Οι 6 «άυλοι» ελληνικοί θησαυροί

Αυτές είναι οι πολύτιμες κληρονομιές που έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Unesco ή αλλιώς στον κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας  

Από την Αθηνά Λεβέντη

Δεν είναι όλοι οι θησαυροί χειροπιαστοί, ούτε χρυσαφένιοι. Κάποιο ακούγονται, άλλοι τρώγονται, ενώ μερικοί ταξιδεύουν μέσα στους αιώνες με τη μορφή τέχνης που διαδίδεται από γενιά σε γενιά  H Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO δίνει στα κράτη-μέρη της τη δυνατότητα να προβάλλουν και να διαφυλάξουν διάφορες πτυχές της άυλης πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Η Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει εγγράψει στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, τα εξής έξι στοιχεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς:

Το Ρεμπέτικο: Πρόκειται για αστικό λαϊκό μουσικό είδος που άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Έχει επιρροές από το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι, ενώ αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκε και ιδιαιτέρως τη ζωή του περιθωρίου. Στην πορεία η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Διαδόθηκε σταδιακά στα αστικά λαϊκά στρώματα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε μουσικό είδος ευρείας απήχησης, λειτουργώντας ως ισχυρό σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας για την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση. Εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco το 2017.

Η Τέχνη της Ξερολιθιάς: Πρόκειται για την τέχνη της κατασκευής κτισμάτων με λίθους χωρίς κανένα συνδετικό υλικό (εν ξηρώ). Ως τεχνική συναντάται σε όλο τον κόσμο, από τα Κυκλώπεια τείχη στις Μυκήνες και το αρχαίο κάστρο της Μήλου στην Ελλάδα, έως την πόλη Λουβαντούντων Μάγια και το Μάτσου Πίτσου των Ίνκας στο Περού. Οι συνηθέστερες δομές με ξερολιθιά είναι τοίχοι, αλλά υπάρχουν και έργα τέχνης, κτίρια, γέφυρες κ.ά. με την ίδια τεχνική.  Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η δομική σταθερότητα γιατί αποτελούνται από πέτρες οι οποίες «κλειδώνουν» η μια με την άλλη. Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικές στον Αιγιακό χώρο. Η Τέχνη της Ξερολιθιάς εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco το 2018.

Η Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια στη Χίο: Η καλλιέργεια του μαστιχοφόρου θάμνου στη νότια Χίο και η εξαγωγή της αρωματικής μαστίχας είναι μία μοναδική παγκοσμίως παραδοσιακή καλλιέργεια. Μεταβιβάζεται προφορικά και εμπειρικά από γενιά σε γενιά και διαμορφώνει, εδώ και αιώνες, το πολιτισμικό, αρχιτεκτονικό, κοινωνικό και φυσικό τοπίο 24 Μαστιχοχωρίων. Η Τεχνογνωσία της Παραδοσιακής Μαστιχοκαλλιέργειας στη Χίο εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco το 2013.

Τηνιακή Μαρμαροτεχνία: Πρόκειται για την τέχνη της εξόρυξης και της επεξεργασίας του μαρμάρου στην Τήνο. Έχει βυζαντινές καταβολές και συστηματοποιήθηκε κατά την όψιμη Βενετοκρατία (17ος αι.). Μεταβιβάζεται μέσω εμπειρικής μαθητείας και έχει ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες εργάζονται σε όλη την Ελλάδα και εκτός αυτής, παράδοση που οδήγησε στην ανάδειξη κορυφαίων νεοελλήνων γλυπτών. H Τηνιακή Μαρμαροτεχνία εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco το 2015.

Μωμόγεροι: Οι Μωμόγεροι (γνωστό και ως Μωμόεροι ή Μωμοέρια) είναι ένα λαϊκό δρώμενο με ευχετηριακό χαρακτήρα, που λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Θεοφάνια. Προέρχεται από την ορεινή Τραπεζούντα και επιβιώνει σε οκτώ χωριά του Νομού Κοζάνης. Οι ρίζες του εθίμου βρίσκονται στους προ-χριστιανικούς χρόνους αλλά οι Πόντιοι έδωσαν αργότερα χριστιανικό χαρακτήρα. Στο δρώμενο αυτό παρουσιάζεται η αναγέννηση της φύσης με την αλλαγή του νέου έτους και έχει σκοπό σάτιρας. Το έθιμο εγγράφηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco το 2015.

Η Μεσογειακή Διατροφή: Είναι εμπνευσμένη από τις διατροφικές συνήθειες στην Ελλάδα, τη νότια Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία στη δεκαετία του 1940 και του 1950. Έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη αλλά υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και ίνες. Περιλαμβάνει υψηλή κατανάλωση ελαιολάδου, οσπρίων, ανεπεξέργαστων δημητριακών, φρούτων και λαχανικών, μέτρια κατανάλωση ψαριού, γαλακτοκομικών προϊόντων και κρασιού, αλλά χαμηλή κατανάλωση κρέατος. Ο όρος επινοήθηκε από τον φυσιολόγο Άνσελ Κις και το 1995 μια ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ δημιούργησε την Πυραμίδα της Μεσογειακής Διατροφής. Το 2013, η UNESCO πρόσθεσε τη Μεσογειακή διατροφή στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας (από κοινού με την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρο, Κροατία) διότι «Η Μεσογειακή διατροφή περιλαμβάνει ένα σύνολο δεξιοτήτων, γνώσεων, τελετουργικών, συμβόλων και παραδόσεων σχετικά με τις καλλιέργειες, τη συγκομιδή, το ψάρεμα, την κτηνοτροφία, τη συντήρηση, την επεξεργασία, το μαγείρεμα, και ιδίως την παροχή και την κατανάλωση των τροφίμων».

Πηγή