Αφήστε τα παιδιά να βαρεθούν ξανά

Η βαρεμάρα μας μαθαίνει ότι η ζωή δεν είναι μια ατέλειωτη διασκέδαση. Πολύ περισσότερο, προκαλεί τη δημιουργικότητα και την αυτάρκεια.

Κείμενο: Pamela Paul, The New York Times
Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή

«Βαριέμαι». Αυτή η μικρή φρασούλα έχει τη δύναμη να προκαλέσει στους γονείς ένα μπαράζ αρνητικών συναισθημάτων: ενόχληση, τρόμος, ενοχή. Αν κάποιος εδώ γύρω βαριέται, κάποιος άλλος μάλλον απέτυχε να τον συναρπάσει. Και πως μπορεί κάποιος – μεγάλος ή μικρός – να διατείνεται ότι βαριέται όταν υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα για να ασχοληθεί; Τώρα, αμέσως;

Όμως η βαρεμάρα είναι εκεί για να τη ζούμε. Όχι στο πλαίσιο μιας απαρχαιωμένης διαπαιδαγωγικής μεθόδου σκληραγώγησης, αλλά επειδή, παρά τα όσα μας έλεγαν όσο μεγαλώναμε – ότι η βαρεμάρα είναι για τους βαρετούς -, η βαρεμάρα είναι χρήσιμη. Η βαρεμάρα μας κάνει καλό.

Αν τα παιδιά δεν το καταλάβουν αυτό από νωρίς, τα περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Το σχολείο, ας μη γελιόμαστε, μπορεί να είναι ανιαρό – άλλωστε δεν είναι δουλειά του δασκάλου να μας διασκεδάζει ταυτόχρονα με τη μόρφωσή μας. Η ζωή δεν είναι μια ατέλειωτη διασκέδαση. «Μάλιστα,» λέει η Μπερναντέτ στη κόρη της στο μυθιστόρημα της Maria Semple Where’d You Go, Bernadette, «βαριέσαι. Θα σου αποκαλύψω ένα μικρό μυστικό για τη ζωή. Νομίζεις ότι είναι βαρετά τώρα; Ε λοιπόν, θα είναι όλο και πιο βαρετά. Όσο πιο νωρίς μάθεις ότι είναι στο χέρι σου να κάνεις τη ζωή σου ενδιαφέρουσα, τόσο το καλύτερο για σένα.”

Στο παρελθόν οι άνθρωποι αποδεχόντουσαν ότι ένα μεγάλο μέρος της ζωής είναι βαρετό. Απομνημονεύματα προ 21ου αιώνα βρίθουν από ανία. Όταν δεν σκότωναν τον χρόνο τους στα σαλόνια, τα μέλη της υψηλής κοινωνίας έκαναν μεγάλους περιπάτους και χάζευαν τα δέντρα. Ή πήγαιναν βόλτες με το αυτοκίνητο και χάζευαν περισσότερα δέντρα. Αυτοί που έπρεπε να δουλέψουν ήταν σε χειρότερη μοίρα. Λίγοι προσδοκούσαν ικανοποίηση από την εργασία τους – η αγροτική και η βιομηχανική εργασία πολύ συχνά μουδιάζει τον εγκέφαλο. Τα παιδιά έβλεπαν κάπως έτσι το μέλλον τους και συνήθιζαν στην ιδέα από μικρά, καθώς πέρναγαν τον καιρό τους μόνα τους ανάμεσα σε βιβλιοθήκες, πάνω σε κλαδιά δέντρων, ή, πολύ αργότερα, παρακολουθώντας την κάκιστης ποιότητας απογευματινή ζώνη στην τηλεόραση.

 «Η βαρεμάρα είναι εκεί για να τη ζούμε.»

Πριν από μόλις μερικές δεκαετίες, κατά την εκπνοή της εποχής της χαλαρής γονικής ενασχόλησης, οι ενήλικες πίστευαν ότι μια δόση βαρεμάρας ήταν στο πρόγραμμα. Και τα παιδιά συχνά εκτιμούσαν αυτή την έλλειψη προγράμματος. Ο συνθέτης Lin-Manuel Miranda σε μια συνέντευξή του απέδιδε τη δημιουργικότητά του στα κενά παιδικά του απογεύματα: «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να σε ωθήσει στη δημιουργικότητα από μια λευκή σελίδα ή ένα άδειο υπνοδωμάτιο.»

Σήμερα, το να αφήσεις ένα παιδί να περάσει χρόνο σε απραξία θεωρείται παραμέληση του γονικού καθήκοντος. Σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο στους Times, “The Relentlessness of Modern Parenting”, παρατίθεται μια πρόσφατη έρευνα που αποκάλυψε ότι, ανεξαρτήτως τάξης, εισοδήματος ή φυλής, οι γονείς πιστεύουν πως τα παιδιά που βαριούνται μετά το σχολείο πρέπει να εγγράφονται σε απογευματινές δραστηριότητες, και πως οι ίδιοι πρέπει να σταματούν οποιαδήποτε δική τους δραστηριότητα και να ζωγραφίζουν με τα παιδιά τους όταν αυτά τους το ζητάνε. Κάθε δευτερόλεπτο ελεύθερου χρόνου πρέπει να αξιοποιείται, να μεγιστοποιείται, να αφιερώνεται σε κάποιο στόχο.

Όταν δεν βρίσκονται κάτω από την υπερβολική φροντίδα των γονιών τους, τα σημερινά παιδιά αφήνονται μόνα με τις συσκευές τους, τις ψηφιακές συσκευές. Οι γονείς που προετοιμάζονται για ένα μακρύ ταξίδι με το αυτοκίνητο ή το αεροπλάνο μοιάζουν με αξιωματούχους του στρατού που καταστρώνουν μια πολύπλοκη στρατηγηκή. Ποιες ταινίες να φορτώσουμε στο iPad; Μήπως να ξεκινήσουμε ένα οικογενειακό podcast; Είναι ΟΚ να τα αφήσουμε να παίξουν Fortniteμέχρι να λιώσουν στο πίσω κάθισμα;

Τι κάνανε οι γονείς τη δεκαετία του 70 όταν τα παιδιά τους έπλητταν στο πίσω κάθισμα, στο γυρισμό από τις οικογενειακές διακοπές; Τίποτα! Τα άφηναν να εισπνέουν το καυσαέριο του αυτοκινητόδρομου. Να βασανίζουν τ’ αδέλφια τους. Ή να παίζουν με τις χαλασμένες – και άχρηστες εκείνη την εποχή – ζώνες ασφαλείας.

Αν παραπονιόσουν ότι βαριέσαι, εκείνη την εποχή, τα ζητούσε ο οργανισμός σου. Το πολύ πολύ να εισέπραττες ένα «πήγαινε έξω να παίξεις» ή στη χειρότερη, «πήγαινε να τακτοποιήσεις το δωμάτιό σου». Είχε πλάκα; Όχι. Ήταν χρήσιμο; Ναι.

Γιατί συμβαίνουν πράγματα όταν βαριέσαι. Μερικές από τις πιο βαρετές δουλειές που είχα ήταν και οι πιο δημιουργικές. Όταν εργαζόμουν σε μια εισαγωγική εταιρία κατά τη διάρκεια του σχολείου, η δουλειά μου ήταν να κολλάω φωτογραφίες από άσχημα πουλόβερ πάνω σε δελτία παραγγελίας. Χέρια γεμάτα κόλλα, μυρωδιά κόλλας παντού. Οι ίδιες και οι ίδιες φωτογραφίες. Το μυαλό μου δεν είχε άλλη διέξοδο από το να βυθίζεται σε ένα περίπλοκο φαντασιακό σύμπαν. Όταν βαριέσαι σε επισκέπτεται η φαντασία. Όταν δούλευα στον έλεγχο των ραφιών σε ένα σούπερ μάρκετ, επινοούσα ιστορίες για τους πελάτες. Ένας άντρας αγόραζε μελιτζάνες και μια εξάδα μπύρες στις 9 το βράδυ. Για ποιο από τα δύο είχε πραγματικά βγει από το σπίτι του;

Όταν έχεις πραγματικά συμφιλιωθεί με την ληθαργική επιρροή της βαρεμάρας, πιάνεις τον εαυτό σου έτοιμο για μεγάλες ανακαλύψεις. Μέσα από τη μονοτονία, μικρές διαφορές αποκαλύπτονται, ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου, ανάμεσα στις φωτογραφίες. Γι αυτό σου έρχονται τόσες ιδέες όταν κάνεις ντους, όταν δηλαδή είσαι δέσμιος μιας τετριμμένης διαδικασίας. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου να περιπλανιέται, κι εσύ το ακολουθείς.

Φυσικά, το σημαντικό δεν είναι η ίδια η πλήξη, είναι το τί την κάνουμε. Όταν φτάσεις στο αμήν, η πλήξη σε προκαλεί να ανταποκριθείς δημιουργικά, να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου. Αν όμως δεν βρίσκεσαι τακτικά στη διαδικασία να αντιμετωπίσεις την πλήξη σου, ποτέ δεν θα μάθεις τον τρόπο.

Η ιδέα δεν είναι να υποφέρεις από βαρεμάρα, αλλά να μάθεις πως να τη νικάς. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Μπορεί να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο για να κοιτάξεις μέσα σου και να σκεφτείς. Μπορεί να πιάσεις ένα βιβλίο. Μπορεί να καταστρώσεις τον τρόπο για να βρεις μια καλύτερη δουλειά. Η βαρεμάρα οδηγεί σε «πτήσεις φαντασίας». Αλλά τελικά, στην αυτοπειθαρχία. Στην επινοητικότητα.

 Η βαρεμάρα οδηγεί σε «πτήσεις φαντασίας». Αλλά τελικά, στην αυτοπειθαρχία. Στην επινοητικότητα.

Η ικανότητα διαχείρισης της βαρεμάρας συσχετίζεται με την ικανότητα συγκέντρωσης και αυτοπειθαρχίας. Έρευνες δείχνουν ότι άνθρωποι με αδυναμία συγκέντρωσης έχουν ιδιαίτερη τάση προς τη βαρεμάρα. Είναι λογικό ότι σε έναν κόσμο γεμάτο με υπερβολικά πολλά ερεθίσματα, κάτι αρχικά γοητευτικό σύντομα θα χάσει το λάμψη του, μια ενδιαφέρουσα ιδέα μπορεί γρήγορα να γίνει πολύ ανιαρή.

Είναι πολύ σημαντικό για τα παιδιά να βαρεθούν – και να τους επιτραπεί να ζήσουν τη βαρεμάρα τους – σε νεαρή ηλικία. Να μην το θεωρούμε πρόβλημα προς αποφυγή, ή και προς εξάλειψη, αλλά να αφήνουμε τα παιδιά να το αντιμετωπίσουν μόνα τους. Έχουμε πάψει να τα εκπαιδεύουμε σε αυτή τη διαδικασία. Το σχολείο αντί να τα εξασκεί στο να απορροφούν υλικό ανιαρό και μονοδιάστατο, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει με σημαντικές γνώσεις και πληροφορίες, προσπαθεί να ανταπεξέλθει σε αυτό που θεωρεί ότι περιμένουν τα παιδιά: τη διασκέδαση. Οι δάσκαλοι ξοδεύουν όλη τους την ενέργεια στο να επινοούν τρόπους να “τραβήξουν” την προσοχή των παιδιών με οπτικό υλικό και διαδραστική μάθηση προσαρμοσμένα στο, περιορισμένο πια από την ψηφιακή εποχή, φάσμα προσήλωσης των παιδιών.

Αλλά σίγουρα, αν εκπαιδεύουμε τα παιδιά στην αντοχή της βαρεμάρας, παρά στην αποθέωση της διασκέδασης, θα τα προετοιμάσουμε για ένα πιο ρεαλιστικό μέλλον, ένα μέλλον χωρίς ψευδαισθήσεις για το τί πραγματικά εμπεριέχεται στη ζωή και την εργασία. Κάποτε, ακόμα και στο πλαίσιο μιας δουλειάς που αγαπάνε, τα παιδιά θα χρειαστεί να περάσουν μια ολόκληρη μέρα απαντώντας σε δευτερεύοντα email. Θα χρειαστεί να τσεκάρουν πίνακες στο excel. Ή να βοηθήσουν τα ρομπότ μέσα σε μία πλήρως αυτοματοποιημένη αποθήκη εμπορευμάτων.

Αυτό ακούγεται βαρετό, μπορεί να πείτε. Μάλλον ακούγεται σαν τη ζωή. Ίσως μέσα σε έναν ακατάπαυστο τρόπο ζωής, όπου ο πήχης ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, θα μπορούσαμε να υπάρξουμε και με λίγο λιγότερο ενθουσιασμό.