Νίκος Ερηνάκης: «Η φιλοσοφία οφείλει να λάβει ρόλο πρωτοπόρου στην καθημερινή μας ζωή»

Ο Διδάκτωρ Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων του Λονδίνου και της Οξφόρδης Νίκος Ερηνάκης σε μια συζήτηση για τον σύγχρονο φιλοσοφικό στοχασμό και τον ρόλο του στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή, με αφορμή τα διαδικτυακά σεμινάρια που παραδίδει στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.

Από την Αργυρώ Μποζώνη

Επανάσταση του 1821 και το φιλοσοφικό της πλαίσιο, ο ευρωπαϊκός και ο νεοελληνικός διαφωτισμός, η επιρροή τους στις μέρες μας και η επίδρασή τους στο σύγχρονο βίο είναι τα θέματα των διαδικτυακών συζητήσεων που γίνονται με αφορμή την έκθεση με τίτλο «Αρχαιολατρεία και Φιλελληνισμός. Συλλογή Θανάση και Μαρίνας Μαρτίνου», στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.

Τα φιλοσοφικά ρεύματα, η ελευθερία και η ισότητα, ο ορθός λόγος και η φαντασία, ο εαυτός και η συλλογικότητα και η κατανόησή τους σήμερα είναι η αφορμή αυτής της συνάντησης με τον Νίκο Ερηνάκη, Διδάκτορα Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων του Λονδίνου και της Οξφόρδης και μιας συζήτησης για τον σύγχρονο ενεργό, ζωηρό φιλοσοφικό στοχασμό και τον ρόλο του στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή γύρω μας, την κοινωνία τους διπλανούς μας, τον ίδιο μας τον εαυτό και το περιβάλλον, αλλά και τη γλώσσα που χρειαζόμαστε σήμερα σε μια καθοριστική τομή αλλαγής εποχής.

— Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τον Διαφωτισμό. Είμαστε παιδιά του διαφωτισμού, τι πιστεύετε;

Είμαστε παιδιά πολλών -ισμών, αν και γενικά προσπαθώ να αποφεύγω τη γενικευμένη χρήση τους. Ειδικά όμως στον ελλαδικό χώρο, όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, επιμένουμε να αποτελούμε μια πολύ ιδιαίτερου τύπου σύζευξη ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, ενώ μεταγράφει προτάγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, επί της ουσίας λαμβάνει χώρα χρονικά την εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, οπότε μοιραία αποτελεί έναν ιδιότυπο συνδυασμό των δύο, φέροντας παράλληλα και μια διαλεκτική αρχαιοελληνικής και χριστιανο-ορθόδοξης παράδοσης. Επί της αρχής, αυτές είναι πολύ ενδιαφέρουσες προσμείξεις — μοναδικές και δυνητικά εξαιρετικά καρποφόρες.

Τώρα το πώς όλα αυτά έλαβαν εν μέρει υπόσταση σε επίπεδο πρακτικής, δυστυχώς το απέδειξε η νεοελληνική πραγματικότητα, μέσω μιας γενικευμένης νοοτροπίας νεοπλουτισμού, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ο (παλιός ή νέος) πλούτος. Ωστόσο, παραμένω πιστός στο σχήμα, «απαισιοδοξία της σκέψης, αισιοδοξία της πράξης». Θεωρώ πως η μαγιά, η βάση, υπάρχει και χρειάζεται ένα ριζικό συμβάν για να ενεργοποιηθεί και ανθίσει.

Κατά γενική ομολογία ο Διαφωτισμός αντιπαραβάλλεται με τον Ρομαντισμό, σε σημείο που ο δεύτερος πολύ συχνά γίνεται αντιληπτός ως αντι-Διαφωτισμός. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, είναι στη σύζευξή τους που μπορούμε να βρούμε απαντήσεις τόσο σε ηθικο-πολιτικό όσο και σε αισθητικο-καλλιτεχνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, συνενώνοντας προτάγματά τους (λ.χ. τεχνο-επιστημονική πρόοδος από τη μία και εμβάθυνση της σχέσης μας με τη φύση από την άλλη) προσπαθώντας να απαντήσουμε στο μεγάλο στοίχημα του πώς η περιβαλλοντική κρίση θα μετασχηματιστεί σε περιβαλλοντική δικαιοσύνη, ο δρόμος του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικός και να είναι πράσινος.

Αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή που μπορούμε απλώς να ανακαλύψουμε, εν είδει κάποιου δήθεν αληθινού εαυτού (η προ-ύπαρξη του οποίου δεν μπορεί παρά να είναι ψευδαίσθηση), αλλά εκείνη που θα πρέπει να οικοδομήσουμε δημιουργικά.

— Ποιο είναι το πιο σοβαρό αποτύπωμα που αφήνουν τα φιλοσοφικά ρεύματα στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση και ποιο από αυτά μας επηρεάζει ακόμα και σήμερα;

Ως πρώτη απόκριση θα σκεφτόμουν το δίπολο ανάμεσα σε ελευθερία και ισότητα, με το οποίο βρισκόμαστε ακόμα σε μια αμήχανη σχέση. Ένας πρώτος διαχωρισμός που θα βοηθούσε να έχουμε υπόψη μας είναι ανάμεσα σε αρνητική ελευθερία (ελευθερία μη παρέμβασης, άρα ελευθερία από κάποιον ή κάτι) και θετική ελευθερία (ελευθερία δυνατότητας, άρα ελευθερία για να μπορώ να σκεφτώ ή να πράξω κάτι). Ένας δεύτερος διαχωρισμός είναι ανάμεσα σε τυπική (πολιτική και νομική) ισότητα και σε κοινωνική ισότητα. Το ποιο είδος ελευθερίας πρέπει να παντρέψουμε με ποιο είδος ισότητας και, κυρίως, με ποιον τρόπο, συνεχίζει να αποτελεί κομβικό σημείο σύγχυσης και έντασης.

 

Επίσης, ως γνωστόν, μέσα από τα ρεύματα τόσο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού όσο και του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού (ειδικά του αγγλοσαξονικού και του γερμανικού) καλλιεργείται και επικοινωνείται μια ιδέα (αρχαιο-)ελληνικότητας που με έναν τρόπο καθιερώνεται τόσο στην Ευρώπη όσο και στη νεότερη Ελλάδα και που μοιραία επηρεάζει καθοριστικά την αυτοεικόνα μας μέχρι και σήμερα — προκαλώντας μας είτε καρποφόρες αφετηριακές συνθήκες είτε παραλυτικά συμπλέγματα. Τώρα αν θα ήταν προτιμότερο να είναι διαφορετική ή όχι, είναι μεγάλη κουβέντα και ίσως πλέον περιττή — το επίδικο της συγχρονίας είναι όμως σε ποιο βαθμό αναγνωρίζουμε αυτή τη συνθήκη και τι κάνουμε για να τη μετασχηματίσουμε προς τις κατευθύνσεις που εμείς επιθυμούμε.

Άρα πολύς λόγος γίνεται για ανεξαρτησία και ελευθερία, αλλά επί της ουσίας απουσιάζουν — όχι μόνο επειδή κάποια ένωση, κάποιο κράτος ή κάποιος θεσμός μας καταπιέζει, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε πρώτον ποιοι είμαστε και δεύτερον ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Η Ευρώπη είναι το σπίτι μας και μακάρι να παραμείνει, με όλα της τα αρνητικά και τα κακώς κείμενα, ενέχει δυνάμεις εντός της που την καθιστούν τον πιο προοδευτικό, ελπιδοφόρο χώρο — προφανώς όμως δεν είμαστε μόνο αυτό.

Όπως πάντα, τα ερωτήματα είναι συγκεκριμένα, πού ήμασταν, πού είμαστε, πού θέλουμε να πάμε. Πέρα από μίζερες μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις εσωτερικής κατανάλωσης, δεν βλέπω να τα συζητάμε πολύ συγκροτητικά όλα αυτά. Η ασημαντότητα μάς κυριεύει. Η τέχνη στην καλύτερη των περιπτώσεων ειρωνεύεται ή κριτικάρει, δεν προτείνει. Αυτό που μαζικά πλέον ονομάζεται μεταμοντερνισμός, αδόκιμος όρος κατά την άποψή μου, δηλώνει ότι απλώς έχουμε εισέλθει στο όψιμο στάδιο της ύστερης νεωτερικότητας. Βρισκόμαστε σε μια καθοριστική τομή αλλαγής εποχής, χρειαζόμαστε νέα ποιητική και εικαστική γλώσσα για να εκφράσουμε τις νέες ανάγκες και να οικοδομήσουμε νέες προτάσεις στις πολλαπλές προκλήσεις — κοινώς, μετά την πλαδαρότητα των ’90s και των ’00s, είναι ξανά η στιγμή της πρωτοπορίας. Οψόμεθα.

Θεωρώ πως θα ήταν σημαντικό —και αλήθεια με εκπλήσσει πώς δεν ήδη συμβαίνει— να διδάσκονται μαθήματα όπως αισθητική και φιλοσοφία της τέχνης, ηθική και πολιτική φιλοσοφία, λογική και επιστημολογία σε όλα τα σχολικά χρόνια από το δημοτικό μέχρι το λύκειο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Συζητάτε για τη Ελευθερία και την Ισότητα, τον Ορθό Λόγο και τη Φαντασία, τον Εαυτό και τη Συλλογικότητα. Ας βάλουμε στο σύγχρονο κάδρο τις έννοιες αυτές. Θα μπορούσατε να μου πείτε πού υστερούμε πολύ και ποια είναι η δική σας ερμηνεία;

Υστερούμε στη δυνατότητα σύζευξής τους. Συχνά παρουσιάζονται ως έννοιες συμπληρωματικές και συγκλίνουσες σε επίπεδο θεωρίας, αλλά η ιστορία έχει αποδείξει ότι σε επίπεδο πρακτικής είναι δύσκολο να συνυπάρχουν. Ελεύθεροι από ποιους και ίσοι με ποιους;

Προφανώς θα ήταν ιδεατό όλοι να είμαστε ελεύθεροι από όλους και παράλληλα ίσοι με όλους. Ωστόσο, αν θέλουμε να οδηγηθούμε σε ξέφωτα είναι μέσα από τέτοια ερωτήματα που χαράσσονται οι διαχωριστικές γραμμές (όχι μόνο πολεμικής αλλά και κυρίως δημιουργικής διαλεκτικής) και οικοδομούνται τα νέα αφηγήματα νοηματοδότησης που τόσο έχουμε ανάγκη στη συγχρονία μας.

Προσωπικά αυτή την πραγμάτωση σύζευξης θεωρώ ίσως το καθοριστικότερο συλλογικό πρόταγμα. Δηλαδή, την ισοελευθερία που είναι η δίοδος προς μια συλλογική αυτονομία, τη γνήσια δημιουργικότητα ως συνδυασμό ορθολογικότητας και φαντασίας που άλλωστε είναι η δίοδος προς την αυθεντικότητα, και τη συνύπαρξη προσώπου και συλλογικότητας με όρους που είναι η δίοδος προς τη συνανάπτυξη μέσω πηγαίας μέριμνας προς κάθε ετερότητα (άνθρωπο, ζώο, φυσικό περιβάλλον). Αυτά κάπως προσπαθώ να ενσωματώσω στις έννοιες της αυθεντικότητας-ως-δημιουργικότητας, της ισο-αυθεντικότητας και της συν-αυθεντικότητας που επιχειρώ να εισαγάγω.

 

— Αντιμετωπίζουμε τη φιλοσοφία, όπως και την ιστορία με αδιαφορία. Τι πιστεύετε ότι φταίει; Εσείς θα θέλατε να έχετε συνομιλητές και έξω από την ακαδημαϊκή κοινότητα, δηλαδή θα μπορούσε η φιλοσοφία ως υλικό να μας ενδιαφέρει περισσότερο; Και τι φταίει που δεν έχουμε επαφή;

Φταίνε πολλά, από τον τρόπο που επικοινωνείται και διδάσκεται (ή μάλλον δεν διδάσκεται) μέχρι και την έλλειψη ζήλου. Από τη μια, χρειάζεται να παράγεται μια φιλοσοφία που να στοχεύει σε μια απεύθυνση, αλλιώς στερείται νοήματος. Από την άλλη, χρειάζεται και ο κάθε άνθρωπος να είναι έτοιμη/ος να την προσεγγίσει. Σε μια εποχή κυριάρχησης της εικόνας και του θεάματος, η επαναπροσέγγιση και οικειοποίηση του λόγου χρειάζεται όχι μόνο ενεργητικότητα, αλλά και μόχθο. Δεν χαρίζεται η κριτική γνώση, όπως ούτε και η αυθεντική εμπειρία, πρέπει να τις διεκδικείς σε κάθε στιγμή και πεδίο της ζωής σου.

Θεωρώ πως θα ήταν σημαντικό –και αλήθεια με εκπλήσσει πώς δεν συμβαίνει ήδη– να διδάσκονται μαθήματα όπως αισθητική και φιλοσοφία της τέχνης, ηθική και πολιτική φιλοσοφία, λογική και επιστημολογία σε όλα τα σχολικά χρόνια από το δημοτικό μέχρι το λύκειο. Μπορεί να μοιάζει κάπως υπερβολικό ως αίτημα, αλλά θεωρώ πως αν αυτό συνέβαινε, ο κόσμος θα μετασχηματιζόταν σε ένα καλύτερο –ή, τουλάχιστον, σε ένα σίγουρα πιο ενδιαφέρον– μέρος.

Βρισκόμαστε σε μια καθοριστική τομή αλλαγής εποχής, χρειαζόμαστε νέα ποιητική και εικαστική γλώσσα για να εκφράσουμε τις νέες ανάγκες και να οικοδομήσουμε νέες προτάσεις στις πολλαπλές προκλήσεις — κοινώς, μετά την πλαδαρότητα των 90’s και των 00’s, είναι ξανά η στιγμή της πρωτοπορίας. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τι ρόλο παίζει η αυθεντικότητα, με την οποία ασχολείστε στο τελευταίο σας βιβλίο (Αυθεντικότητα και Αυτονομία: Από τη Δημιουργικότητα στην Ελευθερία, εκδ. Κείμενα), στην τέχνη, μια και η συζήτηση γίνεται μέσα σε ένα μουσείο, και τελικά έχει σημασία στην τέχνη;

Το πρόσωπο δημιουργεί ακατάπαυστα την εσωτερική του φύση, όχι μέσω μιας αυτοκατευθυνόμενης καθοδήγησης προς τα μέσα, αλλά με τη συνεχή δημιουργική ανατροφοδότηση με την κοινωνική πραγματικότητά του. Τόσο το πρόσωπο όσο και η κοινωνική ζωή μπορούν να μετασχηματισθούν ριζικά μέσω της δημιουργικότητας και, υπό αυτήν την έννοια, η δημιουργικότητα και η αυθεντικότητα είναι ικανές να διαδραματίσουν τον κυρίαρχο ρόλο προς την πραγμάτωση της ελευθερίας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό, πιστεύω, τις καθιστά, τόσο στις φαντασιακές όσο και στις έμπρακτες μορφές τους, από τις πιο μείζονες έννοιες στο αισθητικο-καλλιτεχνικό, κοινωνικο-πολιτικό και ηθικό πεδίο, όχι μόνο στη συγχρονία της (ύστερης) νεωτερικότητας, αλλά και στη διαχρονία.

Αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή που μπορούμε απλώς να ανακαλύψουμε, εν είδει κάποιου δήθεν αληθινού εαυτού (η προ-ύπαρξη του οποίου δεν μπορεί παρά να είναι ψευδαίσθηση), αλλά εκείνη που θα πρέπει να οικοδομήσουμε δημιουργικά. Απέναντι στη σύγχρονη μεταμοντέρνα τάση προς μια προτυποποιημένη, εργαλειοκρατική κοινωνία του πραγματικού (υλικού) και υπερ-πραγματικού (ψηφιακού) θεάματος, ίσως μέσω της δημιουργικά ευφάνταστης δημιουργίας, οι πιθανότητες ενός αυθεντικού τόσο προσωπικού όσο και συλλογικού βίου να μπορούν να αφυπνιστούν και εντέλει να πραγματωθούν.

Επιμένω να πιστεύω πως οι απαντήσεις για έναν ριζικό μετασχηματισμό προς το ιδεώδες της αυθεντικότητας-ως-δημιουργικότητας μπορούν να δοθούν μέσω μιας ανανεωμένης σύζευξης του φιλοσοφικού στοχασμού και της καλλιτεχνικής πρακτικής.

Xωρίς ιδέες και χωρίς ποίηση, καθετί θα στερούνταν νοήματος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Η πανδημία έχει αλλάξει τις ανάγκες μας, τις έχει μετατοπίσει; Με ποιο τρόπο πιστεύετε η φιλοσοφία μάς δίνει το εφόδιο στην καθημερινή μας ζωή; 

Υπό ένα πιο ολιστικό πρίσμα, οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες παραμένουν διαχρονικά ίδιες. Υπό ένα άλλο, πιο λεπτό, πρίσμα όμως, οι ανάγκες μετασχηματίζονται όπως μετασχηματίζεται και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η διαλεκτική ανάμεσα στο υλιστικό και το μεταϋλιστικό πεδίο παραμένει πιο ενεργή από ποτέ και όποια προσέγγιση δεν δίνει εξίσου βάρος σε αμφότερα, μοιραία οδηγείται σε παρανοήσεις μανιχαϊστικής φύσης.

Σε κάθε περίπτωση, η φιλοσοφία πιο ευρείας απεύθυνσης οφείλει να λάβει ρόλο πρωτοπόρου όσον αφορά την καθημερινή μας ζωή. Να σταματήσει να περιγράφει ασθμαίνουσα την πραγματικότητα απλώς ακολουθώντας την ή να αναπτύσσει κοινότοπες συμβουλές αυτοβελτίωσης εν είδει life coaching αερολογίας, και να διαμορφώσει νέα κανονιστικά πλαίσια προτείνοντας πρωτόγνωρες διόδους προς ριζικές τομές προσωπικού και συλλογικού μετασχηματισμού.

Ωστόσο, δεν αρκούν μόνο οι ιδέες για να κινητοποιήσεις τους ανθρώπους, όπως δεν αρκεί και μόνο ένα καλό ποίημα (όπως πίστευα παλαιότερα) – χρειάζεται να συμβούν και κάποια πράγματα ακόμα. Δεν μπορούμε παρά να επιστρέφουμε πάντα στα υποκείμενα. Οι ιδέες πρέπει να συναντήσουν τις εσωτερικές στάσεις και τις εξωτερικές διαδράσεις των ανθρώπων. Βέβαια, χωρίς ιδέες και χωρίς ποίηση, καθετί θα στερούνταν νοήματος.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη πολλαπλότητα κρισιακής συνθήκης (περιβαλλοντική, πολιτισμική, κοινωνικο-οικονομική, πανδημική, προσφυγική/μεταναστευτική κ.ά.) σε συνδυασμό με τις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, της επικράτησης του υπερ-πραγματικού (ψηφιακού) και μιας καλπάζουσας τεχνητής νοημοσύνης που οριακά μετασχηματίζεται πλέον σε τεχνητή δημιουργικότητα (δηλαδή αλγόριθμος που μπορεί να επιστρέφει στη μήτρα του και να αυτο-μετασχηματίζεται). Αν όχι ένας σύγχρονος ενεργός, ζωηρός φιλοσοφικός στοχασμός, τότε ποιος θα εντοπίσει όλα αυτά τα ζητήματα, ποιος θα τα αναδείξει, και ποιος θα προσφέρει προτάσεις προοπτικής;

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του webinar φιλοσοφίας του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, με τον Νίκο Ερηνάκη και τη Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου, θα πραγματοποιηθεί μέσω Zoom τη Δευτέρα 12/4.

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Πηγή