Ήταν αυτό το τελευταίο καλοκαίρι των διακοπών όπως τις ξέραμε;

Κόκκινο χτύπησε φέτος η γκρίνια και η διαμαρτυρία και η αγανάκτηση με το gentrification της εμπειρίας των διακοπών, η οποία έχει αποκτήσει ξεκάθαρα πλέον τα πιο αντιπαθή μητροπολιτικά χαρακτηριστικά, ακόμα και στα μικρά νησιά, ή μάλλον ειδικά σ’ αυτά.

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ διακοπές λοιπόν και η σούμα λίγο-πολύ η ίδια. Άδειες μπαταρίες; Τσεκ. Οικονομική και συναισθηματική αφαίμαξη; Τσεκ. Ανασφάλεια ενόψει της νέα σεζόν; Τσεκ. Αδυναμία προσαρμογής; Τσεκ. Λήψη κρίσιμων αποφάσεων που είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου να πάρεις σε καθεστώς ηρεμίας και χαλάρωσης; Ουπς, πάλι το ξέχασα.

Εν ολίγοις, μια χαρά ήταν όπως πάντα αυτό το ωραίο παραμύθι, αυτή η ουτοπία που πραγματώνεται κάποιες μέρες του χρόνου στη μεταφυσική ντάλα του ελληνικού καλοκαιρού, αλλά τώρα έληξε και είναι σα να μη συνέβη ποτέ.

Και πάλι καλά να λέμε φυσικά, η ξινή διάθεση της επιστροφής εκδηλώνεται από θέση προνομιούχου. Πολλοί δεν πήγαν καν διακοπές φέτος. Πολλοί επίσης δεν έχουν πάει ποτέ διακοπές με τον τρόπο που τις εννοούμε εμείς – εμείς που μάθαμε να απαιτούμε να είναι όλα συγχρόνως ψαγμένα και αυθεντικά, πολύτιμα και προσιτά, και να έχουμε καβάτζα και μια ολόκληρη παραλία για εμάς και την παρέα μας, μακριά από λαϊκούς, σκαφάτους και παραδοσιακής συμπεριφοράς οικογένειες, λες και οι παραλίες είναι κλειστές λέσχες, υπνωτήρια, βιβλιοθήκες ή κέντρα διαλογισμού.

Και διατηρούμε αυτές τις απαιτήσεις ακόμα και τον Αύγουστο της κοσμοπλημμύρας, της πτώσης των υπηρεσιών και της υπερτίμησης.

Φέτος, πάντως, σύμφωνα με πάσα μαρτυρία, χτύπησε κόκκινο η γκρίνια και η διαμαρτυρία και η αγανάκτηση με το gentrification της εμπειρίας των διακοπών που έχει αποκτήσει ξεκάθαρα πλέον τα πιο αντιπαθή μητροπολιτικά χαρακτηριστικά, ακόμα και στα μικρά νησιά, ή μάλλον ειδικά σ’ αυτά.

Κι αν τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια υπήρχε το άλλοθι της πανδημίας (η οποία μοιάζει να έχει χειρουργικά διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη, γεγονός τρομακτικό από μόνο του) και της κλεισούρας που δικαιολογούσε το ξέδομα με κάθε μέσο και με κάθε αντίτιμο, φέτος –σε συνδυασμό και με την προοπτική ενός πολύ δύσκολου χειμώνα– έσκασε η ψυχρή συνειδητοποίηση που ακολουθεί το χανγκόβερ.

Ό,τι προλάβαμε, προλάβαμε. Τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ τα ίδια. Τίποτα δεν ρουφά το οξυγόνο από μια συζήτηση όσο οι μονότονες αναπολήσεις περασμένων μεγαλείων, τότε που όλα ήταν πιο ωραία, πιο χύμα, πιο αγνά, πιο εύκολα, είναι δύσκολο όμως να μην πέσει κανείς σ’ αυτήν τη λούμπα.

Είναι σα να ακούστηκε τις τελευταίες μέρες από χίλια στόματα η τραγική δήλωση της Έλενας Ναθαναήλ στην ταινία «Εκείνο το καλοκαίρι». «Αυτό είναι το τελευταίο μου καλοκαίρι», λέει πριν στροβιλιστεί η μορφή της σε μια δίνη από ψυχεδελικά σπέσιαλ εφέ (εκτός από το «Love Story», το δράμα του Βασίλη Γεωργιάδη εμφανίζει και κάποιες επιρροές από την «Οδύσσεια του Διαστήματος»).

Αν αυτή είναι η «αναπτυξιακή δυναμική» του τουρισμού, αν αυτή είναι οριστικά πλέον η υφή των καλοκαιρινών διακοπών, άσ’ το καλύτερα. Κάτι άλλο θα βρούμε.

Κείμενο: Δημήτρης Πολιτάκης

πηγή