Πεζοπορώντας στα νησιά Λοφότεν: Η μεγάλη διάσχιση

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,

αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα

κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.

Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα

και τα νησιά που ‘ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.

Νίκος Καββαδίας, «Ο πιλότος Nagel»


Τα νησιά Λοφότεν ή Λοφούτεν (όπως προφέρονται στα νορβηγικά) βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της Νορβηγίας που ονομάζεται Νούρλαν (Nordland), στον 68ο παράλληλο, εντός του αρκτικού κύκλου, απέχοντας περίπου 2.400 χλμ. από τον Βόρειο Πόλο. Αν και είναι στο ίδιο περίπου ύψος με τη Γροιλανδία και την Αλάσκα, το κλίμα τους είναι αρκετά ηπιότερο λόγω του θερμού Ρεύματος του Κόλπου (Gulf Stream). Τους καλοκαιρινούς μήνες, η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 12-15 βαθμούς Κελσίου και οι βροχερές μέρες φθάνουν σχεδόν τις είκοσι μηνιαίως. Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Λοφότεν αποτελούν τα νησιά (από βόρεια προς νότια) Άουστβογκέι (Austvågøy), Γκίμσεγια (Gimsøya), Βεστβογκέι (Vestvågøy), Φλάκσταέγια (Flakstadøya) και Μόσκενεσέγια (Moskenesøya), ενώ νοτιότερα υπάρχουν άλλα δύο μικρά και απομονωμένα, τα Βάρεϊ (Værøy) και Ρεστ (Røst). Τα πέντε νησιά συνδέονται μεταξύ τους, όπως και με την ηπειρωτική Νορβηγία, με τον αυτοκινητόδρομο Ε10. Το Σβόλβαρ (Svolvær) με περίπου 5.000 κατοίκους, που βρίσκεται βόρεια στο Άουστβογκέι και το Λέκνες (Leknes) με 3.500 κατοίκους, στο Βεστβογκέι, στο κέντρο του συμπλέγματος, αποτελούν τις δύο πόλεις των Λοφότεν. Και οι δύο τους διαθέτουν αεροδρόμιο.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα νησιά Λοφότεν μοναδικά, έτσι που τα τελευταία χρόνια να προσελκύουν όλο και περισσότερους επισκέπτες, μεταξύ των οποίων και αρκετούς πεζοπόρους; Δεν έχετε παρά να φανταστείτε τις αιχμηρές γρανιτένιες κορυφές των Άλπεων, που συναντά κανείς πάνω από τα 3.500 μ., τοποθετημένες σ’ ένα νησί. Απότομες πλαγιές καταπράσινων βουνών ξεπροβάλλουν μέσα από τη θάλασσα και σχηματίζουν ένα συνεχές τείχος, το επονομαζόμενο «τείχος των Λοφότεν» (Lofotveggen), ύψους 800 – 1.000 μ., το οποίο εκτείνεται σε μήκος 100 χλμ. και μπορεί να το δει κανείς πλησιάζοντας από τη θάλασσα ή από αμφιθεατρικά σημεία, όπως η κορυφή Ράινεμπρινγκεν (Reinebringen). Δεκάδες λίμνες στους πρόποδες των βουνών με κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά αντανακλούν τη μεγαλειώδη μαγεία του τοπίου. Λίμνες σχηματισμένες από άπειρους καταρράκτες, χείμαρρους και ρυάκια που αυλακώνουν τις ψηλές πλαγιές. Ατελείωτες πολύμορφες δαντελωτές ακτογραμμές (φιόρδ), που σε κάποιους από τους όρμους τους φιλοξενούν τα παραμυθένια κόκκινα ξύλινα σπιτάκια των ψαράδων (rorbuer), πολλά από τα οποία έχουν μετατραπεί σε τουριστικά καταλύματα. Παραλίες με λευκή άμμο και τιρκουάζ νερά που κάνουν τον επισκέπτη, ακόμη κι αν δεν αποτολμήσει να βουτήξει λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας τους, να αναρωτιέται αν βρίσκεται σε νησί του αρκτικού κύκλου ή στην Καραϊβική.

Αντικατοπτρισμοί

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό απαράμιλλης ομορφιάς που μπορεί κανείς να απολαύσει μέσα από πλήθος πεζοπορικών διαδρομών. Στον ιστοχώρο Rando-Lofoten – Hiking the Lofoten Islands των David Souyris και Magdalena Brede υπάρχουν πληροφορίες, καθώς και το ίχνος σε μορφή gpx, για 95 ημερήσιες πεζοπορικές διαδρομές, από πολύ εύκολες και σύντομες μέχρι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς και για την ενδεκαήμερη μεγάλη πεζοπορική διάσχιση των Λοφότεν. O ιστοχώρος 68 North: Lofoten Islands Photography and Travel Guides δίνει πληροφορίες και φωτογραφίες για 42 διαδρομές. Επίσης, στο βιβλίο της Explore Lofoten (διαθέσιμο σε πολλά σημεία στα Λοφότεν, π.χ. Ράινε, 40€), η Kristin Fosland Olsen δίνει πληροφορίες για 50 ημερήσιες πεζοπορικές διαδρομές, μαζί με άλλες δραστηριότητες, όπως καγιάκ ή ποδήλατο. Συνεπώς, οι πεζοπόροι πρέπει να αποφασίσουν αν θα επιλέξουν τον ημερήσιο τύπο πεζοπορικής εξόρμησης, μοιράζοντας πιθανόν τη διαμονή τους σε διαφορετικά μέρη (κάμπινγκ ή δωμάτια) ή τη μεγάλη πεζοπορική διάσχιση, η οποία ξεκινά από το βόρειο άκρο των Λοφότεν, το Ντελπ (Delp), στο νησί Άουστβογκέι και τελειώνει στο νότιο, το γραφικό χωριό Ο (Å), στο νησί Μόσκενεσέγια. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να επιλέξουν επίσης αν θα χρησιμοποιήσουν για τις μετακινήσεις τους ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο ή τις δημόσιες συγκοινωνίες. Κατά τους θερινούς μήνες, τα αστικά λεωφορεία εξυπηρετούν μόνο τοποθεσίες που βρίσκονται επί του αυτοκινητόδρομου Ε10, οπότε είναι προσβάσιμες μόνο όσες διαδρομές ξεκινούν από αυτόν. Η δική μας επιλογή ήταν η μεγάλη πεζοπορική διάσχιση. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κουβαλάμε όλα μας τα πράγματα στην πλάτη μας. Ως εκ τούτου, χρειαζόταν να είμαστε ιδιαίτερα φειδωλοί με το τι θα παίρναμε μαζί μας.

Πώς φτάνεις όμως στα Λοφότεν; Οδικώς, αεροπορικώς ή με φέρι από το Μπούντου (Bodo). Εάν δεν πετάξεις κατευθείαν από Όσλο προς Σβόλβαρ ή Λέκνες, μπορείς να προσγειωθείς στο Μπούντου και από εκεί να πάρεις το φέρι για Μόσκενες (Moskenes) που είναι δωρεάν για τους επιβάτες κατά τους θερινούς μήνες. Υπάρχει επίσης δρομολόγιο προς το Σβόλβαρ, αλλά το εισιτήριο είναι ακριβό (78€). Εναλλακτικά μπορείς να προσγειωθείς στο αεροδρόμιο Harstad/Narvik που βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα και απέχει 165 χλμ. (2,5) ώρες από το Σβόλβαρ και να μεταβείς εκεί οδικώς (υπάρχουν 2 λεωφορεία καθημερινά, στις 11:05 & 17:05, αρ. λεωφ.: 300, τιμή εισιτηρίου 32€). Γενικά, τα δρομολόγια των λεωφορείων και των πλοίων είναι διαθέσιμα στον ιστοχώρο της Reis Nordland. Η αγορά εισιτηρίων μέσω της εφαρμογής για κινητά Billett Nordland εξασφαλίζει στον επιβάτη έκπτωση 25%.

Η μεγάλη πεζοπορική διάσχιση μπορεί να γίνει είτε από τα βόρεια προς τα νότια είτε αντιστρόφως. Εμείς ακολουθήσαμε την πρώτη εκδοχή, δηλαδή ξεκινήσαμε από το χωριουδάκι Ντελπ και καταλήξαμε στο Ο. Φυσικά, δεν πρόκειται για ένα ενιαίο, καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι, αλλά για κομμάτια μονοπατιών που τα ένωσαν οι «Rando-Lofoten» David Souyris (ο οποίος δυστυχώς δεν ζει πλέον) και Magdalena Brede σε μια ενιαία διαδρομή διαιρώντας τη σε 11 επιμέρους τμήματα. Βασικές πληροφορίες για τη διάσχιση, καθώς και το ηλεκτρονικό ίχνος των επιμέρους διαδρομών, αντλήσαμε από την ιστοσελίδα τους: The long crossing from north to south on the Lofoten Islands. Για την ανάγνωση του ηλεκτρονικού ίχνους gpx στα κινητά μας χρησιμοποιήσαμε την εφαρμογή Outdooractive που μπορεί κανείς να κατεβάσει δωρεάν.

Από το Ντελπ στη Σανσλέττα

Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες δεν υπάρχει λεωφορείο που να πηγαίνει στο σημείο αφετηρίας της διάσχισης, το Ντελπ. Ως εκ τούτου, μπορεί να πάρει κανείς τα λεωφορεία 724 και 300 από το Σβόλβαρ και να κατεβεί μετά από 20΄ στη διασταύρωση Jordness Kryss (ή το 300 αν έρχεται από το αεροδρόμιο Harstad/Narvik) και στη συνέχεια να πάρει ταξί (περίπου 80€) ή να κάνει ωτοστόπ μέχρι το Ντελπ. Το ταξί από το Σβόλβαρ μέχρι το Ντελπ στοιχίζει περίπου 135€.

H πεζοπορία μας του 1ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης από το Ντελπ στη Σανσλέττα (Sandsletta), απόστασης 12,8 χλμ., ξεκίνησε με μια απότομη ανάβαση περίπου 400 μ. που μας έφερε στην πανοραμική τοποθεσία Delpen. Το ίδιο σκηνικό των 400ρηδων απότομων αναβάσεων θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας μας. Αν και σε πολλά σημεία λασπώδες, το μονοπάτι ήταν ευκρινές, ενώ υπήρχαν κούκοι και κάποια κόκκινα σημάδια στα σημεία όπου ήταν αναγκαίο. Αυτό ισχύει για το σύνολο της μεγάλης διάσχισης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αναιρεί την ανάγκη της χρήσης gps, ειδικά για την ανεύρεση της αρχής των μονοπατιών, αλλά και αμφίβολων σημείων των διαδρομών. Η θέα ανατολικά προς το Γκρυνφερφιούρεν (Grunnførfjorden) ήταν μαγευτική, με κομμάτια λευκής άμμου να ξεπροβάλλουν μέσα από τα πράσινα νερά, έστω κι αν το φιόρδ διασχίζεται κάθετα από μια τσιμεντένια γέφυρα. Ύστερα από λίγο όμως τα πάντα κάλυψε ομίχλη, έτσι που για το υπόλοιπο της διαδρομής απλώς υποθέταμε τη θέα που θα είχαμε από τις απότομες πλαγιές του βουνού προς το φιόρδ αν ο καιρός ήταν λίγο πιο γενναιόδωρος μαζί μας. Όταν έπειτα από ώρες φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο, την κορυφή Ματμόρα (Matmora, 787 μ.), δεν βλέπαμε απολύτως τίποτα. Εντούτοις, ένας Γερμανός ποδηλάτης, ο οποίος είχε κατασκηνώσει λίγο χαμηλότερα, είχε σκαρφαλώσει και στεκόταν εκεί πάνω με τις σαγιονάρες του, ελπίζοντας, ματαίως βέβαια, ότι ο καιρός θα άνοιγε και θα απολάμβανε τελικά τη θέα. Για τον Παύλο Κόντο, καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η «δυσκολία των περισσοτέρων από εμάς συνίσταται στο ότι δεν ξέρουμε να ελπίζουμε σωστά», επειδή, μεταξύ άλλων, «συγχέουμε την ελπίδα με το ευχολόγιο (εκφυλίζοντάς την σε κενή αισιοδοξία)». Ίσως ο Ζακ Ντερριντά να ανταπαντούσε ότι η ελπίδα, για να είναι πραγματική ελπίδα, οφείλει να ελπίζει το ανέφικτο, διακινδυνεύοντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο να οδηγηθεί στον παραλογισμό.

Η κατάβαση ήταν κοπιαστική μέσα από ένα βραχώδες τοπίο, ενώ είχε αρχίσει ήδη να βρέχει. Ύστερα από 6 ώρες πεζοπορίας, αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε 2,5 χλμ. πριν από το κάμπινγκ της Σανσλέττα, το οποίο διαθέτει ένα μίνι μάρκετ και εστιατόριο. Εμείς προτιμήσαμε για το βραδινό μας τις κονσέρβες που είχαμε μαζί μας.

Η λίμνη Ισβάτνε

Από τη Σανσλέττα στο Σβόλβαρ

Την επομένη το πρωί μαζέψαμε τις βρεγμένες σκηνές μας και προχωρήσαμε για μερικά χιλιόμετρα κατά μήκος του ασφαλτόδρομου Ε10 μέχρι το σημείο όπου αρχινά το μονοπάτι του 2ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης μήκους 13 χλμ., που καταλήγει στο Σβόλβαρ. Όταν ξεκίνησε η ανάβαση μέσα από δασώδη έκταση, ξεκίνησε και η πάλη με τη λάσπη, η οποία δεν θα τελείωνε παρά 7 ώρες μετά. Το μονοπάτι ήταν γεμάτο νερό και το μαλακό χώμα είχε γίνει γλιστερό και λασπώδες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μάς συνόδευε ασθενής βροχή. Ευτυχώς όμως είχαμε σχετική ορατότητα, κάτι που μας επέτρεψε να απολαύσουμε το θέαμα των αμέτρητων λιμνών που διαδέχονταν η μία την άλλη. Εντυπωσιακότερη όλων η Ισβάτνε (Isvatnet), με μεγάλα κομμάτια πάγου να επιπλέουν στην επιφάνειά της και το χιόνι να καλύπτει μέρος από τις ακτές της. Το τοπίο ήταν μοναδικής ομορφιάς, ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της μεγάλης διάσχισης, όμως η διαδρομή ήταν πολύ επίπονη και σε κάποια σημεία επικίνδυνη λόγω του ολισθηρού εδάφους, ιδιαίτερα όταν χρειαζόταν να ανεβαίνουμε ή να κατεβαίνουμε απότομες επιφάνειες βράχων με ένα σακίδιο 18 kg στην πλάτη μας. Εδώ νοιώσαμε και κατανοήσαμε τι εστί πεζοπορία στα Λοφότεν, ειδικά αν δεν είσαι ιδιαίτερα τυχερός με τον καιρό: βροχή, ομίχλη, λάσπη, γλιστερές απότομες βράχινες επιφάνειες. Όλα αυτά όμως τα απαισιόδοξα συναισθήματα εξαφανίζονται όταν ο καιρός είναι στεγνός και καθαρός. Στο τελευταίο κομμάτι της πεζοπορίας, λίγο πριν το Σβόλβαρ, μας περίμενε ένας ξύλινος διάδρομος αρκετών εκατοντάδων μέτρων τοποθετημένος πάνω από το λασπώδες έδαφος. Καταλύσαμε στο κάμπινγκ Lofoten Feriesenter, όπου για να μπορέσουμε να στεγνώσουμε τα πράγματά μας νοικιάσαμε δωμάτιο (70€). Για ένα άτομο με σκηνή η τιμή είναι μόλις 15€. Οι εγκαταστάσεις του κάμπινγκ ήταν πολύ καλές (κουζίνα με τραπεζαρία, στεγνωτήριο κ.λπ.). Κατά την επίσκεψή μας στο κέντρο του Σβόλβαρ φάγαμε στο Bacalao τα πρώτα μας fish & chips (23,5€), τουτέστιν τηγανιτό μπακαλιάρο με πατάτες. Τα νησιά Λοφότεν έχουν υπάρξει για περισσότερα από 1.000 χρόνια κέντρο αλιείας μπακαλιάρου, ειδικά το χειμώνα, όταν τα ψάρια αυτά μεταναστεύουν νότια, από τη Θάλασσα του Μπάρεντς στα Λοφότεν, για να γεννήσουν.

Όταν ξυπνήσαμε την επόμενη μέρα για να ξεκινήσουμε το 3ο μέρος της μεγάλης διάσχισης, μήκους 17,3 χλμ., από το Σβόλβαρ προς το χωριουδάκι Κλέππστα (Kleppstad), έβρεχε αρκετά, ενώ το γύρω τοπίο ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη. Τα προγνωστικά του καιρού έδιναν δυνατή βροχή για ολόκληρη την ημέρα και καμία βελτίωση για την επομένη. Η απογοήτευσή μας ήταν μεγάλη. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις ήταν περισσότερο ελπιδοφόρες για περιοχές νοτιότερα του Σβόλβαρ. Εντέλει πήραμε την απόφαση να παραλείψουμε τρία κομμάτια της διάσχισης και να συνεχίσουμε νοτιότερα, ξεκινώντας από την πόλη Λέκνες. Παρόλα αυτά, θα δώσω κάποια στοιχεία για τις τρεις αυτές διαδρομές, που είχαμε συλλέξει εκ των προτέρων. Φεύγοντας κανείς από το Σβόλβαρ, δεν θα πρέπει να παραλείψει να έχει μαζί του προμήθειες για δύο μέρες. Αφού τελειώσει το 3ο κομμάτι της διάσχισης από το Σβόλβαρ στο Κλέππστα και κατασκηνώσει στο ύπαιθρο (δεν υπάρχει κάμπινγκ στην περιοχή), πρέπει να πάρει το 741 ή 300 από Κλέππστα με κατεύθυνση προς το Γκρούνστα (Grundstad) προκειμένου να καλύψει οδικώς μια απόσταση 14 χλμ. και να περάσει τις δύο γέφυρες του αυτοκινητόδρομου Ε10, που σ’ αυτό το σημείο είναι επικίνδυνος, και να κατέβει αμέσως μετά το Σούνκλακ (Sundklakk). Στη συνέχεια θα πρέπει είτε να περπατήσει τα 6,5 χλμ. κατά μήκος του δρόμου 815 είτε να κάνει ωτοστόπ προκειμένου να φτάσει στη Βικγιούρα (Vikjorda), σημείο αφετηρίας του 4ου κομματιού της μεγάλης διάσχισης. Μπορεί κανείς να φτάσει από το Κλέππστα στη Βικγιούρα με λεωφορείο μόνο μέσω Λέκνες (αναχώρηση από Κλέππστα: 06:55, άφιξη στη Βικγιούρα: 09:01). Η πεζοπορική διαδρομή από τη Βικγιούρα μέχρι τη λίμνη Στούρε Κρενγκορσβάτνε (Store Krenggårsvatnet) είναι 19,5 χλμ. Οι «Rando Lofoten» δίνουν ως χρόνο κάλυψης της απόστασης 7 ώρες και 11 λεπτά, κάτι εντελώς απίθανο (οι χρόνοι που δίνουν είναι εν γένει εκτός πραγματικότητας), ειδικά υπό βροχή και όταν κουβαλάς όλα σου τα πράγματα. Αναρωτιέμαι αν αυτοί οι άνθρωποι περπατούσαν ή πέταγαν! Η διανυκτέρευση για δεύτερη συνεχόμενη μέρα θα γίνει με σκηνή στο ύπαιθρο. Το 5ο μέρος της διαδρομής είναι σχετικά σύντομο, 11 χλμ., με αφετηρία τη λίμνη Στούρε Κρενγκορσβάτνε και κατάληξη την πόλη Λέκνες. Μεγάλο μέρος το πραγματοποιήσαμε την προτελευταία μέρα της διαμονής μας στα Λοφότεν, εκκινώντας από το Λέκνες.

Η παραλία Κβαλίκα

Από το Ναπ στο Νούσφιουρ

Ας επιστρέψουμε όμως στο υπόλοιπο της διάσχισης που πραγματοποιήσαμε. Στο Λέκνες, ανανεώσαμε τις προμήθειές μας για τις δύο επόμενες μέρες, φάγαμε κοτόπουλο σαλάτα (22€) και ήπιαμε έναν καφέ στο Lofoten Bakery, ο οποίος ήταν το μόνο πράγμα που κόστιζε όσο και στην Ελλάδα (3€), όχι επειδή είναι φτηνός στη Νορβηγία, αλλά επειδή είναι ακριβός εδώ. Στη συνέχεια πήραμε το λεωφορείο για το χωριουδάκι Ναπ (Napp), αφετηρία του 6ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης. Ο πεζοπορικός μας προορισμός ήταν το Νούσφιουρ (Nusfjord), γραφικό ψαροχώρι στη νότια ακτή του νησιού Φλάκσταέγια, κατά μήκος του Βέστφιουρ (Vestfjord). Η απόσταση που είχαμε να διανύσουμε ήταν 17,6 χλμ., με το μεγαλύτερο μέρος της να ακολουθεί την ακτή σε μια υπέροχη διαδρομή που έβλεπε απέναντι την καταπράσινη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού Βεστβογκέι. Τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίσαμε περίπου 6 χλμ. μετά την έναρξη της πεζοπορίας, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το δίλημμα αν έπρεπε να κρεμαστούμε από μια φιξαρισμένη αλυσίδα μήκους 4-5 μ., η οποία βρισκόταν παράλληλα με ένα επίπεδο κάθετο βράχο χωρίς κανένα απολύτως πάτημα, ή να την παρακάμψουμε, ακολουθώντας το ίχνος που είχαμε, και να ανέβουμε μια σχεδόν κάθετη βραχώδη πλαγιά περίπου ύψους 100 μ. Προτιμήσαμε τη δεύτερη εναλλακτική. Βέβαια, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι σε ποιους πραγματικά απευθυνόταν η συγκεκριμένη αλυσίδα. Από τα ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής ήταν το πέρασμα μιας ξύλινης γέφυρας στην άκρη ενός μικρού ρηχού κόλπου, με το βυθό γεμάτο χιλιάδες μύδια, πολλά τους φαγωμένα από τα πουλιά που έκρωζαν από πάνω μας. Δέκα χιλιόμετρα μετά το Ναπ, το μονοπάτι διέρχεται πλησίον της λίμνης Στράουμεϊβάτνε (Straumøyvatnet), όπου αποφασίσαμε να διανυχτερεύσουμε.

Το Νούσφιουρ

Το επόμενο πρωί, μετά από περίπου τρεις ώρες πεζοπορίας, φτάσαμε στο μικρό, ιδιαίτερα γραφικό ψαροχώρι του Νούσφιουρ, ένα από τα τουριστικότερα των Λοφότεν. Την εποχή της ακμής του, το Νούσφιουρ ήταν μια κερδοφόρα αλιευτική επιχείρηση. Από το 1910 μέχρι το 1990, το εργοστάσιο μουρουνέλαιου παρήγε δύο διαφορετικούς τύπους: ένα υψηλής ποιότητας έλαιο για φαρμακευτική χρήση και ένα χαμηλότερης ποιότητας, χρήσιμο για παραγωγή χρωμάτων και λιπαντικών. Το κάπνισμα σολομού γινόταν στο μικρό καπνιστήριο πάνω στον λόφο. Τα περισσότερα κτήρια στο απάνεμο λιμανάκι του Νούσφιουρ χρονολογούνται από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1905 υπήρχαν περίπου 1.500 ψαράδες με έδρα τους το Νούσφιουρ. Μερικοί κοιμόντουσαν στριμωγμένοι σε κόκκινα ξύλινα σπιτάκια (καμπίνες), τα «rorbuer» (ενικός: rorbu), ενώ όσοι δεν είχαν τα χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες αναποδογύριζαν τις βάρκες τους και κοιμόντουσαν από κάτω. Οι καμπίνες των ψαράδων, από τις οποίες υπάρχουν περίπου 50 συγκεντρωμένες γύρω από το λιμάνι, βάφονταν κόκκινες ή στο χρώμα της ώχρας, επειδή τα δύο αυτά χρώματα ήταν φτηνότερα. Η οικογένεια Dahl κατείχε το συγκρότημα κτιρίων από το 1847 μέχρι και το 2005. Το 2005 η αλιεία στις απάνεμες ακτές των Λοφότεν υπέστη τεράστιο πλήγμα, καθώς οι αλιευτικές δραστηριότητες μεταφέρθηκαν σε άλλα σημεία του αρχιπελάγους. Ως αποτέλεσμα, το συγκρότημα κτηρίων του Νούσφιουρ πουλήθηκε και αφού αποκαταστάθηκε πλήρως υπό την καθοδήγηση της Νορβηγικής Διεύθυνσης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μετατράπηκε σε τουριστικό θέρετρο.

Από το Νούσφιουρ στο Νέσλαν και στη συνέχεια στο Ράμπαρ

Αφού τριγυρίσαμε στο όμορφο λιμανάκι του Νούσφιουρ και φάγαμε για μια ακόμη φορά fish and chips, πήραμε αρχικά το χωματόδρομο και στη συνέχεια το αποκαλούμενο «Μονοπάτι του ψαρά» προς το χωριουδάκι Νέσλαν (Nesland). Το συγκεκριμένο μονοπάτι το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ψαράδες στο δρόμο για τα σπίτια τους στο Νέσλαν έπειτα από εργασία μίας εβδομάδας στις θάλασσες των Λοφότεν και διαμονής στις καμπίνες των ψαράδων του Νούσφιουρ. Το μονοπάτι, που έχει μήκος 6 χλμ. και αποτελεί δημοφιλή πεζοπορική διαδρομή, ακολουθεί την ακτογραμμή έχοντας συνεχώς υπέροχη θέα προς το απέραντο Βέστφιουρ. Μετά το Νέσλαν, η μεγάλη διάσχιση συνεχίζει για 5 χλμ. με κατεύθυνση βόρεια σε χωματόδρομο έχοντας δεξιά της τη θάλασσα του Σχιελφιούρεν (Skjelfjorden) μέχρι να συναντήσει τον αυτοκινητόδρομο Ε10. Από εκεί, μπορεί κανείς να κατευθυνθεί είτε προς το Φρένβαν (Fredvang), σημείο εκκίνησης του επόμενου, 8ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης (χώρος για κατασκήνωση πριν από τις γέφυρες), είτε προς το χωριό Ράμπαρ (Ramberg), όπου υπάρχει το μέτριο από άποψης παροχών κάμπινγκ Ramberg Gjestegård (25€ ανά άτομο και σκηνή) με δικό του εστιατόριο (μάλλον ακριβούτσικο), ενώ το χωριό διαθέτει μεγάλο σουπερμάρκετ Bunnpris. Προκειμένου να στεγνώσουμε, να κάνουμε ένα μπάνιο και να ανανεώσουμε τις προμήθειές μας, επιλέξαμε τη δεύτερη λύση. Η γνώση πολωνικών από τον Βασίλη μας εξασφάλισε την εύνοια του Πολωνού ρεσεψιονίστ και τη δυνατότητα να στεγνώσουμε τις μπότες μας μπροστά από μια μικρή τουρμπίνα στην αποθήκη του κάμπινγκ. Σε αυτό το σημείο οφείλω να επισημάνω ότι η διαδρομή μετά το Νέσλαν, αρχικά σε χωματόδρομο και στη συνέχεια στον Ε10, δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, και μάλιστα στον αυτοκινητόδρομο μέχρι το Ράμπαρ γίνεται επικίνδυνη. Συνεπώς, αποφασίσαμε να κάνουμε ωτοστόπ και να συνεχίσουμε οδικώς.

Από το Ράμπαρ στο Σέλφιουρ

Την επομένη το πρωί, πήραμε το λεωφορείο από το Ράμπαρ μέχρι τη διασταύρωση Φρένβαν (Fredvang Kryss) (δεν υπάρχει λεωφορείο κατευθείαν για το Φρένβαν) και στη συνέχεια συνεχίσαμε με τα πόδια σε ασφαλτόδρομο για περίπου 4,5 χλμ., μέχρι το σημείο όπου ξεκινά το μονοπάτι, διασχίζοντας στην αρχή τις δύο γέφυρες πάνω από το Τούρσφιουρ (Torsfjord) που ενώνουν τα νησιά Φλάκσταέγια και Μόσκενεσέγια. Με σπάνια για την περιοχή φυσιολογική κλίση, το μονοπάτι αυτό μας έφερε σύντομα εντός του Εθνικού Πάρκου των Λοφότεν. Η διαφορά ήταν εμφανής: οδοδείκτες, ξύλινοι διάδρομοι πάνω από το λασπωμένο τοπίο, φιξαρισμένα συρματόσχοινα και κυρίως μεγάλος αριθμός πεζοπόρων να ανεβαίνει το βουνό. Περίπου 3 χλμ. από την αρχή του μονοπατιού ξεκινά η παράκαμψη των 1,7 χλμ. (30΄) που οδηγεί στην κορυφή Ρίτεν (Ryten, 543 μ.), με πανοραμική θέα προς την πανέμορφη παραλία Κβαλβίκα (Kvalvika). Μετά την παράκαμψη προς την κορυφή Ρίτεν, το τελευταίο τμήμα της κατάβασης προς την παραλία είναι σχετικά απότομο και πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός όταν πατά από πέτρα σε πέτρα. Με τα υπέροχα τιρκουάζ νερά να λούζουν τη λευκόχρυση άμμο και τους απόκρημνους, κάθετους βράχους που μοιάζουν να υψώνονται μέχρι τα σύννεφα, αυτή η έρημη παραλία, προσβάσιμη ευτυχώς μόνο με τα πόδια, αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μέρη που αντικρίσαμε στα Λοφότεν.

Η παραλία Κβαλβίκα με την κορυφή Ρίτεν στο βάθος

Στη συνέχεια της διαδρομής, η θάλασσα παραχωρεί τη θέση της στα νερά των λιμνών Άγκοτβάτνε (Agotvatnet) και Μαρκβάτνε (Markvatnet), με τις κορυφές Χιέρρινγκα (Kjerringa, 623 μ.), Μολτίνεν (Moltinden, 651 μ.) και Κιτίνεν (Kitinden, 757 μ.) να υψώνονται δεξιά και αριστερά μας στο βάθος. Τα τελευταία 4,3 χλμ. της συνολικής διαδρομής των 17,5 χλμ. του 8ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης τα πραγματοποιήσαμε στον χωματόδρομο που συνδέει το Σέλφιουρ (Selfjord) με το Φρέβαν. Κατασκηνώσαμε σε ένα ειδυλλιακό μέρος με θέα το φιόρδ, αμέσως μετά τα τελευταία σπίτια του Σέλφιουρ, λίγα μόλις μέτρα μετά το τέλος του ίχνους της διαδρομής που είχαμε κατεβάσει από τους «Rando-Lofoten». Σύντομα έκαναν αισθητή την παρουσία τους κουνούπια και σκνίπες. Ωστόσο, δεν καταδέχθηκαν ποτέ ξανά την παρέα μας κατά τη διαμονή μας στα Λοφότεν, έτσι που η κακόβουλη αγορά εντομοαπωθητικού να αποδειχθεί περιττό έξοδο.

Από το Σέλφιουρ στο Χιέρκφιούρεν και στη συνέχεια στο Φουρσφιούρεν

Το πρώτο μέρος του 9ου τμήματος της μεγάλης διάσχισης ξεκινά από Σέλφιουρ για να καταλήξει στην αποβάθρα του οικισμού Χιέρκφιούρεν (Kjerkfjorden) που βρίσκεται στο βάθος του ομώνυμου φιόρδ. Ξεκινήσαμε με βροχή, κάτι που δυσκόλεψε αρκετά την ανάβαση μιας ακόμη απότομης πλαγιάς ύψους 430 μ., αφού είχαμε περάσει τη λίμνη Φαγκεροβάτνε (Fageråvatnet), με αποτέλεσμα να καλύψουμε τη συνολική απόσταση των 9,2 χλμ. της διαδρομής σε σχεδόν 5 ώρες. Από το Χιέρκφιούρεν έπρεπε να πάρουμε το πλοιάριο που εκτελεί το δρομολόγιο από και προς Ράινε (Reine) και να ζητήσουμε να μας κατεβάσει στο Φουρσφιούρεν (Forsfjorden). Ενώ υπάρχουν τακτικά δρομολόγια, το σκάφος σταματά στο Φουρσφιούρεν μόνο μία φορά την ημέρα κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου (αναχωρεί από το Χιέρκφιούρεν στις 15:08), κι αυτή κατόπιν συνεννόησης με τον καπετάνιο κατά την επιβίβαση, και με τη σχετική άδικη χρηματική επιβάρυνση των 24€.

Η θάλασσα του Χιέρκφιούρεν με τη λίμνη Τεννεσβάτνε δεξιά

Ύστερα από το 20λεπτο θαλάσσιο ταξίδι μας, βρισκόμασταν μόνοι μας, ήδη μούσκεμα, στην αποβάθρα του Φουρσφιούρεν, δίπλα στο μοναδικό κτήριο, τον υδροηλεκτρικό σταθμό, με τη βροχή και τον αέρα να δυναμώνουν και το φιόρδ να έχει σκεπαστεί από πυκνή ομίχλη. Καθ’ υπόδειξη των «Rando-Lofoten» κατασκηνώσαμε στην κορυφή του λόφου σε ύψος 448 μ., μεταξύ των λιμνών Κροκβάτνε (Krokvatnet) και Τεννεσβάτνε (Tennesvatnet), όπου ευτυχώς βρήκαμε ένα μικρό κομμάτι επίπεδου εδάφους χωρίς λιμνάζοντα νερά. Την απόσταση του μόλις 1,8 χλμ. μέχρι την κορυφή του λόφου καλύψαμε σε περίπου 2 ώρες, ενδεικτικό των συνθηκών. Με τα ρούχα που φορούσα να στάζουν, το δάπεδο της σκηνής σύντομα μετατράπηκε σε μικρή λίμνη, μ’ εμένα να προσπαθώ να ισορροπήσω πάνω στο υπόστρωμα χωρίς να βρέξω τον πουπουλένιο υπνόσακο και να εύχομαι η σκηνή των 1.100 γραμμαρίων να αντέξει τα ξαφνικά ραπίσματα αέρα. Το μόνο πράγμα που με παρηγορούσε ήταν ότι στη χειρότερη των περιπτώσεων θα μπορούσα να μαζέψω τα πράγματά μου όπως όπως και να συνεχίσω το περπάτημα υπό τον ήλιο του μεσονυχτίου σαν να ήταν κανονική μέρα – έτσι κι αλλιώς, μέρα ήταν!

Από το Φουρσφιούρεν στο Μόσκενες

Η βροχή συνεχίστηκε μέχρι τις 8 το πρωί, που στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν πρωί, γιατί προκειμένου να υπάρξει πρωί πρέπει να έχει προηγηθεί βράδυ! Αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο φαινόμενο των «λευκών νυχτών», δεν έπαψα κατά την παραμονή μου στα Λοφότεν να ανακαλώ τη θέση του Ελβετού γλωσσολόγου Φερντινάν ντε Σωσσύρ ότι ένα σημείο λαμβάνει τη σημασία του διαφορικά. Για παράδειγμα, για να μπορεί να σημαίνει η λέξη «ημέρα» αυτό που σημαίνει, προαπαιτείται η ύπαρξη της αντίθετης έννοιας «νύχτα» και αντιστρόφως. Χωρίς την ύπαρξη της «νύχτας» η έννοια «ημέρα» δεν θα είχε κανένα νόημα. Για έναν κόσμο χωρίς «νύχτα», η λέξη «μέρα» δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτα. Αφήνω όμως το βαρύ κλίμα της γλωσσολογίας για να αναφέρω ότι το αστείο που συχνά ανταλλάσαμε με τον Βασίλη ήταν «Ας βιαστούμε γιατί θα μας πιάσει η νύχτα!».

Βγαίνοντας από τη σκηνή μου, αντίκρισα την υπέροχη εικόνα της λίμνης Τεννεσβάτνε να υπερίπταται της θάλασσας του Φουρσφιούρεν. Χωρίς βροχή, με την ομίχλη να έχει υποχωρήσει και τη διάθεσή μας να έχει αναπτερωθεί, μαζέψαμε τα βρεγμένα μας πράγματα, αδειάσαμε το νερό από τις μπότες και τις φορέσαμε, με στεγνές όμως κάλτσες (!) και ξεκινήσαμε το 10ο τμήμα της μεγάλης διάσχισης που θα μας οδηγούσε ύστερα από περίπου 10 χλμ. στο παραθαλάσσιο χωριό Σερβόγκεν (Sørvågen) και στη συνέχεια στο κάμπινγκ του Μόσκενες. Μόλις 1,5 χλμ. μετά την αφετηρία, συναντήσαμε δεξιά μας την παράκαμψη προς την υψηλότερη κορυφή των δυτικών Λοφότεν, τη Χερμανταλστίνεν (Hermanndalstinden, 1029 μ.). Μόνο φευγαλέα μπορέσαμε να δούμε αυτή την εντυπωσιακή, απότομη κορυφή, που μοιάζει με βράχο των Μετεώρων, πριν τη σκεπάσει η ομίχλη. Λίγο μετά δεξιά μας ξεπρόβαλε η κορυφή Μούνκεν (Munken, 797 μ.). Καθώς προχωρούσαμε, η μια λίμνη έκανε μεγαλόπρεπα την εμφάνισή της μετά την άλλη: Φιερνταλσβάτνε (Fjerddalsvatnet), Στουβνταλσβάτνε (Stuvdalsvatnet), Τιντσβάτνε (Tidsvatnet) και τέλος η Σερβογκβάτνε (Sørvågvatnet). Οι πεζοπόροι που συναντούσαμε διαρκώς πολλαπλασιάζονταν με τους περισσότερους να κατευθύνονται προς την κορυφή Μούνκεν, έχοντας ξεκινήσει από το Σερβόγκεν. Όταν φτάσαμε πλέον στο Σερβόγκεν, ακολουθήσαμε αριστερά τον Ε10 με κατεύθυνση το Μόσκενες, το οποίο δεν απέχει παρά μόνο 2,5 χλμ., προκειμένου να καταλύσουμε στο Moskenes Camping. Σε περίπτωση που δεν χρειαζόταν να κάνουμε χρήση των ανέσεων ενός κάμπινγκ, θα μπορούσαμε να κατευθυνθούμε προς το γραφικό χωριουδάκι του Ο (Å) και να κατασκηνώσουμε στις αρχές της λίμνης Ογκβάτνε (Ågvatnet), σημείο εκκίνησης του τελευταίου μέρους της μεγάλης διάσχισης. Η διαμονή στο αξιοπρεπές Moskenes Camping ανέρχεται σε 25€ (ανά άτομο και σκηνή), ενώ στον ίδιο χώρο λειτουργεί το εστιατόριο-μπαρ «Pøsa pub» μετά τις 7 μμ. Τα δύο μίνι μάρκετ της περιοχής βρίσκονται στην αρχή του Σερβόγκεν, 2 χλμ. από το κάμπινγκ, ενώ κάποια ελάχιστα βασικά πράγματα μπορεί να βρει κανείς στην υποδοχή του κάμπινγκ.

Η κορυφή Χερμανταλστίνεν σκεπασμένη από σύννεφα

Από το Ο-ι-Λοφότεν στη λίμνη Ογκβάτνε και τον κόλπο της Στοκκβίκα

Με καθαρό ουρανό για δεύτερη συνεχόμενη μέρα, τη θερμοκρασία να προβλέπεται να φτάσει τους 15 βαθμούς, χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάμε το σύνολο του εξοπλισμού μας αλλά με ελάχιστα δρομολόγια λεωφορείων ένεκα Σαββατοκύριακου, καλύψαμε με τα πόδια την απόσταση των 6 χλμ. μέχρι την είσοδο του Ο. Το Ο, που αριθμεί περίπου 125 κατοίκους, είναι το καλύτερα διατηρημένο παραδοσιακό ψαροχώρι της Βόρειας Νορβηγίας. Τριάντα εννέα από τα κτήρια του είναι διατηρητέα, τα περισσότερα από τα οποία κατασκευάστηκαν γύρω στο 1800. Εδώ βρίσκεται το παλαιότερο εργοστάσιο ιχθυελαίου της Ευρώπης (1850), ένα αρτοποιείο από το 1844 που εξακολουθεί να λειτουργεί, παλιές καμπίνες ψαράδων, λεμβοστάσια με παραδοσιακά ξύλινα αλιευτικά σκάφη, καθώς και το Μουσείο Ξηρού Μπακαλιάρου (Lofoten Stockfish Museum) και το Norwegian Fishing Village Museum. Το χωριό πήρε το όνομά του από τον ποταμό Όελβα (Åelva) που το διασχίζει. Κάποιες φορές αναφέρεται ως Å i Lofoten («i» σημαίνει «στο») για να διακρίνεται από άλλες χρήσεις του Å.

Στο Ο, αφού περάσαμε το πάρκινγκ και κάποιες ξύλινες σχάρες ξήρανσης ψαριών, βρήκαμε την αφετηρία του 11ου και τελευταίου τμήματος της μεγάλης διάσχισης. Το μονοπάτι διατρέχει για 2,5 χλμ. τη βόρεια όχθη της λίμνης Ογκβάτνε, η οποία περιβάλλεται από καταπράσινα βουνά με όμορφους καταρράκτες. Στη συνέχεια στρίβει για λίγο αριστερά πριν αρχίσει να ανηφορίζει απότομα προς το διάσελο Στοκκβικσκάρε (Stokkvikskaret, 450 μ.). Κατά τη διάρκεια της κοπιώδους ανάβασης, ήταν η πρώτη φορά που ξεμείναμε από νερό, καθότι στη συγκεκριμένη πλαγιά δεν υπάρχουν εμφανή ρυάκια απ’ όπου θα μπορούσαμε να γεμίσουμε τα παγούρια μας. Ποτέ άλλοτε δεν αντιμετωπίσαμε στα Λοφότεν πρόβλημα νερού. Για την αποφυγή περιττού βάρους, δεν κουβαλούσαμε ποτέ πάνω από 1 με 1,5 λίτρο, αφού πάντα συναντούσαμε κάποιο ρυάκι απ’ όπου μπορούσαμε να προμηθευτούμε νερό.

Η θέα από το διάσελο έκοβε την ανάσα. Από τη μία πλευρά, η λίμνη Ογκβάτνε με τα σπιτάκια του Ο στο βάθος και τη θάλασσα του Βέστφιουρ ακόμη μακρύτερα. Από την άλλη, η λίμνη Στοκκβικβάτνε (Stokkvikvatnet) και η ανοιχτή θάλασσα. Αφού ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες με άλλους πεζοπόρους, αρχίσαμε την κατάβαση του μονοπατιού προς τη λίμνη Στοκκβικβάτνε για να κινηθούμε στη συνέχεια στη νότια όχθη της με κατάληξη το πλάτωμα πάνω από τη βραχώδη παραλία Στοκκβίκα (Stokkvika). Σε αυτό το τμήμα του μονοπατιού συναντήσαμε αρκετά απότομα περάσματα που έπρεπε να διασχίσουμε με προσοχή, έτσι που χρειαστήκαμε τουλάχιστον 8 ώρες για να καλύψουμε τα 12,5 χλμ. της συνολικής διαδρομής μπρος-πίσω, συμπεριλαμβανομένου του μπάνιου του Βασίλη στην κρύα λίμνη. Ενώ, στην επιστροφή, μπορεί κανείς για αλλαγή να ακολουθήσει το μονοπάτι που βρίσκεται στη νότια πλευρά της λίμνης Ογκβάτνε, εμείς γυρίσαμε από την ίδια διαδρομή, επειδή μας είχαν πει ότι η άλλη ήταν ιδιαίτερα λασπώδης. Την ολοκλήρωση της μεγάλης διάσχισης, έστω και με παράλειψη τριών τμημάτων της λόγω καιρικών συνθηκών, γιορτάσαμε στο Ο με ένα γεύμα στο εστιατόριο Brygga που ανήκει στο Å Rorbuer Hotel.

Η θέα από το διάσελο Στοκκβικσκάρε προς τη λίμνη Ογκβάτνε και το Ο

 

Η ανάβαση στη Ράινεμπριγκεν

Την επομένη μεταβήκαμε στο Λέκνες για να κάνουμε ένα τμήμα του 5ου μέρους της μεγάλης διάσχισης από τη λίμνη Στούρε Κρενγκορσβάτνε στο Λέκνες. Εμείς βέβαια πραγματοποιήσαμε τη διαδρομή αντίστροφα με επιστροφή πάλι από τα ίδια στο Λέκνες. Την τελευταία μέρα της παραμονής μας στα Λοφότεν, αποφασίσαμε να ανέβουμε στην κορυφή Ράινεμπριγκεν (448 μ.) που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το Ράινε, εξ ου και το όνομά της. Η Ράινεμπριγκεν αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες πεζοπορίες στα Λοφότεν, με εκατοντάδες επισκέπτες να την ανεβαίνουν καθημερινά κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Το αρχικό μονοπάτι αντικαταστάθηκε από χίλια εννιακόσια εβδομήντα οκτώ πέτρινα σκαλοπάτια λόγω της αυξημένης διάβρωσης και του κινδύνου βραχοπτώσεων. Η κατασκευή των σκαλοπατιών ξεκίνησε το 2016 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2021 από ομάδα Σέρπας του Νεπάλ. Η αφετηρία του μονοπατιού απέχει 1,6 χλμ. (20΄) από το κέντρο του Ράινε. Εμείς το προσεγγίσαμε με τα πόδια εύκολα από το Μόσκενες, αφού περάσαμε πρώτα από παράπλευρο δρόμο τις δύο σήραγγες του Ε10. Η ανάβαση στην κορυφή μας πήρε περίπου μιάμιση ώρα χωρίς στάσεις. Η θέα από εκεί ήταν πραγματικά μοναδική. Εκτός από το «τείχος των Λοφότεν» που εκτείνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια προς τα βόρεια, στα πόδια μας απλωνόταν η εντυπωσιακή θάλασσα του Χιέρκφιούρεν με τις αμέτρητες βραχονησίδες, η λίμνη Ράινεβάτνε (Reinevatnet) και φυσικά τα γραφικά ξύλινα λευκά και κόκκινα σπιτάκια του Ράινε.

Η θέα από την κορυφή Ράινεμπρινγκεν

 

Μετά την κάθοδό μας επισκεφθήκαμε το Ράινε, όπου, εκτός από καφέ, μπιστρό και σουπερμάρκετ, υπάρχει κατάστημα με είδη πεζοπορίας και κάμπινγκ. Αφού στη συνέχεια επιστρέψαμε στο κάμπινγκ και μαζέψαμε τα πράγματά μας, πήραμε με βαριά καρδιά το φέρι των 3 μ.μ. για την πόλη Μπούντου στην απέναντι ηπειρωτική ακτή. Η πτήση μας από εκεί για Όσλο ήταν την επομένη. Καταλύσαμε στο αξιοπρεπές Bodo Hostel & Motel, το οποίο βρίσκεται στη δυτική πλευρά του σιδηροδρομικού σταθμού, αρκετά κεντρικά και πολύ κοντά στο λιμάνι. Μου άρεσε το καφέ Påpir, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Μπούντου. Η εικοσάλεπτη πεζοπορία από το κέντρο της πόλης στο αεροδρόμιό της ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος για να κλείσει ένα υπέροχο, αν και κοπιαστικό πεζοπορικό ταξίδι σε ένα από τα ομορφότερα μέρη του πλανήτη μας.

Το Ράινε

 

Τη μεγάλη διάσχιση πραγματοποίησα με τον φίλο Βασίλη. Δυστυχώς, δύο ακόμη φίλοι που επρόκειτο να είναι μαζί μας, ο Γιάννης και η Κατερίνα, δεν κατάφεραν να έρθουν λόγω της απεργίας των πιλότων των Σκανδιναβικών αερογραμμών. Για τα νησιά Λοφότεν και τη μεγάλη διάσχιση έμαθα από τον πρόεδρο του Πεζοπορικού Ομίλου Αθηνών Γιάννη Δημητράκη, τον οποίο ευχαριστώ. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά την κ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη για τη βοήθειά της με την προφορά των νορβηγικών ονομάτων. Την πεζοπορική διάσχιση πραγματοποιήσαμε από 16 έως 26 Ιουλίου 2022. Το συνολικό κόστος του ταξιδιού ανήλθε στο ποσό των 1.200€, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών εισιτηρίων.

πηγή

Κείμενο: Γεράσιμος Κακολύρης (gkakoliris@gmail.com – διδάσκει σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλοσοφία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)