Έτσι θα γίνει η Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας

Από τη Σταυρούλα Παπασπύρου

Μια πολίτης ταγμένη στην ανάγνωση, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα και μια ιστορικός συντονίζουν εδώ και χρόνια, αθόρυβα, τις δυνάμεις τους για να φτιάξουν κάτι χρήσιμο και ωραίο 

«Eίμαστε, εδώ και καιρό, μάρτυρες του θράσους μιας πρωτεύουσας που φέρει τον τίτλο της Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου, χωρίς να διαθέτει τη στοιχειωδέστερη σχετική υποδομή, δηλαδή ένα σύγχρονο δίκτυο βιβλιοθηκών στις γειτονιές». Η φράση ανήκει στην ποιήτρια Μαρία Τοπάλη (βλ. Καθημερινή 31/10/18) και συμπυκνώνει με ακρίβεια την πραγματικότητα.

Θα περίμενε κανείς πως η ανέλπιστη επιλογή της Ουνέσκο να παραχωρήσει τον τίτλο στην Αθήνα θα έδινε αφορμή και για την υλοποίηση κάποιων έργων που θα έμεναν στην πόλη και μετά τη γιορτή. Γρήγορα, εντούτοις, έγινε αντιληπτό ότι επιλέχθηκε να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα όσο το δυνατόν περισσότερες εκδηλώσεις για το βιβλίο, παρά να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν δομές που προωθούν την ανάγνωση.

Σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη που, δεκαετίες τώρα, διαθέτει ένα αξιοπρεπέστατο δίκτυο 17 βιβλιοθηκών, ο Δήμος Αθηναίων ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να στήσει κάτι ανάλογο. Μέχρι πρότινος, το δικό του «δίκτυο» αποτελούνταν από την Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη, την εξορισμένη στον σταθμό Λαρίσης, κι από ένα παράρτημά της, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας (Πανόρμου 59), όπου και το κτίριο της 7ης Δημοτικής Κοινότητας.

Πάλι καλά που, τελευταία, η Κεντρική απέκτησε καινούριο, ξεχωριστό παιδικό τμήμα ενώ και στο πάρκο πίσω από το Γηροκομείο εγκαινιάστηκαν δύο ακόμα λιλιπούτειες βιβλιοθήκες, επίσης παιδικές. Υποσχέσεις για άλλες, στις υπόλοιπες γειτονιές της πόλης, δεν υπάρχουν. Όσο για τη μεταφορά της Κεντρικής στο κέντρο, με τη μετατροπή της τωρινής σε πρότυπο συνοικιακής βιβλιοθήκης, φαντάζει εξωπραγματική.

Όλα μαύρα λοιπόν; Όχι ακριβώς. Σύμφωνα με την Άβα Χαλκιαδάκη, μέλος της διοίκησης του Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων, υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός για την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών κι ας μην έχει προβληθεί ιδιαίτερα. Ο σχεδιασμός, λέει, «ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2013, προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2020 και με βάση αυτόν δημιουργήθηκαν οι παραπάνω σύγχρονες παιδικές βιβλιοθήκες». Σειρά τώρα παίρνει η αισθητική και λειτουργική αναβάθμιση της Κεντρικής και θ’ ακολουθήσει η διαμόρφωση χώρων βιβλίου και ανάγνωσης σε επιλεγμένες εγκαταστάσεις του Οργανισμού.

Καιρό τώρα, λέει η κ. Χαλκιαδάκη, «ο ΟΠΑΝΔΑ συνεργάζεται με το Πολυτεχνείο Κρήτης και τα σχέδια για την Κεντρική Βιβλιοθήκη έχουν προχωρήσει αρκετά: θα σηματοδοτηθεί ο εξωτερικός χώρος ώστε να γίνει επιτέλους ορατό το κτίριο, θ’ αλλάξει η εσωτερική διαμόρφωσή του, ο δανεισμός των βιβλίων θα μεταφερθεί στην είσοδο, θα δημιουργηθούν τέσσερα διαφορετικά αναγνωστήρια και δυο ξεχωριστά δωμάτια για την αθηναϊκή συλλογή, θα ελευθερωθούν χώροι για να βγουν περισσότερα βιβλία σε κοινή θέα, θ’ αλλάξουν τα έπιπλα, τα ράφια, τα χρώματα στους τοίχους, οι φωτισμοί… Θέλουμε ν’ αξιοποιήσουμε και το παρκάκι για εκδηλώσεις, ίσως καταφέρουμε να λειτουργήσει εκεί κι ένα μικρό καφέ…».

Με πρόεδρό του τον Κωνσταντίνο Μπιτζάνη, ο ΟΠΑΝΔΑ διαθέτει ετήσιο προϋπολογισμό που αγγίζει τα 44 εκατομμύρια ευρώ. Σ’ αυτόν εντάχθηκαν και οι πρώτες τριάντα –μόλις– χιλιάδες ευρώ που αναλογούν στο πρότζεκτ της Κεντρικής Βιβλιοθήκης. «Είχα ελπίσει ότι οι εκδηλώσεις για την Παγκόσμια Πρωτεύουσα θα συνέπιπταν μ’ αυτήν την ανακαίνιση» ομολογεί η κ. Χαλκιαδάκη. Ωστόσο, «μιλάμε για έναν οργανισμό με 900 εργαζόμενους και 128 εγκαταστάσεις προς συντήρηση. Δεν πειράζει. Ας πηγαίνουμε αργά, αρκεί να προχωράμε».

Στο τριετές ερευνητικό πρόγραμμα που εκπονεί με τον Δήμο Αθηναίων, το Πολυτεχνείο Κρήτης μετέχει με το Εργαστήριο Μεταβαλλόμενων Ευφυών Περιβαλλόντων που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κωστή Ουγγρίνη. Η ίδια ομάδα είχε συνεργαστεί με τον δήμο και στο πρόγραμμα «Έτσι μαθαίνω καλύτερα» που χρηματοδοτούνταν από το Ίδρυμα Νιάρχος, για την αναβάθμιση του σχολικού χώρου σε 24 σχολικές κοινότητες – από βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι λύκεια.

«Οι αρχιτεκτονικές μας παρεμβάσεις» εξηγεί η εκπρόσωπος του Εργαστηρίου στην Αθήνα, Μαριάνθη Λιάπη, «πραγματοποιούνται με την ενεργή συμμετοχή εκείνων που χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις. Εδώ, ζητήσαμε τη γνώμη και των εργαζόμενων στην βιβλιοθήκη και των ανθρώπων που την επισκέπτονται. Αντιμετωπίσαμε το κτίριο σαν ένα αίνιγμα και, ειδικά το εσωτερικό του, σαν ένα ιστιοπλοϊκό όπου κάθε γωνιά του οφείλει να είναι εκμεταλλεύσιμη. Καταλήξαμε σε στοχευμένες κινήσεις για σταδιακές αλλαγές – είπαμε όχι στη λογική του μπουρλότου.»

Θα σηματοδοτήσουμε την πορεία προς την καινούρια είσοδο της βιβλιοθήκης, από τη μεριά του πάρκου, με λεπτότητα, όχι σαν πυροτέχνημα. Ρωτώντας, διαπιστώσαμε πόσο μεγάλο είναι το δέσιμο των χρηστών με τη βιβλιοθήκη, σε βαθμό ώστε να τείνουν να συμφιλιωθούν με τη μιζέρια της… Δεν πρόκειται να εξαφανίσουμε αυτό που γνώριζαν. Στόχος μας είναι να παρουσιάσουμε την βιβλιοθήκη σαν μια φωλιά, να νιώθει κανείς καλοδεχούμενος με το μπαίνει στο εσωτερικό της», λέει η Μ. Λιάπη.

«Θα βάλουμε πρόσθετες πηγές φυσικού φωτισμού, με τζαμαρίες, θα δημιουργήσουμε νέους χώρους ανάγνωσης κι ακόμα αναζητάμε έναν τρόπο να εντάξουμε και το πάρκο, αυτήν τη μικρή όαση, στη ζωή της βιβλιοθήκης, τοποθετώντας μερικά παγκάκια, για παράδειγμα. Το παιδικό κοινό έφερε κι ενήλικες στη βιβλιοθήκη, αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους κρατήσουμε!».

Από τις αναρτήσεις στη Διαύγεια προκύπτει ότι ο Δήμος Αθηναίων έχει δεσμευτεί προ πολλού για το συγκεκριμένο έργο και ότι οι διαγωνισμοί για την υλοποίησή του οφείλουν να ξεκινήσουν άμεσα. Πέρα από την αισθητική αναμόρφωση της Κεντρικής Βιβλιοθήκης, προβλέπεται να σηματοδοτηθεί εξωτερικά και το παράρτημα στην Πανόρμου κι ακόμα να δημιουργηθούν «γωνιές ανάγνωσης» με μικρές συλλογές βιβλίων σε μια σειρά από δημοτικές αθλητικές εγκαταστάσεις κι εντευκτήρια. «Ό, τι κι αν συμβεί στις δημοτικές εκλογές», σύμφωνα με την κ. Χαλκιαδάκη, «ο επόμενος δήμαρχος θα βρει έτοιμο, έστω και στα χαρτιά, ένα σχέδιο πλεύσης».

Κάτι άλλο που έχει συμβεί στο μεταξύ είναι η ανάθεση από τον ΟΠΑΝΔΑ στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων μιας έρευνας για την διαχρονική πορεία της Κεντρικής Βιβλιοθήκης, τα αποτελέσματα της οποίας θ’ ανακοινωθούν σε ειδική ημερίδα τον Απρίλιο.

Υπήρξε, άραγε, ποτέ δήμαρχος που να ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την κεντρική βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας; Θέτω το ερώτημα στη Ζέτα Αντωνοπούλου, προϊσταμένη της αρμόδιας διεύθυνσης. «Σίγουρα» απαντάει, «ο Δημήτρης Μπέης, στη δεκαετία του ’80, εκμεταλλεύτηκε όλη τη συγκυρία για να φέρει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη που ήδη λειτουργούσε ως δανειστική, εκπαιδευμένο προσωπικό, βιβλιοθηκονόμους, και να τη συνδέσει μέσω γεγονότων όπως π.χ το Έτος Παιδιού με την υπόλοιπη κοινωνία. Αντίστοιχο προβάδισμα είχε δώσει στη βιβλιοθήκη και ο πρώτος κατοχικός δήμαρχος, ο καθηγητής Μέρμηγκας, ασφαλίζοντάς την ως δημόσια περιουσία. »

Αξίζει στη σημερινή πρωτεύουσα η βιβλιοθήκη στον σταθμό Λαρίσης; Όχι βέβαια. Κλείνει η ψυχή σου εκεί μέσα, ενώ θα έπρεπε να είναι μια βιβλιοθήκη επιβλητική και φιλική ταυτόχρονα. Όλοι οι φορείς, από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και τη Δημοτική Πινακοθήκη ως την διεύθυνση Ιστορικών Αρχείων, θα έπρεπε να συνεργάζονται περισσότερο για την ανάδειξη των συλλογών τους. Χρειάζεται όμως προσοχή. Το ζητούμενο δεν είναι ένας πολιτισμός του φαίνεσθαι, αλλά ένας πολιτισμός του είναι, της ουσίας».

Μια πολίτης ταγμένη στην υπόθεση της ανάγνωσης, η Άβα Χαλκιαδάκη, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα που παντρεύει την αληθινή ζωή με την τεχνολογία, η Μαριάνθη Λιάπη, και μια ιστορικός που γνωρίζει σε βάθος τις περιπέτειες της κεντρικής δημοτικής βιβλιοθήκης, η Ζέτα Αντωνοπούλου, συντονίζουν εδώ και χρόνια, αθόρυβα, τις δυνάμεις τους για να φτιάξουν κάτι χρήσιμο και ωραίο. Μακάρι να τα καταφέρουν. Ανέκαθεν η Ελλάδα, κάπως έτσι προχωρούσε. Μέσα από μικρά, διαδοχικά θαύματα.

 

Πηγή