Μαθήματα ζωής από έναν άστεγο

Εικονογράφηση: Τιτίνα Χαλματζή

Από την Τσασούλα Επτακοίλη

Στα τέλη Φεβρουαρίου 2019, έκανε μια ανάρτηση στο Facebook. «Στηρίζουμε τους άστεγους. Μαζεύουμε βιβλία, χρηστικά αντικείμενα, ρουχισμό. Δώστε ό,τι δεν σας είναι απαραίτητο. Μην τα πετάτε. Είναι η μαγιά για το Παλαιοβιβλιοπωλείο των Αστέγων», έγραφε ο Λεωνίδας Κουρσούμης, που είχε ζήσει ως άστεγος επί δεκαοκτώ μήνες και εκείνη την περίοδο είχε βρει προσωρινή στέγη σε μια αποθήκη στα Ανω Πατήσια. Σε λίγες ώρες, οι κοινοποιήσεις είχαν ξεπεράσει τις 8.300. Τις επόμενες μέρες, περισσότερα από χίλια βιβλία είχαν συγκεντρωθεί. Στο πρώτο κιόλας μπαζάρ του «Ανέστιου», όπως ονομάστηκε το παλαιοβιβλιοπωλείο, στα μέσα Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, συγκεντρώθηκαν χρήματα που έδωσαν τη δυνατότητα στους δύο συνεργάτες του, τον Αλέξανδρο και τον Αντώνη, επίσης άστεγους, να νοικιάσουν ένα μικρό διαμέρισμα.

«Δεν ήταν εύκολο να μιλήσω, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Κοίταξα τους συνανθρώπους μου κατάματα και τους είπα: “Είμαστε άστεγοι και τίποτα άλλο δεν ζητούμε παρά να έχουμε μια δουλειά για να επιβιώσουμε”. Οι επόμενοι μήνες άρχισαν να μας δίνουν τις πρώτες χαρές. Ο κύριος Στέφανος (δεν θέλει να αναφέρω το επίθετό του) μας παραχώρησε έναν χώρο στον αριθμό 132 της οδού Πειραιώς κι αργότερα ένα παλιό τζιπ, για να μεταφέρουμε τα βιβλία. Βιβλία άρχισαν να έρχονται όχι μόνο από την Αττική αλλά και από όλη την Ελλάδα».

Σήμερα, περισσότερα από 25.000 βιβλία έχουν συγκεντρωθεί. Κι άλλοι πρώην άστεγοι έχουν αρχίσει να εργάζονται στον «Ανέστιο», που, σε λίγες εβδομάδες, θα μεταφερθεί σε νέο χώρο. Τη διαμόρφωση και το βάψιμο, καθώς και τη μετακόμιση, έχει αναλάβει πολύ γνωστός επιχειρηματίας, που δεν θέλει να δημοσιοποιηθεί το όνομά του. «Μας εξέπληξε η ανταπόκριση του κόσμου. Ηρθαμε αντιμέτωποι με ένα ποτάμι καλοσύνης», λέει βουρκωμένος ο 71χρονος κ. Κουρσούμης.

ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

– Τι πιστεύετε ότι προκάλεσε αυτόν το ποταμό καλοσύνης;
– Ολοι έχουμε μέσα μας μια καλή πλευρά. Τη βγάζουμε προς τα έξω όταν κάποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη μας, όταν είναι ξεκάθαρος, έντιμος, με διάφανες προθέσεις. Μάλλον αυτό εκτίμησαν σε εμάς όσοι μας βοήθησαν. Ξέρουν πως όσα μας προσφέρουν θα φτάσουν στα χέρια ανθρώπων που τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Στο ελάχιστο που κάνουμε έχουμε συνέπεια.

– Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να το αφηγείστε, αλλά πώς βρεθήκατε στον δρόμο;
– Εργαζόμουν σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο και ζούσα αξιοπρεπώς. Μέχρι που ενέσκηψε η κρίση. Ηδη, από το 2008 άρχισαν οι περικοπές και βρέθηκα χωρίς δουλειά. Εργάστηκα για λίγα χρόνια με προσωρινή απασχόληση, εδώ κι εκεί, αλλά τίποτα σπουδαίο. Είχα μεν εμπειρία, αλλά ήμουν 63 ετών. Ποιος θα με προσλάμβανε; Μέχρι το 2016, οι οικονομίες μου εξανεμίστηκαν. Τα ένσημά μου δεν ήταν αρκετά για να συνταξιοδοτηθώ. Εμενα σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη. Οταν δεν μπορούσα πια να πληρώνω το ενοίκιο, έβαλα τα πιο σημαντικά έγγραφά μου σε ένα σακίδιο ώμου και έφυγα.

– Πώς ήταν η πρώτη σας νύχτα ως αστέγου;
– Ξεκίνησα από την Κυψέλη, από την οδό Λευκωσίας, όπου έμενα, έκλεισα πίσω μου την πόρτα του σπιτιού μου για τελευταία φορά και βγήκα στον δρόμο. Ολη τη νύχτα δεν στάθηκα πουθενά. Περπατούσα ασταμάτητα. Το επόμενο βράδυ, πάλι το ίδιο. Κάποια στιγμή όμως κουράστηκα κι άρχισα να σπρώχνω τις πόρτες των πολυκατοικιών, μήπως κάποια είχε μείνει ανοιχτή. Βρήκα μία, στην Κοδριγκτώνος. Κάθισα στα σκαλιά ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο, και, κατάκοπος καθώς ήμουν, με πήρε ο ύπνος. Νωρίς το πρωί με είδε ένας ένοικος. Με σκούντηξε. «Σας συμβαίνει κάτι; Είστε καλά;», με ρώτησε. Βγήκα πάλι έξω αλαφιασμένος. Τις επόμενες εβδομάδες απέκτησα τα… στέκια μου. Συχνά διανυκτέρευα στο ΚΤΕΛ της Λιοσίων και στον Σταθμό Λαρίσης, μαζί με τα άλλα «ζόμπι».

– Οι συγγενείς και φίλοι σας το ήξεραν;
– Μόνο σε μια φίλη μου, που ζει εκτός Αθήνας, το είχα πει. Κι εκείνη, ο φύλακας-άγγελός μου, φρόντιζε να βάζει μερικά ευρώ σε ένα καρτοκινητό που διέθετα, για να έχουμε τουλάχιστον επικοινωνία. Οι άλλοι δεν ήξεραν τίποτα. Ούτε οι κόρες μου, που επίσης ζουν στην επαρχία, ούτε η αδελφή μου και τα ανίψια μου. Επαιζα θέατρο σε όλους. Κάποια πρωινά περνούσα από τους εκδοτικούς οίκους στους οποίους είχα δουλέψει, για να τους πω μια καλημέρα – έτσι έλεγα. Στην πραγματικότητα ήθελα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου κι ήλπιζα να με κεράσουν έναν καφέ…

– Τι τρώγατε;
– Τον πρώτο καιρό πήγαινα σε συσσίτια. Αργότερα άρχισα να μαζεύω βιβλία από κάδους σκουπιδιών και ανακύκλωσης. Τα πουλούσα στο Μοναστηράκι και έτσι αγόραζα λίγο φαγητό.

– Θυμό νιώθατε;
– Με τους άλλους, με την κοινωνία; Οχι. Μόνο με τον εαυτό μου θύμωνα, για τις λάθος επιλογές μου. Αλλά τα λάθη δεν διορθώνονται. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μην τα επαναλάβεις. Το κυρίαρχο συναίσθημά μου όσο ζούσα στον δρόμο ήταν η ντροπή. Ντρεπόμουν να με βλέπει ο κόσμος να κοιμάμαι σε σκάλες και παγκάκια, να ψάχνω στα σκουπίδια. Αλλά –και ίσως θα σας φανεί περίεργο– ποτέ δεν ένιωσα φόβο ούτε απελπισία. Σαν να ήξερα ότι όλο αυτό που ζούσα έπρεπε να το περάσω για να πάω παρακάτω. Αν ήμουν απελπισμένος, άλλωστε, αν είχα βυθιστεί στην κατάθλιψη, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που βιώνουν μια τέτοια κατάσταση, δεν θα είχα τολμήσει το βήμα της δημιουργίας του παλαιοβιβλιοπωλείου.

Θα συνεχίσω, το χρωστάω στην κόρη μου και όσους μάς στήριξαν

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν παιδίατρος. Οταν ήταν έξι ετών, οι γονείς του χώρισαν. Ο ίδιος και η αδελφή του έμειναν με τη μητέρα τους. Από μικρός ο Λεωνίδας Κουρσούμης αγαπούσε τα βιβλία. Θυμάται την Εγκυκλοπαίδεια του Ηλιου, με τους δεκαοκτώ δερματόδετους τόμους, δώρο του πατέρα του όταν τελείωσε το Δημοτικό. Θυμάται και τα πρώτα βιβλία που αγόρασε ο ίδιος ως έφηβος, από το χαρτζιλίκι του, από το βιβλιοπωλείο της Εστίας, στη Στοά Νικολούδη: «Ηταν “Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια” του Στρατή Μυριβήλη και ένα ταξιδιωτικό του Νίκου Καζαντζάκη».

Το 1968, αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Η μητέρα του στο μεταξύ είχε ξαναπαντρευτεί κι εκείνος ένιωθε την ανάγκη να απομακρυνθεί, να ανοίξει τα φτερά του. Πέρασε στο τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Σπουδών της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου κι έφυγε για τη Θεσσαλονίκη. Ομως οι ανατροπές δεν θα έλειπαν στη συνέχεια… Οταν φοιτούσε στο δεύτερο έτος, η μητέρα του πέθανε από καρκίνο. Λίγο μετά έφυγε από τη ζωή και ο πατέρας του, από ανακοπή. «Εμεινα χωρίς έσοδα. Ο πατριός μου δεν είχε καμιά υποχρέωση να με βοηθήσει· ούτε εγώ θα το δεχόμουν. Επρεπε λοιπόν να δουλέψω για να συνεχίσω τις σπουδές μου», λέει. «Με προσέλαβαν σε έναν εκδοτικό οίκο. Εκεί κόλλησα για τα καλά το “μικρόβιο”. Κι αν έχω μετανιώσει για κάτι είναι που δεν έμεινα στη Θεσσαλονίκη, όταν πήρα το πτυχίο μου, για να ανοίξω το δικό μου βιβλιοπωλείο. Εκείνα τα χρόνια, λίγο μετά τη Μεταπολίτευση, οι συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές στον εκδοτικό χώρο. Δυστυχώς, επέστρεψα στην Αθήνα κι άρχισα να εργάζομαι ως λογιστής».

Από τους δύο γάμους του ο κ. Κουρσούμης έχει αποκτήσει τρεις κόρες. Με τη μεγαλύτερη, την Έλλη, που ζει στη Σκόπελο η σχέση τους είναι πιο δυνατή. Για τις άλλες δύο δεν θέλει να μιλήσει. Ούτε για την αδελφή του. «Με πονάει πολύ αυτό το θέμα», μου λέει.

Πριν από λίγες εβδομάδες, όταν τιμήθηκε από την Ενωση «Μαζί για το Παιδί» με το βραβείο «Μάθημα Ζωής», η Αλεξάνδρα ήταν δίπλα του. «“Μπαμπά, μην το αφήσεις, να συνεχίσεις την προσπάθεια”, μου είπε μετά την τελετή. Θα το κάνω. Το χρωστάω και σε εκείνη, και σε όσους μάς έχουν στηρίξει ώς τώρα», λέει μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Θα το κάνω γιατί θέλω ο κόσμος να συνειδητοποιήσει τι είναι ο άστεγος: ένας πεθαμένος, που απλώς αναπνέει»…

«Ντρεπόμουν να με βλέπει ο κόσμος να κοιμάμαι σε σκάλες και παγκάκια, να ψάχνω στα σκουπίδια. Αλλά –και ίσως θα σας φανεί περίεργο– ποτέ δεν ένιωσα φόβο ούτε απελπισία. Σαν να ήξερα ότι όλο αυτό που ζούσα έπρεπε να το περάσω για να πάω παρακάτω», λέει ο Λεωνίδας Κουρσούμης. INTIME NEWS/ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Η Φινλανδία

«Καλά και τα συσσίτια και οι ξενώνες, πολύ ωραίο να ανοίγουν οι δομές κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και να φωτογραφίζονται στα γιορτινά τραπέζια οι δημοτικοί άρχοντες και οι πολιτικοί με τους αστέγους, αλλά με αυτόν τον τρόπο δεν λύνεται το πρόβλημα. Ούτε με συγκινητικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προς άγραν “like”, ούτε με υποκριτικές καμπάνιες του τύπου “ζήσε μια νύχτα σαν άστεγος”, στην οποία συμμετέχουν “επώνυμοι” και το διαφημίζουν για την προβολή τους. Ο άστεγος θέλει να τον πλησιάσεις. Να τον πάρεις μια μέρα στο σπίτι σου, αν μπορείς. Να τον ακούσεις. Κυρίως αυτό. Σε επίπεδο κράτους, δείτε τι έκανε η Φινλανδία. Εφτιαξε συγκροτήματα διαμερισμάτων και παραχωρεί μόνιμη στέγη σε αστέγους. Στη συνέχεια, κοινωνικοί λειτουργοί και άλλοι ειδικοί τους βοηθούν να βρουν δουλειά, να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία, να επιστρέψουν στη ζωή. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν επίσημη καταμέτρηση των ανθρώπων που ζουν στον δρόμο…».

Η συνάντηση

Βρεθήκαμε στο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς. Παραγγείλαμε λαχανοντολμάδες και ντολμαδάκια κασιώτικα και από ένα ποτήρι ροζέ κρασί, «Ορεινό Ηλιο» της Σεμέλης. Ισα που αγγίξαμε το φαγητό μας, όμως. Οχι γιατί δεν ήταν καλό –κάθε άλλο, ήταν πεντανόστιμο– αλλά γιατί ο συνομιλητής μου ήταν πολύ φορτισμένος συναισθηματικά και κάθε τόσο σκούπιζε τα δάκρυά του, καθώς μου εξιστορούσε, με ειλικρίνεια και χωρίς αυτολογοκρισία, την περιπέτειά του στην «επικράτεια των αστέγων». Την βίωσε μέχρι το μεδούλι, υπέφερε, αλλά δεν θέλει να ξεχάσει ούτε στιγμή. «Πορεύεσαι στο μέλλον μόνον όταν έχεις μπροστά στα μάτια σου το πώς ξεκίνησες κάθε μέρα της ζωής σου, όλο το παρελθόν σου αλησμόνητο…», λέει.

Οι σταθμοί του

1949
Γεννιέται στην Αθήνα.

1968
Σπουδάζει στο Τμήμα Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Παράλληλα εργάζεται σε βιβλιοπωλείο.

1988
Διατηρεί φοροτεχνικό λογιστικό γραφείο έως το 1993.

1993
Επιστρέφει στην Αθήνα και αρχίζει να εργάζεται σε εκδοτικούς οίκους.

2008
Απολύεται και υποαπασχολείται.

2016
Βρίσκεται άστεγος στην Αθήνα.

2018
Προτείνει σε δύο επίσης αστέγους να δημιουργήσουν ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, τον «Ανέστιο».

2019
Ανοίγει ο χώρος της Πειραιώς 132.

2020
Ο «Ανέστιος» θα μετακομίσει σε νέο χώρο, στου Γκύζη.

Πηγή