Γ. Χ. Ωντέν: τρία ποιήματα

Ο Άγγλος ποιητής Γ. Χ. Ωντέν (Wystan Hugh Auden) γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1907 στο Γιορκ της Αγγλίας και πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1973. Γράφει, εκδίδει, ξεχωρίζει και καθιερώνεται ως κορυφαίος ποιητής ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’20. Σταθερά αντιφασίστας, συμμετέχει στον Ισπανικό Εμφύλιο με την πλευρά των Δημοκρατικών και η φήμη του μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Από το 1939 εγκαταστάθηκε στην Αμερική, το 1946 πήρε την αμερικάνικη υπηκοότητα και το 1948 βραβεύτηκε με Πούλιτζερ για το έργο του Age of Anxiety.

Στην Ελλάδα έχουν γίνει από τη δεκαετία του 1960 ως τις μέρες μας πολλές μεταφράσεις των ποιημάτων του με τελευταία του Ερρίκου Σοφρά για τις εκδόσεις Αντίποδες με τίτλο της συλλογής η «Η ασπίδα του Αχιλλέα». Η έκδοση είναι δίγλωσση. Από εκεί και τα τρία ποιήματα που ακολουθούν.

Το βιβλίο μπορείτε να το προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks, Ζακύνθου 7 στην πόλη της Λευκάδας.

Πένθιμο μπλουζ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια,
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει,
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τα αεροπλάνα από πάνω να στενάξουν,
Στον ουρανό ψηλά «Είναι νεκρός» να γράψουν∙
Μαβιές κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Τα μαύρα γάντια οι τροχονόμοι έχουν στα χέρια.

Ανατολή και Δύση, Βορράς και Νότος,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθος,
Ήταν το φως και η νύχτα μου, τραγούδι, πάθος∙
Πίστευα αιώνια την αγάπη. Μα ήταν λάθος.

Τα αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε∙
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε∙
Αδειάστε τον ωκεανό, διώξτε τα δάση∙
Τίποτα πια καλό, δε θα χαράξει.

Αυτός που πιο πολύ αγαπάει

Κοιτάω τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό
Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ∙
Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία
Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.

Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,
Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;
Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,
Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει.

Των άστρων, συλλογιέμαι, είμαι θαυμαστής
Που αδιαφορούν για μένα ό,τι κι αν πεις,
Μα τώρα που τα βλέπω ένα ένα
Μέσα στη μέρα δε μου ‘λειψε κανένα.

Αν τ’ άστρα έσβηναν σ’ έναν αφανισμό,
Θα μάθαινα να βλέπω ένα άδειο ουρανό,
Να νιώθω το υπέροχο απόλυτο σκοτάδι,
Και να το συνηθίζω κάθε βράδυ.

Ευχαριστήριο

Πριν την εφηβεία αισθανόμουν
πως οι αγριότοποι και τα δάση ήταν ιερά∙
οι άνθρωποι φαίνονταν μάλλον ασεβείς.

Έτσι, άρχισα να γράφω ποιήματα,
κάθισα αμέσως στα πόδια
του Χάρντυ, του Τόμας και του Φροστ.

Με το που ερωτεύτηκα άλλαξε αυτό,
τώρα Κάποιος, τουλάχιστον, ήταν σπουδαίος∙
ο Γέητς ήταν ένα στήριγμα, το ίδιο ο Γκρέηβς.

Μετά, απροειδοποίητα,
κατέρρευσε όλη η Οικονομία∙
εκεί, να με καθοδηγεί, ήταν ο Μπρεχτ.

Τέλος, πράγματα αποτρόπαια
που έκαναν ο Χίτλερ και ο Στάλιν
με ώθησαν να σκεφτώ για το Θεό.

Γιατί ήμουν βέβαιος ότι ξαστόχησαν;
Ο άγριος Κίρκεγκωρ, ο Γουίλλιαμς και ο Λιούις
με οδήγησαν πίσω στην πίστη.

Τώρα, καθώς μαλακώνω με τα χρόνια
και κατοικώ σ’ ένα γενναιόδωρο τοπίο,
με σαγηνεύει η φύση πάλι.

Ποιοι είναι οι δάσκαλοι που έχω ανάγκη;
Λοιπόν, ο Οράτιος, ο πιο δεινός δημιουργός,
στη θαλπωρή του Τίβολι, και

Ο Γκαίτε, αφοσιωμένος στα πετρώματα,
που νόμισε – ποτέ δεν μπόρεσε να το αποδείξει-
ότι ο Νεύτωνας έφερε την Επιστήμη σε λάθος δρόμο.

Στοργικά σας συλλογίζομαι όλους∙
χωρίς εσάς δε θα κατόρθωνα
ούτε τον πιο αδύναμό μου στίχο.

Ερανιστής των ποιημάτων : Δημήτρης Βεργίνης