Η Λιλή Ζωγράφου γράφει για τον Νίκο Καρούζο λίγο μετά τον θάνατό του

Πάνε 22 χρόνια από τις 28 Σεπτέμβρη του 1990 που έφυγε από κοντά μας ο αγαπημένος ποιητής Νίκος Καρούζος. Λίγες μέρες μετά, 3 Οκτώβρη, έγραφε τα παρακάτω στην Ελευθεροτυπία η σπουδαία Λιλή Ζωγράφου:

“Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 3/10/1990

ΑΝΤΙΟ μεθυσμένε μου φίλε. Άσ’ τους άλλους να σε θυμούνται ποιητή, δεν θα τους βλάψει, εγώ θα σε θυμάμαι μεθυσμένο. Γι’ άλλον φίλο δεν κλαίω, μόνο ‘κείνους που μέθυσα μαζί τους. Ξεχνούσαμε τα μεσημέρια στην τσέπη μας κρατούσαμε μόνο τα τσιγάρα και το μικρό του όνομα ο καθένας.

Γελούσαμε αμίλητοι μέσα σε ατμούς που υψώνονταν και μας κρύβανε τη θέα των άλλων που καρφώνανε επιτιμητικά τη μποτίλια το ούζο ν’ αδειάζει ανάμεσα στο δυο ποτήρια και τα ταμπουρέ μας. Τι σε ρώτησε αυτός ο μαλάκας; Πού γεννηθήκατε κύριε Καρούζο. Και γιατί δεν του απάντησες; Δε θυμόμουνα. Μα ρωτάνε τέτοιες βλακείες δυο ανθρώπους που πίνουν ευτυχισμένοι; Αλήθεια, που γεννήθηκες Νίκο; Πιθανόν, πιθανόν στο Ναύπλιο και σου; Θαρρώ πουθενά, γιατί έχω συγγενείς στα πέρατα της ερημιάς. Γελούσες, τίναζες τις χερούκλες σου θριαμβευτικά σκορπώντας στον άνεμο τις ταυτότητές μας.

ΤΙ ΝΑ καταλάβουν αυτοί από την ελευθερία ν’ απωλεσθώ, ν’ απωλεσθείς στο χείμαρρο της ευφορίας που θόλωνε το μυαλό μας και μας άραζε στην ανυπαρξία; Το πρόσωπό σου γινόταν σταχτί-θα ‘σουν κιόλας άρρωστος και δεν το ξέραμε-και γελούσαμε και γω κοιτώντας σε έβλεπα ένα τμήμα χαρακωμένου βράχου που έσπαζε.

Ύστερα ήρθε ‘κεινος ο βλάκας, θυμάσαι, που μας είδε μεθυσμένους και μ’ αγκάλιασε και ‘γω τσαντισμένη του ‘δωσα δυο σκαμπίλια, τι θες βλάκα, μεθυσμένος είσαι, φώναζα έξαλλη. Και ήτανε μεθυσμένος ο κακομοίρης γιατί έβαλε τα κλάματα. Τότε μόνο με ρώτησες με απάθεια, τι σου ‘κανε το παιδί και το ‘δειρες; Να ‘μαστε τόσο ωραίοι, συνέχισα να φωνάζω, τόσο ωραία στη γωνιά μας και να μας τη σπάσει; Αυτό είναι βιασμός της ευτυχίας μας, του κεφιού μας, σιχαίνομαι τους βιαστές, και τώρα ήρθε ο θάνατος και σε βίασε Νίκο, σε πήρε και ξεμέθυστο, ξαρμάτωτο σε βρήκε και σου κόλλησε στο κούτελο την ταυτότητά σου, Καρούζος ο Ποιητής ο άφοβος, ο λεύτερος, εγώ τον έφαγα.

ΤΙ έκανες ρε καριόλη, στεγνό αγόρι χωρίς μια σταγόνα πιοτό στα χείλια. Ο καρμίρης ο θάνατος Νίκο, ο καρμίρης, ο δειλός σαν τον μπασκίνα που σε δένει πρώτα στην καρέκλα κι ύστερα σε πλακώνει στις φάπες, γιατί δεν ερχόταν στου Λουμίδη Νίκο, να σε βρει λεύτερο, πιωμένο θέλω να πω, κι ας κοτούσε να σ’ αγγίξει παλικάρι μου.

ΜΑ ΤΙ λένε, ας’ τους, τι να καταλάβουν από τη χαρά του λαίμαργου μεθυσιού που σκοτώνει το απάνθρωπο προνόμιο να γεννιέσαι Ποιητής. Από τη χαρά να κοινωνάς άνθρωπο πίνοντας, να κατρακυλάς τα σκαλοπάτια από την ερημιά της κορυφής του πέτρινου μετώπου σου στην αφιλόξενη μαλακιά ωστόσο ζωή.

Ο ποιητής Καρούζος πέθανε, έτσι γράφουνε Νίκο μου, μαϊμούδες, υποκριτές. Γιατί δε γράψανε ποτέ, ανάμεσά μας ζει ο μεγάλος Καρούζος, ο καννίβαλος που τρώει κάθε μέρα κι ένα κοψίδι από το κορμί του για να προλάβει να γράψει αυτά, αυτά στραβοί και φθονεροί πίθηκοι με τους γδυμνούς κώλους και τα σμόκιν, δεν του αναγνωρίζατε κακορίζικοι το δικαίωμα να ζήσει, έπιανε τόσο χώρο ο μακαρίτης, τον ζητωκραυγάζετε τώρα, νεκρό- επιτέλους.

Μεθυσμένε μου φίλε.”