο Τουρίνο. Ύστερα από εξήντα μερόνυχτα τρελλάθηκε. Ένας ποιητής στη δική του γλώσσα θά’λεγε ότι ο ίδιος έβαλε φωτιά στο δυναμίτη του μυαλού του. Ανατινάξεις διαφορετικού οντολογικού γένους, που δε γίνεται να προσομοιασθούν με τους λαγουμιτζήδες της Ακρόπολης στα 1826 χρόνια, όπως τους ανιστορεί ο Μακρυγιάννης…

– Τρελλάθηκε· ο νέος Αποστάτας· εμ καλά έπαθε και τρελλάθηκε· και λίγο τού’πεσε. Είπε ο ευσεβής της συντροφιάς ένα δείλι σε κάποιο μπαρ της Αϊδελβέργης.

– Μα και το Χριστό σου, καημένε, τόνε σταυρώσανε σαν αρχιληστή· καλύτερα πήγε; απεκρίθηκε ο εθνικός της παρέας, που την ώρα εκείνη φαίνεται θυμήθηκε τη συνέντευξη τύπου του αθηναίου Σόλωνα στην αυλή της Λυδίας. Και πρόσθεσε:

– Σε λίγο θα μας πεις ότι γονάτισε κιόλας μπροστά στα Ευαγγέλια σαν τον Ιουλιανό. Τον παραχαραγμένο, εννοώ, από το παπαδιλίκι της Ιστοριογραφίας.

– Το περίεργο είναι πως τις τελευταίες του ώρες, όταν αγωνιζότανε να περάσει το ρέμα του Ρουβίκωνα, καθώς έγραψε στον αφοσιωμένο του Πέτερ Γκαστ, θυμήθηκε έμμονα τον Ιησού. Φαίνεται μάλιστα, σα να’ νοιωσε και συνειδητά ταυτισμένος μαζί του, αφού σε δύο από τα τελευταία τηλεγραφήματα πού’ στειλε υπόγραψε με το όνομα “Εσταυρωμένος”, είπε ο τρίτος.

– Ασυνείδητα, θέλεις να πεις, γιατί, ενόσω είχε τις φρένες του άβλαβες, μόνο στο όνομα Αντίχριστος αναγνώριζε τον εαυτό του, διόρθωσε ο δέλτα.

Ο προηγούμενος τον αντίσκοψε:

– Συνειδητά, θέλω να πω, γιατί το σπασμό τον ιδρυτικό της τρέλλας του πρέπει να τον νοιώσουμε σαν ένα αναποδογύρισμα του διανοητικού του κόσμου. Ο πυθμένας της συνείδησης έγινε βουνό: το Σιλς Μαρία Γεθσημανή στον καθρέφτη, ας πούμε. Και η συνειδησιακή του επιφάνεια βούλιαξε σαν το όνειρο της Ατλαντίδας.

Τότε πήρε το λόγο ο τελευταίος της συντροφιάς. Ήταν ένας άραβας χωρίς ζώνη και με κατσαρό γενάκι, που από νωπή εθνική επιταγή δεν πρέπει νά’ τανε άσχετος με τους δυναμίτες.

– Μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο, είπε. Ο Μωάμεθ μόνο είναι ο αληθινός προφήτης. Πέθανε γαλήνια, και πλήρης ημερών· φορτωμένος σα γκαμήλα. Και γνώρισε τον έρωτα με όλους τους τρόπους. Παντρεύτηκε δεκατρείς καμπύλες. Αυτή’ ναι γεωμετρία. Κι ας πα’ να λένε οι Πυθαγόρειοι και ο Πλάτωνας. Στο τέλος έκαμε ομόκλινή του και τη γυναίκα του γιού του. Επίσημη και ευλογητική. Έρωτας, νέοι μου, έρωτας και σπαθί. Ιδού η αγάπη του Ιησού, ιδού η σκληρότητα του Nietzsche· και τα δύο ενωμένα στο αυτό. Και ησυχάστε.

Αυτός ο άραβας, συλλογίστηκα. Από το πολύ κοίτα την ξανθιά κελλνερίνα στο βάθος του καπηλειού λάγγεψε το λαρύγγι του, ξεστράτησε η γλώσσα του και είπε την αλήθεια. Πέταξε τη λέξη έρωτας στη μέση της γιορτής σα γάντι, και τώρα προκαλεί σε μονομαχία όλες τις περγαμηνές της σοφίας. Ο Nietzsche δεν είναι ούτε ο νομοθέτης, ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο ποιητής. Είναι ο μέγας Ερωτικός.

Nietzsche ο μέγας Ερωτικός.

Αυτός ο ερημίτης ο φυτεμένος στα χάλκινα βουνά; Που δε γνώρισε τη γυναίκα, και έζησε “αρκούδα μέσα στις αρκούδες, και πουλί μες στα πουλιά”; Έ! όχι. Έτσι και η σγαντζοχοιρίνα ημπορεί να παινεύεται για τα μεταξένια πλοκάμια της. Να πεις για το Goethe, μάλιστα. Αυτόν τον αζάπη, τον ηπεροπευτή, που ξεπαρθένεψε τόσα δάση και τόσα κορίτσια. Et tamen. Ας δυσπιστούμε και λίγο στην κίνηση του ήλιου. Μιλάμε για την ερωτική αγνότητα μιάς ευαίσθητης φύσης. Ένα είδος εγκράτειας, που χλευάζει τη μοναστηριακή τάξη.

– Συλλογίζομαι μιά ανθισμένη κερασιά να λέει ζαλισμένη στον ήλιο “μη”. Κι ύστερα να κοκκινίζει ολόκληρη από ντροπή. (Μην πιστεύετε τους παλιούς τρόπους,που προσόμοιαζαν τα χείλια του κοριτσιού με κεράσι). Ένα χελιδονόψαρο να γλιστράει μες στο νερό όπως το σπαθί στη θήκη. Μιά αλκυονίδα μέρα που ξάπλωσε στα μυτερά χαλίκια του Γενάρη. Τους οφθαλμούς του περιστεριού και τα στιλπνά καπούλια της φοραδοπούλας. Συλλογίζομαι το βλέμμα του Ιησού να πέφτει στην αμαρτωλή, και να ντύνει πορφύρες την παλλόμενη γύμνια. (Θυμηθήτε την άβολη γυναίκα που έσκυψε στο αυτί του συνοδού της: – κύτταξε αυτόν τον τουρκόπαπα, με κυττάει σα να με γδύνει). Συλλογίζομαι τον αδελφό Φραγκίσκο: μιά εκκλησιά και τους κορυδαλλούς καμπάνες και ψαλτήρια της. Συλλογίζομαι την αφή της θύμησης παρά δήμον Ονείρων.

Τα γραφτά του Nietzsche μιλούν για έναν εξαιρετικά ευαίσθητον άντρα.

Για έναν από κείνους που ημπορούν ν’ακούσουν, πώς ο ρόχθος του νερού στρογγυλεύει τα λιθάρια. Να μετατρέψεις αυτή την ευαισθησία σε υλική κατάσταση, να μεταστοιχειώσεις την έννοια της γέννησης και του θανάτου σε σπέρμα, μοιάζει σα να πασχίζεις να εξηγήσεις, πώς γίνεται να διανύσει μέσα σε δύο δευτερόλεπτα ένας πεζοδρόμος που περπατάει με βήμα τελετουργικό – ο Οιδίποδας στο φαράγγι του Κολωνού λογουχάρη – το ένα τετράκις εκατομμύριο τετράκις εκατομμύρια χιλιόμετρα υψωμένο στην τετράκις εκατομμυριοστή δύναμη του Ιωάννη Καραμάζωφ. Έτσι κάπως πρέπει να φαντασθούμε το νόημα του ανθρώπινου σπέρματος σαν υλοποιημένη κατάσταση της ευαισθησίας. Μιλώντας για την ερωτική αγνότητα του Nietzsche, την υλοποιημένη δηλαδή κατάσταση της ευαισθησίας του, εννοώ το μυστήριο της λειτουργίας εκείνης, που αφού έσωσε από ευαισθησία να μετατραπεί σε ύλη, έπρεπε να ξαναδιαλυθεί ακολουθώντας τον αντίστροφο δρόμο. Κι εδώ βρίσκεται ο κόμπος. Γιατί ερωτική αγνότητα σημαίνει το φραγμό του δρόμου στη χύδην, στη χυδαία εκτόνωση. Στο “εξέχεεν επί την γην του μη δούναι σπέρμα” η ανθρωπότητα κληρονόμησε το παλλάδιο του Αυνάν.

Αυτή την αντίστροφη πορεία σαν κατηγορία ενέργειας θά’ταν αστείο να την παραβάλουμε ακόμη και με τη φυλακισμένη δύναμη των εννοιών του πυρήνα ή και του “πλάσματος” της μοντέρνας φυσικής. Δεν ημπορώ παρά έτσι μόνο να συλλάβω το μαρτύριο του Τιτάνα, που απάνου στο βουνό του – την Άνω Ενγκαντίν – χάραξε την εντολή να βαστάξει στους ώμους του το βάρος της γης· και όχι της γης μονάχα:

Ανάγκασε τ’ άστρα να γυρίζουν γύρω σου.

Φαίνεται πολύ ποιητική αυτή η προστακτική για τους απληροφόρητους. Στην πραγματικότητα δε διαφέρει σε τίποτα από μιά απλή, την απλούστερη, διάταξη της σολώνειας νομοθεσίας. Μήπως δεν εκφράζουν το ίδιο νόημα σε άλλο μουσικό τρόπο και τα λόγια του Dante:

Η αγάπη, που τον ήλιο κινάει και τ’ άλλα τ’ αστέρια.

Από το σημείο τούτο πρέπει να θεωρήσουμε και τη δύναμη για την οποία μας μίλησε, και την περηφάνεια με την οποία έζησε, και τα οράματα που θερίσαν το βλέμμα του, και τις υπερβολές – τα λάθη – της σκέψης του. Τον σπερματικό λόγο, την “αρχάν” όλων αυτών των εκρήξεων περιγράφω με την έκφραση μέγας Ερωτικός. Το δεύτερο είναι η παρεξήγηση. Το Ecce homo είναι το τελευταίο σκαρί του ναυαγού· αρπαγμένος στη μοναδική του σανίδα έσωσε να φτάσει στο νησί του Αλκίνοου. Εννοώ τη στιγμή που ο Γεώργιος Μπραντές αρχίζει παραδόσεις στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης απάνου στη φιλοσοφία του Nietzsche. Ως τότε ολόκληρος ο κόσμος τον είχε κρατήσει κλεισμένο στη σπηλιά της καταφρόνησης και της σιωπής. Στο άντρο της νεράϊδας, που κράτησε εφτά χρόνια τον Οδυσσέα. Τότε που στο φωτάναμμα και στα θυμιατά έκαιγε το ερωτικό λιβάνι – άχ! πόσο άρεσαν στο Μωάμεθ τα αρώματα, θα τσίριζε ο γνώριμος λιβανέζος μας με το κατσαρό γενάκι. Θέλω να πω, πως, εάν στο “Καλυψούς άντρον” αναγραμματίσει κανείς τα ονόματα του ζευγαριού, του Οδυσσέα και της Καλυψώς, έχει μπροστά του μιά επ’ άπειρον ερωτική ομιλία…

Ανορθόγραφη βέβαια παρότι στην καθαρεύουσα, ατελεύτητη όμως και χωρίς τη χρεία των ελιξηρίων. Ενώ τη σπηλιά του Nietzsche τη φύλαξαν πιστά τυμβωρύχοι άπιστοι και πλαδαροί ευνούχοι. Στο Ecce homo

Ευνουχίστηκε όλη η ανθρωπότητα. Αλλάζει ο κόσμος. Και τα καινούργια παλιώνουν. Μη συζητάτε πιά για τον Όμηρο.

Αμέσως μετά το Μπραντές, αν και για το ναυαγό αξιοθρήνητα αργά πιά, πλάκωσαν σμαριαστά οι μελλοντολόγοι με τα φτυαράκια τους, οι κύκλωπες με το ένα μάτι και τα μυωπικά γυαλιά των σπουδαστηρίων, και οι ναρκοδότες με τα λευκά ράσα, για να φωτίσουν και να “συστήσουν εις Φαίακας” τον άγνωστο κουρελή. Και το θαύμα – τα σημεία και τα τέρατα δηλαδή – έγινε. Η έσχατη πλάνη στάθηκε χειρότερη της πρώτης. Γιατί από την αγνόηση ή παρανόηση είναι εβδομήντα εφτά φορές πιό βλαβερή. Κάποια γιορτή, μιά ‘πίσημον ημέραν, παράδωκαν το μπαστούνι του Nietzsche συμβολικό δώρο – στραταρχική ράβδο πες – στα χέρια του Hitler. Αν είδατε ποτέ σας τον άσπρο κόρακα, είδα κι εγώ το μαύρο χιόνι. Και όμως, πόσο εύκολα θα μπορούσε ο καθένας να περπατήσει στη σελήνη, αν είχε ξεσυνηθίσει τη βαρύτητα. Ο Nietzsche ειδοποίησε. Μαδώντας τα “βεργκιγκετόρεια μουστάκια του” εκραύγαζε με κραυγή μεγάλη:

Έχετε το νου σας και προσέχετε, μη με περάστε γι’ άλλονε.

Στον πρόλογο του Ζαρατούστρα μιλάει ακόμη πιό ψύχραιμα, ψυχρόαιμα δηλαδή:

Όσοι δε θα με καταλάβουν, θα πηδήξω στην τραχηλιά τους και θα γκρεμιστούν στην άβυσσο.

Και μεις, αλάθευτοι μα την απάτη, καταλάβαμε καλά. Δύο πόλεμοι, που οι οιμωγές τους έκαμαν να συγκλονισθούντα τα φρύδια του Ολύμπου, είναι άραγε αρκετοί για να σχολιάσουν αυτά τα δύο τελεσίγραφα; –

Εγώ δεν είμαι άνθρωπος, εγώ’ μαι δυναμίτης.

Ήταν η φράση του (σελ. 113) που προτού βγει από το στόμα του της είχε κιόλας ανάψει το φυτίλι. Τι εστί δυναμίτης το γνωρίσαμε τον Αύγουστο του 1945. Συλλογίζομαι πως, αν συγκρίνουμε εκείνο το κατόρθωμα προς τα σημερινά πολεμικά στέγαστρα και την περηφάνεια τους, θα κάνουμε χάζι το πήδημα του ψύλλου και το πάτημα του ελέφαντα. Εκείνο που δε γνωρίζουμε, και καθώς δείχνουν τα σημάδια δεν θα το μάθουμε ποτές, είναι ότι άλλο πράγμα ήταν ο δυναμίτης του Nietzsche και άλλο οι λαγουμιτζήδες της Ακρόπολης στα 1826 χρόνια, όπως τους ανιστορεί ο Μακρυγιάννης. Ανατινάξεις διαφορετικού οντολογικού γένους. Diximus.

Δεν ξέρω, αν ωφελεί να κυττάξει κανείς από την άλλη πλαγιά του μεσονυχτιού. Εννοώ την αναγνώριση και την κατανόηση. Το μέγα Μεσημέρι στη γλώσσα του άγιου πρωτότυπου. Αν εκεί που’ ριξε το αγκίστρι του δεν πιάστηκε τίποτα (σελ.102), δεν είναι γιατί έλειψαν τα ψάρια. Τα κότσια έλειψαν. Τι πάει να πει ότι για ν’ ανοίξεις το Nietzsche χρειάζεται να’ χεις γερά κότσια;

Να μη ζητιανεύεις τον πόρο ούτε στο χαμαιτυπείο, ούτε στον αυνανισμό, όταν σου λείπει η γυναίκα. Αλλά να φτάνεις να πιαστείς από τα ράχτα της θάλασσας, που’ ναι σκληρά – ουδείς λόγος – σωσίβια όμως για το ναυαγό. Σαν κάποιας αρκαδικής νύφης το νεύμα, που σαρκοπλάθει το όνειρο. Ή κάποιας αλαργινής ονείρωξης το πνεύμα, που φυσάει και σαρώνει τα σύννεφα, όπως εφύσηξε εκείνη η πρωϊνή αύρα, που αναστάτωσε τα κοριτσίστικα σεντόνια της Ναυσικάς:

η δ’ ανέμου ως πνοή επέσσυτο δέμνια κούρης.

Αυτό πάει να πει νά ‘ χεις γερά κότσια. Να χαιρετάς από καρδιάς κάθε πρωϊ τον ήλιο και το γείτονα. Αλλά να μην ξεχνάς το θάνατο, που στέκεται σιμώτερα απ’ το γείτονα. Όσο λιγότερο σκέπτεσαι πως ο θάνατος είναι ο παντοτινός σου πιστός, ο ίσκιος σου, που ούτε να τον πιάσεις μπορείς ούτε να του ξεφύγεις γίνεται – ακόμη και υπό σκιάν σε παραστέκει – τόσο περισσότερο σου λείπουν τα κότσια. Ο θάνατος είναι ο γόρδιος δεσμός της φιλοσοφίας του Nietzsche. Ολόκληρη η περίφημη θεωρία για τη “μεταξίωση όλων των αξιών” στηρίζεται και ξεκινάει απ’αυτό το ελαφρό σημείο, τούτο το “πάτημα του περιστεριού”. Ο θάνατος είναι το άλλο μάτι, που το ένα, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, τα κάνει δύο, και ο Κύκλωπας γίνεται άνθρωπος.

Να ξεντυθείς όλες τις προλήψεις που παραμόρφωσαν με τον καιρό ο διάφανο σώμα του ελληνικού θεού σε κύλινδρο κουτσουροκορμό. Να γδάρεις μόνος σου τα εφτά τους δέρματα που φιδοντύνουν το κορμί σου – και λέγοντας προλήψεις μη θαρρείς καμώματα των αστρολόγων και του Καζαμία, αλλά φιλοσοφίες, και θρησκείες, και τέχνες, και επιστήμη, και συστήματα, και πολιτικές – και μόνο τότε θα παραδεχθεί ο Απόλλωνας τη μουσική του. Μπορεί μάλιστα – αντί για να σε γδάρει όπως το Μαρσύα – να σπάσει και την κιθάρα του. Να σταθείς έτσι γυμνός κάτου από την παγωνιά του ήλιου και τη λάμψη του τίποτα. Αυτό θα πει νά’ χεις γερά κότσια.

Όλα τα κακά τα γέννησε ένα λανθασμένο βήμα, ένα αδέξιο τσάκισμα στη δίπλη του ανθρώπινου χορού:

Γιατί ο άνθρωπος προτιμά από το να μη θέλει τίποτα, να θέλει το τίποτα.

Έτσι θα περιγράψει αυτό το λοξοδρόμισμα ο Νietzsche (σελ. 104). Την πανουργία και την κακοήθεια η ζωή την κρατάει για τον εαυτό της. Κι από σένα ζητάει την καθαρότητα μόνο, και την παλληκαριά. Παρθενοπόρνη σαν τους ανδρόγυνους στα μάρμαρα και στα βάζα, σε θέλει να την χαιρετάς και να την αποχαιρετάς – έτσι λέει ο Nietzsche – όπως ο Οδυσσέας τη Ναυσικά: περισσότερο ευλογώντας και λιγώτερο ερωτευμένος. Τέτοιο το φως του τυφλού.

Αϊδελβέργη 24.11.1978
Δημ. Λιαντίνης
Από το βιβλίο Ecce homo (Ίδε ο άνθρωπος) του Φρίντριχ Νίτσε το οποίο ελλήνισε ο Δημήτρης Λιαντίνης

via