Κώστας Θ. Φωτεινός, ἀπό τήν Κατούνα Λευκάδας

Ταξιδεύεις ανάερη

ανάμεσα στα τενάγη και στον ουρανό

κάτι σαν παράξενος άνεμος

που χάθηκε μέσα στην βροχή

κι όλο ψηλώνεις ώς τα σύννεφα ίσως

για ν΄ αγναντέψεις τον καιρό

μη σ΄ αποπάρει.

Σε παίρνει η μπόρα κι ανασταίνεσαι.

Σε παίρνει η άνοιξη και μαραζώνεις.

(Της μικρής μας πόλης, 2011).

 

Μέ τούς στίχους σου αὐτούς τά εἶπες ὅλα ἀγαπημένε φίλε.

Σεμνός, οὐσιαστικός, σοβαρός, διηγηματογράφος καί ποιητής, ἀπέφυγες τήν ψυχοφθόρα τύρβη

τῆς σημερινῆς κενῆς, πνευματικά καί ἠθικά, ἀνέλπιδης μικροζωῆς.

Στήν ἄδεια ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Κατούνας μέσα στήν ἱερή σιγή  θυμήθηκες, κάποτε,  μιά κοινή μας ἀνάμνηση δεμένη μέ τήν παράδοση τοῦ χωριοῦ μας.

 

πόστολοι κ περάτων, συναθροισθέντες νθάδε…………..

Τήν ὕστατη αὐτή ὥρα μόνο πνευματικά μπορῶ νά σέ ἀποχαιρετήσω.

 

Παραθέτω μιά έξαιρετικά έπαινετική κριτική τῆς τελευταίας σου ποιητικῆς συλλογῆς:

Της μικρής μας πόλης, Ροδακιό, 2011.

Γεώργιος Θ. Γιαννόπουλος, Πολιτική καί Φιλολογική τῶν Πατρῶν, Φύλλο 120ο, 2011.

πηγή