Έξι σημαντικά βιβλία της χρονιάς που φεύγει

Τρία ελληνικά και τρία ξένα έργα που ξεχώρισαν στις προτιμήσεις των αναγνωστών, συγκεντρώνοντας εκ παραλλήλου την προσοχή και τον έπαινο των κριτικών.

Σε μερικές ώρες το 2018 φεύγει και το ΑΠΕ-ΜΠΕ διαλέγει για να το αποχαιρετίσει έξι από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς: τρία ελληνικά και τρία ξένα έργα που ξεχώρισαν στις προτιμήσεις των αναγνωστών, συγκεντρώνοντας εκ παραλλήλου την προσοχή και τον έπαινο των κριτικών.

Αρχίζοντας από την ελληνική πεζογραφία, τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (εκδόσεις Μεταίχμιο) του Αλέξη Πανσέληνου δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα ούτε τοιχογραφία μιας περιόδου και κάποιων γενεών. Ο συγγραφέας ξεκινάει από τα τραγούδια και τις μουσικές που ακούγονται αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταγράφοντας επίσης κέντρα διασκέδασης, εμπορικά μαγαζιά, ζαχαροπλαστεία, τυπογραφεία, ταβέρνες και ξενοδοχεία, χωρίς εκ παραλλήλου να παραλείψει δημοφιλή αναγνώσματα, μάρκες τσιγάρων και αστυνομικά περιοδικά, συνδυασμένα με τη μόδα που ντύνει άντρες και γυναίκες ή με τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και τις συνοικίες της.

Και τι αναδεικνύει όλο αυτό το τόσο ετερογενές υλικό; Μα, μιαν Αθήνα που μολονότι εξακολουθεί να βρίσκεται στη μέγγενη του Εμφυλίου, προσπαθεί απεγνωσμένα να ατενίσει την ελπίδα, πλέκοντας το ατομικό και το συλλογικό στην προοπτική ενός ριζικά καινούργιου κόσμου. Ο κόσμος βέβαια αυτός δεν θα ανατείλει ποτέ, αλλά ο Πανσέληνος κεντάει στον καμβά του τα πιο διαφορετικά στοιχεία, δίχως να χάνει ούτε στιγμή τον έλεγχο της οικονομίας του και κατορθώνοντας να μας μεταδώσει το σπουδαιότερο: την αίσθηση της ζωής πάνω στο ακατάπαυστο κύλισμά της.

Ένα μυθιστόρημα γραμμικής ανάπτυξης, αλλά με αντεστραμμένη χρονική φορά (από την εποχή της ωριμότητας προς τα νεανικά, τα εφηβικά και τα παιδικά χρόνια) είναι το «Μπαρόκ» (εκδόσεις Καστανιώτη) της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που χωρίζεται σε πενήντα όχι ιδιαιτέρως εκτεταμένα κεφάλαια. Πολλαπλά και διάσπαρτα στοιχεία ζωής, φέτες καθημερινής πραγματικότητας σε μια μονίμως έκκεντρη πορεία – φερτά υλικά από τη μια στην άλλη ηλικιακή περίοδο, που εμπλέκουν τη συγγραφέα προσωπικά στη δράση: με τις πρώτες εικόνες του κόσμου να γεννιούνται στον νου και τη φαντασία της σαν γλωσσικά σκιρτήματα, με τα πάθη της φιλίας και του έρωτα να την τυραννούν ακατάπαυστα ή με τις μέριμνες για τον άντρα της και το παιδί της να μην τελειώνουν ποτέ.

Το «Μπαρόκ» είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα για την ιστορία και τις ποικίλες μεταμορφώσεις τού εαυτού, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφικό. Αποτελεί περισσότερο ένα αυτομυθιστόρημα ή μια μυθοποιημένη αυτοβιογραφία, όπου το στοίχημα για τον αναγνώστη δεν είναι να διακρίνει τα όρια μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, αλλά να γίνει μάρτυρας του παιχνιδιού που διεξάγεται ανάμεσα στα μνημονικά αποτυπώματα, τη ρευστότητα των αισθημάτων και το πορτρέτο του καλλιτέχνη όπως το χτίζει βήμα προς βήμα η αφήγηση.

Με το «Λεωφορείο. 19 στάσεις» (εκδόσεις Πατάκη), ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη και στη γραμμή 10 που συνδέει τη συνοικία Χαριλάου με τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ο συγγραφέας παρουσιάζει μια σειρά αφηγήσεων που ενοποιούν σε ένα οιονεί μυθιστόρημα την ιστορία της Θεσσαλονίκης (από πολιτικά γεγονότα και μνημεία μέχρι ρυμοτομία και χωροταξία), την αυτοβιογραφία (ο ίδιος είναι Θεσσαλονικιός γέννημα θρέμμα) και τη μυθοπλασία. Ιστορία, βιογραφία και μυθοπλασία παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες στις αφηγήσεις του Σκαμπαρδώνη, μπαίνοντας συνεχώς η μια στο εσωτερικό της άλλης και υποστηρίζοντας και οι τρεις εξίσου αποτελεσματικά τη διπλή ματιά του που θέλει από τη μια να ξεχωρίσει τους συλλογικούς όγκους μιας εποχής (εποχή η οποία ξεκινάει από τη δεκαετία του 1960 και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας) και από την άλλη να αναδείξει την τύχη και την πορεία του ατόμου ανάμεσα στις γραμμές τους.

Και από την ελληνική παραγωγή περνάμε στις μεταφράσεις διάσημων έργων και συγγραφέων και στο μυθιστόρημα του Ίταλο Σβέβο «Η συνείδηση του Ζήνωνα» (μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Αντίποδες). Ο σχεδόν εξηντάχρονος Ζήνων Κοζίνι, επιχειρηματίας από την Τεργέστη, διηγείται τον βίο και την πολιτεία του ύστερα από προτροπή του ψυχαναλυτή του. Και εξιστορώντας τα του εαυτού του, ο Ζήνων θα καταλήξει σε ένα είδος δονκιχωτικής κωμωδίας, όπως παρατηρεί ο Τζέιμς Γουντ στο επίμετρο της έκδοσης (μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς). Όλα όσα θα διαπράξει κατά τη διάρκεια της μυθιστορηματικής δράσης πάσχουν από κάποια στρέβλωση: μια εξωφρενική σχέση με το κάπνισμα, ο σπαρακτικά αστείος θάνατος του πατέρα του, ο απεγνωσμένος του αγώνας να παντρευτεί οποιαδήποτε από τις τρεις αδελφές μιας οικογένειας, ακόμα κι αν αυτή είναι κακάσχημη και αλλήθωρη (όπως είναι εντέλει η συμβία του), η αρρωστοφοβία, η αρρωστομανία και η αρρωστολατρεία του, οι σοφιστικού τύπου ενοχές για τις συζυγικές του απιστίες, η καταστροφική επιχειρηματική του πορεία και η κατά λάθος συμμετοχή του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παρουσία του σε ένα πεδίο μάχης για το οποίο δεν έχει την παραμικρή αίσθηση της πραγματικότητας. Ένας μοντερνισμός που δεν χρειάζεται κάποια υψηλή ή υπερτονισμένη τεχνική προκειμένου να σπάσει γυαλιά ή για να γκρεμίσει τείχη.

Ένα ζώο για το οποίο δεν ξέρουμε το παραμικρό: ποιος είναι ο όγκος και μέχρι πού φτάνει το ύψος του, τι χρώμα έχει το τρίχωμά του, πώς είναι η μουσούδα του, με τι μοιάζουν το κεφάλι και η ουρά του. Αυτό είναι το ζώο που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Το κτίσμα» του Φραντς Κάφκα (μετάφραση και επίμετρο Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, εκδόσεις ‘Αγρα). Το μόνο που μαθαίνουμε για το παράξενο ζώο είναι πως είναι σαρκοφάγο και πως έχει σπουδαίες κατασκευαστικές ικανότητες. Όπως συμβαίνει πάντοτε με τα κείμενα του Κάφκα, ο αφηγητής αποκαλύπτει γρήγορα το μέγεθος της ανασφάλειας που τον βασανίζει, για να του αφαιρέσει εν κατακλείδι και το ύστατο ίχνος αμεριμνησίας: το φάσμα μιας αιφνιδιαστικής και απρόκλητης εισβολής που θα βάλει τέλος στο οικοδομικό του έργο – έργο που δεν αποκλείεται εντέλει να ανήκει σε κάποιον άλλο. Ο Κάφκα έγραψε το «Κτίσμα» λίγο πριν από τον θάνατό του χωρίς να προλάβει να το ολοκληρώσει. Κι έτσι, όμως, το κείμενο δεν χάνει ούτε έναν πόντο από τη δύναμη της υποβολής του – πολλώ δεν μάλλον που τα πάντα παραμένουν μέχρι και την έσχατη αράδα εκκρεμή.

Ο κύκλος κλείνει με το αριστούργημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες «Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα» (μετάφραση Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδόσεις Εστία). Ένα έργο που βρέθηκε πολύ μπροστά από την εποχή του, με δύο ήρωες των οποίων τα ονόματα έφτασαν δια μέσου των αιώνων στα πέρατα του κόσμου. Μια ιστορία που πολλοί θέλησαν να διηγηθούν ξανά και ξανά από την αρχή, δημιουργώντας μια σειρά λογοτεχνικών θρύλων και παραδόσεων οι οποίες ξεπέρασαν κατά πολύ τον τόπο και τον χρόνο του Θερβάντες, Γεννημένος ανάμεσα στην Αναγέννηση και την Αντιμεταρρύθμιση, ο Δον Κιχώτης είναι ένα πρόσωπο που έχει πορευτεί αλώβητο μέχρι τις ημέρες μας: ένας πρωταγωνιστής τόσο μοντέρνος όσο και η δική μας πραγματικότητα, ένας ήρωας στην ταυτότητα του οποίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τόσο τα ιστορικά δεδομένα του καιρού του όσο και την καυτή επικαιρότητα του 21ου αιώνα.

Πηγή, φωτό: ΑΠΕ – ΜΠΕ 

Πηγή