Η Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Πας

Ο Οκτάβιο Πας ήταν Μεξικανός ποιητής και διπλωμάτης. Γεννήθηκε τον Μάρτη του 1914 και πέθανε τον Απρίλη του 1998. Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα και ίσως ο μεγαλύτερος ισπανόφωνος ποιητής όλων των εποχών. Το 1990 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Το εμβληματικό του ποίημα «Ηλιόπετρα» σημάδεψε όσο λίγα γραπτά κείμενα την ισπανόφωνη λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Κυκλοφόρησε το 1957. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη και μπορείτε να το προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks Ζακύνθου 7, στη Λευκάδα.

Ηλιόπετρα

[…] περνώ απ’ το σώμα σου σαν απ’ τον κόσμο,
είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία,
τα στήθη σου ναοί όπου τελούνται
του αίματος τα παράλληλα μυστήρια,
σαν τον κισσό οι ματιές μου σε σκεπάζουν,
είσαι μια πόλη πελαγοζωσμένη,
ένα οχυρό που έχει το φως διχάσει
σε δυο ροδακινόχρωμα κομμάτια,
μια γη απ’ αλάτι, από πουλιά και βράχους
κάτω από του μεσημεριού τον νόμο

—————————–

[…] ώ ζωή όση έζησα κι όση θα ζήσω,
χρόνος που με μιαν άμπωτη τραβιέται
και να κοιτάξει πίσω του δε στρέφει,
όλα όσα πέρασαν δεν ήταν, είναι
υπαρκτά, και σιωπηλά εκβάλλουν
σε μια στιγμή καινούρια που αχνοσβήνει

—————————–

[…] όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι

——————————

[…] μάχη είναι η αγάπη, όταν δυο φιλιούνται
αλλάζει ο κόσμος, παίρνουν σάρκα οι πόθοι,
η σκέψη παίρνει σάρκα και στου σκλάβου
τους ώμους βγαίνουνε φτερά, αληθεύει
ο κόσμος, το κρασί κρασί ‘ναι πάλι
και το νερό νερό, ψωμί με γεύση,
μάχη είναι η αγάπη, σαν ν’ ανοίγεις πόρτες
και παύεις να ‘σαι ένας ακόμα ίσκιος,
εγκάθειρκτος μ’ αιώνιες αλυσίδες
σ’ απρόσωπο δυνάστη∙
αλλάζει ο κόσμος
οι δυο τους σαν γνωρίζονται απ’ τα μάτια,
αγάπη ‘ναι να εκδύεις τ’ όνομά σου,
«άσε με να ‘μαι η πόρνη σου» του είπε
η Ελοΐζα, όμως αυτός πιστός στους νόμους
την πήρε σύζυγο και γι’ αμοιβή του
τον ευνούχισαν

Ερανιστής του ποιήματος : Δημήτρης Βεργίνης