Η γεμάτη αρμύρα ποίηση του Νίκου Καββαδία

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της ρώσσικης Μαντζουρίας. Επέστρεψε σύντομα με τους γονείς του πίσω στην Κεφαλονιά όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Από το 1921 ως το 1932 μετακόμισαν στον Πειραιά. Το 1929 ο δεκαεννιάχρονος τότε Καββαδίας πήγε ως υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο κι αυτή ήταν η στιγμή που δέθηκε με συμβόλαιο με τη θάλασσα. Λίγους μήνες αργότερα μπάρκαρε σε φορτηγό πλοίο. Μέσα στην επόμενη δεκαετία πήρε το δίπλωμα του ασυρματιστή και τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, από το 1944 ως το 1974 ταξίδευε ασταμάτητα.

Η ποίηση του Νίκου Καββαδία, με ιδιαίτερη γλώσσα και δύσκολη ναυτική ορολογία, έχει αγαπηθεί όσο λίγων ποιητών από τους Έλληνες. Βοήθησε σ’ αυτό η μελοποίηση των ποιημάτων του, κυρίως από τον Θάνο Μικρούτσικο με τον Σταυρό του Νότου και τις Γραμμές των Οριζόντων. Τα τρία ποιήματα που παρουσιάζουμε σήμερα ανήκουν στις ποιητικές του συλλογές Μαραμπού (1933), Πούσι (1947) και Τραβέρσο (1975). Τις ποιητικές του συλλογές όπως και άλλα βιβλία για τον ποιητή μπορείτε να τα προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks Ζακύνθου 7, στη Λευκάδα.

Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου

Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζονατς χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μία σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει,
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συγχώρεσέ με… Κάποτες οπού ‘χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μια μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συγχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρή δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε… ντρέπομαι να το συλλογιστό,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε… ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μα τέσσερα όμως σκέφτομα γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει…

Μαρέα

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα – τσίρκο του Seurat.\

Πυξίδα γέρικη – ataxie locomotrice –
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ’ οι τρεις
να λύσει τ’ άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.

Της τραμουντάνας τ’ άστρο, τ’ άστρα του Νοτιά
παντρεύονται με προφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη την κόρη στα χαρτιά.

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσσες,
μας πρόδωσε μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα.

Πουλιά στα ξάρτια – καραντί – στεριανή ζάλη
χελιδονόψαρα – πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουν στ’ αστεία.

Cocos Islands

Στην πλώρη ο σφυροκέφαλος με το φτερό στη ράχη,
τότε που πήρε ο Συμιακός βουτιά με το κεφάλι.
«Όλο αρμενίζει ο γιόκας μου, που την ευχή μου να `χει…»
Κι όσοι είδαμε απ’ την κουπαστή, μας λύθηκε το αφάλι.

Γιατί μπερδεύω τούτη εδώ με μι’ άλλην ιστορία;
Είν’ ένα χέρι που πονάει, βαρύ και λαβωμένο.
Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;

Ακόμα δε φανήκανε κοράκια και παράλια.
Αρμάτωσα μια καθετή με μεσηνέζα σάπια.
Μια δεκοχτούρα απ’ το πρωί μοιρολογάει στα στράλια
απάνω στο πλεούμενο, που περπατάει σαν πάπια.

Να ’χαμε να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι,
ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει,
ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι.
Θα ναρκωνόταν ο σκορπιός που μέσα του σαρτάρει.

Με γάντζους στο κατάστρωμε πήδησαν οι Μαλαίσιοι
και μαλακά τον θέσανε σε μια σκοινένια μπράντα.
Του χάιδευε τα δάχτυλα μια μαύρη, η Τζακαράντα,
και μια γριά μαστόρισσα που βρώμαγε σαν λέσι.

Κοιμάται ονειρευάμενος κάμπους με χαμομήλια.
Ξαναγενήκαμε μεμιάς τα ρούχα που φοράμε.
Βόγκει στο πρόσω η μηχανή και τώρα ανηφοράμε,
λειψοί πάνω στο σίδερο, με κουρασμένα μίλια.

 

*Ερανιστής των ποιημάτων: Δημήτρης Βεργίνης