Κώστας Καρυωτάκης: 122 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου ποιητή και πεζογράφου

Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου 1896, γεννιέται ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης. Ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή της γενιάς του ’20.

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σάν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα τό βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη,
στούς δρόμους ευωδιά.
Καί στήν καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στά χέρια τό παλτό,
στανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη,
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θάλεγες τήν ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τά ποιήματα,
βάρος περιττό.

Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δέν ξέρω κάν γιατί μας ήρθε
τό καλοκαίρι αυτό.
Γιά ποιάν ανέλπιστη χαρά,
γιά ποιές αγάπες,
γιά ποιό ταξίδι ὀνειρευτό.

Ποιητής και πεζογράφος, απ’ τους σημαντικότερους της γενιάς, που με το έργο του, την “βασανισμένη” του προσωπικότητα, τον σύντομο αλλά «έντονο» βίο μέχρι την ημέρα που πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του, δημιούργησε τρανό μύθο γύρω απ’ τ’ όνομά του και επηρέασε τους ποιητές στις μετέπειτα γενιές  (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος κ.α.).

Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια.

KOSTAS KARYOTAKHS 3

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από τα Χανιά, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά (1911-1913) απ’ όπου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με βαθμό «λίαν καλώς».

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Το 1914 ο Κώστας Kαρυωτάκης μετακομίζει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 αποκτά πια το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής ακόμα στο Β΄έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη.

Αφού αποφοίτησε,, επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε, αρχικά, στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, για να βρίσκεται και κοντά στην οικογένεια του που έμενε εκεί, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Δεν του άρεσε καθόλου η δουλειά του και απεχθανόταν την κρατική γραφειοκρατία, γεγονός στο οποίο οφείλονταν και οι συνεχείς μεταθέσεις του. Στο τέλος,, για ν’ αποφύγει τις μεταθέσεις απ’ τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.

Το 1920 ο Κώστας Καρυωτάκης γνωρίζει την επίσης χαρισματική, αλλά και «καταραμένη» ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη (1/4/1902 – 29/4/1930), η οποία τον ερωτεύεται. Η σχέση τους δεν κρατά για πολύ. Μόλις ο Κώστας Καρυωτάκης μαθαίνει οτι νοσεί από σύφιλη, αρρώστια τότε ανίατη η οποία αποτέλουσε κοινωνικό στίγμα, ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν. Πληροφορίες αναφέρουν πως η Πολυδούρη τού είχε προτείνει να παντρευτούν, ωστόσο αυτός αρνήθηκε με τη αιτιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμιά γυναίκα». Τη νόσο την περιγράφει ο Καρυωτάκης χαρακτηριστικά στο ποίημά του Ωχρά Σπειροχαίτη, που είναι το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη.

Η ίδια η Πολυδούρη σε επιστολή της σε φίλη της αναφέρει για τον Καρυωτάκη: «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο». 

Τον Φεβρουάριο του 1928 παίρνει απόσπαση για την Πάτρα και λίγο αργότερα για την Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αποδεικνύει την γενικότερη ψυχολογική του διάθεση για τη ζωή στην επαρχία και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας.

KOSTAS KARYOTAKHS 4

Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα και κατοικούταν τη δεκαετία του ’90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη (Πόπη), σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη, η οποία έχει πεθάνει και σήμερα κατοικείται από άλλους απογόνους. Η σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη είχε δηλώσει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερε ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξε».

Επίσης δήλωσε ότι «Είχε τρία κουστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα». Λέγεται ότι «ο Καρυωτάκης ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων».

Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιγράφει ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν.

Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν.

Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά.

KOSTAS KARYOTAKHS 7

Η τελευταία επιστολή

Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική. Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι. Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαιτοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.

KOSTAS KARYOTAKHS 6

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.