Ποιητικός «τόπος αδέκαστης ουτοπίας»

Στις «Σελίδες Αυτοβιογραφίας» γράφει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος: «Τον Ιούλιο του 1928 ήρθε ένα μήνυμα, που συντάραξε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Ηταν ταυτόσημο με την εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού, που ’χεν αφήσει μια κόκκινη κηλίδα στον κρόταφο του ποιητή, που τον είχα παραδεχθεί περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή της γενιάς του.

Με την εκπυρσοκρότηση εκείνη έμπαινε κ’ η Πρέβεζα στο χώρο της νεοελληνικής γραμματείας, δεμένη με τ’ όνομα του Κ. Γ. Καρυωτάκη». Η εκπυρσοκρότηση όχι μόνο έσπασε το φράγμα του ήχου της νεοελληνικής ποίησης, αλλά αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για την είσοδο της Πρέβεζας στη νεοελληνική γραμματεία. Η πρόσληψη της αυτοκτονίας χωρίς την αναφορά στην Πρέβεζα είναι μια πράξη ημιτελής.

Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην ανθολογία «Η Πρέβεζα στη νεοελληνική ποίηση» φανερώνουν τόσο τη σύνδεση του Καρυωτάκη με την πόλη όσο και την επίμονη διάρκεια της απήχησής του. Το πρώτο —πλην του καρυωτακικού— ανθολογούμενο ποίημα χρονολογείται το 1930.

Είναι το «Πρέβεζα» του Φώτου Γιοφύλλη, γραμμένο μόλις έναν μήνα μετά τη δημοσίευση του ομότιτλου ποιήματος του Καρυωτάκη στη Νέα Εστία. Τα τελευταία, χρονολογικά, ποιήματα έχουν δημοσιευθεί έντυπα ή ηλεκτρονικά το 2017. Από τα εκατόν δέκα ποιήματα της ανθολογίας ελάχιστα είναι εκείνα που δεν αναφέρονται στον Καρυωτάκη ή δεν υπαινίσσονται την αυτοκτονία του· αρκετά μάλιστα απευθύνονται σε αυτόν.

Οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: Η Πρέβεζα ως τόπος αυτοχειρίας γίνεται σύμβολο και πεδίο αναμέτρησης των ποιητών όχι μόνο με τον Καρυωτάκη, αλλά και με τον εαυτό τους. Νοηματοδοτώντας διαφορετικά την αυτοκτονία (πράξη διαμαρτυρίας, πράξη ποιητικής συνέπειας, αποτέλεσμα ανίας σε ένα πνιγηρό περιβάλλον) κάθε ποιητής βλέπει μια προσωπική Πρέβεζα, έτσι που η πόλη μεταμορφώνεται καλειδοσκοπικά· γίνεται τόπος εξορίας ή τιμωρίας, τόπος θανάτου, τελευταίος σταθμός, αλλά και τόπος του «Ουράνιου Κήπου», της «Δευτέρας Παρουσίας», τόπος του ποιητικού θαύματος, τόπος εν τέλει μιας «αδέκαστης ουτοπίας» (σ. 105).

Ταυτόχρονα μετατρέπεται σε σημαινόμενο άλλων πόλεων. Οι στίχοι του Αλέκου Λιδωρίκη (1907-1988) «Αχ! Καρυωτάκη, να ’ξερες κι η Νέα Υόρκη ακόμη / πόσο είναι μια Πρέβεζα παθητική, στυγνή» (σ. 81) συμπυκνώνουν την ποιητική αντιμετάθεση και αποκαλύπτουν το εύρος των συνδηλώσεων της Πρέβεζας.

Η χαρτογράφηση της πόλης έχει αποφέρει πλούσιο υλικό. Το γεγονός ότι πρόκειται για τη δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση της ανθολογίας (η πρώτη του 2001 περιείχε 48 ποιήματα) φανερώνει αφ’ ενός τον αυξητικό ρυθμό με τον οποίο γράφονται ποιήματα με αναφορές στην Πρέβεζα τα τελευταία χρόνια και αφ’ ετέρου τον ερευνητικό ζήλο του ανθολόγου. Στην πραγματικότητα ο τόμος υπερβαίνει το περιοριστικό πλαίσιο μιας ανθολογίας, καθώς περιλαμβάνει σχεδόν κάθε ποίημα με αναφορά στην Πρέβεζα.

Στην «Εισαγωγή» του ο Στέλιος Θ. Μαφρέδας διερευνά την ποιητική προϊστορία της πόλης (που μάλλον ξεκινάει από το «Στόμιον της Πρεβέζης» του Γ. Χ. Ζαλοκώστα), επικεντρώνεται στην είσοδό της στη νεοελληνική λογοτεχνία με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και αποτιμά την ποιητική διάρκειά της μέχρι σήμερα. Χρήσιμες για τον αναγνώστη είναι και οι πληροφορίες του «Προλόγου» του Γ. Παπακώστα για τη συνδικαλιστική δράση του Καρυωτάκη που οδήγησε στη δυσμενή μετάθεσή του στην Πρέβεζα.

Ως προς τον τρόπο ανθολόγησης, έχει επιλεγεί η αλφαβητική σειρά. Πρόκειται για έναν δίκαιο τρόπο, καθώς δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε μείζονες, γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς ποιητές, ούτε σε παλαιότερους και συγχρόνους ή σε ποιητές και ποιήτριες. Χρήσιμος ωστόσο θα ήταν, και θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σε επόμενη έκδοση, ένας χρονολογικός κατάλογος των ποιημάτων.

Θα επέτρεπε να διαπιστώσουμε εύκολα πότε πυκνώνουν τα αναφερόμενα στην Πρέβεζα ποιήματα, αν κάποιες ποιητικές γενιές έλκονται ή συμβάλλουν στη διαμόρφωση του συμβόλου (λ.χ. στην ποίηση της γενιάς του ’70 εντοπίζονται περισσότερες αναφορές από ό,τι σε εκείνη της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς) ή αν τα ποιήματα συναρτώνται με ορισμένες συνθήκες (επέτειοι της αυτοκτονίας, εκδόσεις των ποιημάτων του Καρυωτάκη), αλλά και να παρακολουθήσουμε τον διάλογο που μπορεί να αναπτύσσει ένα ποίημα με προγενέστερό του (λ.χ. το «Οταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες» του Εμπειρίκου αποτελεί υπο-κείμενο για αρκετά μεταγενέστερα).

Από την άλλη, βέβαια, και με δεδομένο ότι ο ανθολόγος παρέχει βιβλιογραφικές πληροφορίες για τα ανθολογούμενα ποιήματα, η αλφαβητική ανθολόγηση δίνει ελευθερία στον αναγνώστη να περιηγηθεί όχι ως απλός τουρίστας αλλά ως εξερευνητής την ποιητική Πρέβεζα, να αναζητήσει τις υπόγειες σχέσεις των ποιημάτων και να ανακαλύψει απροσδόκητες πτυχές, από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κάποιες από τις ενδιαφέρουσες πτυχές της πόλης αποτυπώνονται στις σπάνιες χρωμολιθογραφίες, οι οποίες κοσμούν την ανθολογία. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια που συμπληρώνει την άρτια, και τυπογραφικά, έκδοση του Ιδρύματος Ακτία Νικόπολις.

Πηγή