Ξένο διαβατήριο, ελληνική καρδιά

Από την Τασούλα Επτακοίλη

Γεννιέσαι Ελληνας ή γίνεσαι; Διαβάζοντας τις ιστορίες της Τζέρολιν Μόρισον, της Μαρίνας Σκουρόβα και του Γκάρεθ Οουενς δεν θα δυσκολευτείτε να απαντήσετε. Ηρθαν στη χώρα μας… παρεμπιπτόντως από τις πατρίδες τους –τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ουκρανία– και έμειναν, αναπτύσσοντας δεσμούς όχι επιπόλαιους και περιστασιακούς, αλλά βαθείς και ουσιαστικούς. Εκαναν την Ελλάδα πατρίδα τους. Και οι τρεις μιλούν με αγάπη και θαυμασμό για τη δεύτερη πατρίδα τους. Οχι μόνο για το αρχαίο κάλλος και την αίγλη του παρελθόντος της, αλλά και για το σήμερα: για τη ζεστασιά και τον αυθορμητισμό των κατοίκων της, για το ήθος, την ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη που δείχνουν προς τον συνάνθρωπο. Γιατί «η φιλοξενία των Ελλήνων είναι αντίδοτο στην ξενοφοβία», όπως λέει ο γλωσσολόγος Γκάρεθ Οουενς, ο οποίος ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης και μελετά τα μυστικά του δίσκου της Φαιστού.

ΜΑΡIΝΑ ΣΚΟΥΡOΒΑ, Ουκρανή: «Υπέροχος αυθορμητισμός, συγκινητική αλληλεγγύη»


«Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να καταλάβω όσα συνέβαιναν στο ελληνικό πανεπιστήμιο: τις απεργίες, τις καταλήψεις, τις συνεχείς αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών», λέει η Μαρίνα Σκουρόβα.

Στο σπίτι της η Ελλάδα ήταν κατά κάποιον τρόπο πάντα «παρούσα». Ο πατέρας της, Βλαδίμηρος Σκουρόφ, διπλωμάτης καριέρας και βυζαντινολόγος, πάντα της μιλούσε με θαυμασμό και αγάπη για τη χώρα μας. Οταν εκείνος διορίστηκε στην πρεσβεία της Ουκρανίας στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν εδώ οικογενειακώς, η 16χρονη τότε Μαρίνα συνειδητοποίησε ότι δεν υπερέβαλε στις τόσο ενθουσιώδεις περιγραφές του.

Μαθαίνοντας, λοιπόν, για τις υποτροφίες που έδινε σε αλλοδαπούς το υπουργείο Παιδείας, για σπουδές σε ελληνικά πανεπιστήμια, έκανε αίτηση. «Oμως, όταν ήρθαν τα καλά νέα, ότι δηλαδή είχα γίνει δεκτή, η θητεία του πατέρα μου είχε λήξει, βρισκόμασταν σε μια άλλη χώρα και έπρεπε να επιστρέψω ολομόναχη στην Αθήνα, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Δεν ήταν εύκολη απόφαση», λέει η Μαρίνα Σκουρόβα. Αλλά την πήρε. «Λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, από παιδί κάθε τόσο ξεριζωνόμουν και καθώς ταξιδεύαμε από χώρα σε χώρα όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή: να ξανασυστηθώ στο καινούργιο μου σχολείο, να εγκλιματιστώ σε ένα διαφορετικό σχολείο, να γνωρίσω νέους φίλους. Δεν άντεχα άλλο τις μετακινήσεις, αποζητούσα τη σταθερότητα. Επέλεξα, λοιπόν, την Ελλάδα. Για τη ζωντάνια της, για τη ζεστασιά των ανθρώπων της, για τον ήλιο, τη θάλασσα και τον γαλάζιο ουρανό που είναι για όλους…».

Την πρώτη χρονιά, η νεαρή Ουκρανή παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική, ώστε να πάρει το πτυχίο ελληνομάθειας και να συνεχίσει τις σπουδές της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Το πήρα με ένα περήφανο 7. Με τη σιγουριά, λοιπόν, ότι κατείχα σε ικανοποιητικό βαθμό τη γλώσσα, πήγα στο πρώτο μάθημα του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Βγήκα από το αμφιθέατρο απελπισμένη: από όσα είχα ακούσει είχα καταλάβει μόνο τα άρθρα και τη λέξη “διάλειμμα”», λέει γελώντας σε άψογα, πια, ελληνικά. Δεν το έβαλε κάτω. Δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή να τα παρατήσει. «Πέρασα αμέτρητες ώρες στη βιβλιοθήκη της σχολής, για να μπορέσω να αντεπεξέλθω. Τελικά, αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να καταλάβω όσα συνέβαιναν στο ελληνικό πανεπιστήμιο: τις απεργίες, τις καταλήψεις, τις συνεχείς αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών».

Με το πτυχίο του Παντείου, η Μαρίνα Σκουρόβα εργάστηκε αρχικά στον χώρο των εκδόσεων. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στην κοινωφελή οργάνωση «Ιδρυμα Μπούμπουρα», που έχει σημαντική δράση στην Ελλάδα και στην Ουκρανία. «Χαίρομαι που έτσι μπορώ να προσφέρω και στις δύο πατρίδες μου», εξηγεί η ίδια. «Πατρίδα μου είναι πια και η Ελλάδα. Ο σύζυγός μου είναι Ελληνας, τα παιδιά μας μιλούν και τις δύο γλώσσες και θέλω να έχουν τις αρετές σας: οι Ελληνες είστε μεν φωνακλάδες και οξύθυμοι, αλλά ο αυθορμητισμός σας είναι υπέροχος. Επίσης, μέσα στην κρίση, παρά τα προβλήματα, είδα την αλληλεγγύη σας προς τον συνάνθρωπο. Είναι πολύ συγκινητική και καθόλου αυτονόητη σε άλλες χώρες…».

ΓΚΑΡΕΘ ΟΟΥΕΝΣ, Βρετανός: «Ηρθαμε στην Κρήτη για τα παιδιά»

«Ηρθαμε στην Κρήτη για τα παιδιά»


«Με τους Κρητικούς δέσαμε από την πρώτη μέρα. Δεν έχω κανένα παράπονο – εκτός από το ότι με το που θα πω “καλημέρα” τους ακούω να λένε: “Α, Εγγλέζος είναι αυτός”. Κουβαλάω πάντα τη βρετανική προφορά μου, βλέπετε», λέει ο Γκάρεθ Οουενς.

«Καλησπέρα απ’ επαέ», με χαιρετά από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, από το Γραφείο Διεθνών Σχέσεων του ΤΕΙ Κρήτης, όπου εργάζεται ως συντονιστής του προγράμματος Erasmus+. Tην αγαπά τη δουλειά του. «Εχω πίστη στη νέα γενιά. Αν δώσουμε στους νέους διεθνή εκπαίδευση, θα δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο».
Το 1988, φοιτητής με μακριά μαλλιά και γενειάδα, έφτασε στην Κρήτη για να πάρει μέρος σε μια ανασκαφή στο Ρέθυμνο. Και πριν από λίγες μέρες, γιόρτασε τα τριάντα του χρόνια στη χώρα μας «σε ένα μεγάλο πάρτι με συγγενείς, φίλους και σύντεκνους», όπως με ενημερώνει γελώντας ο Γκάρεθ Οουενς. Η τούρτα που είχε παραγγείλει για την περίσταση η Κρητικιά σύζυγός του, Κάλλια, είχε το σχήμα της Μεγαλονήσου!

Είναι ερευνητής γλωσσολόγος με ειδικότητα στη μινωική γραφή. Με καταγωγή από την Ουαλλία, γεννήθηκε στο Λονδίνο («στο ίδιο μαιευτήριο με τον Μικ Τζάγκερ»). Οταν ήταν 14 ετών, ένας καθηγητής του, που είχε περάσει τον μήνα του μέλιτος στην Κρήτη, έφερε στην τάξη ένα αντίγραφο του Δίσκου της Φαιστού, που είχε αγοράσει ως σουβενίρ. «Μας είπε ότι η επιγραφή του είναι άλυτος γρίφος. Και φυσικά τότε δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ ότι κάποτε θα αφιέρωνα δέκα χρόνια από τη ζωή μου προσπαθώντας να λύσω αυτόν τον γρίφο…».
Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαία Ιστορία στο University College London και στη συνέχεια απέκτησε μάστερ στην Ελληνική Φιλολογία και Αρχαιολογία αλλά και στη Φιλοσοφία. Σε εκείνη την ανασκαφή στο Ρέθυμνο έμελλε να γνωρίσει τη σημερινή σύζυγό του. «Είδα μια όμορφη κοπέλα που κοσκίνιζε το χώμα, την κάλεσα για καφέ και σήμερα έχουμε δύο παλικάρια», λέει. Ομως, δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ζούσαν στην Κρήτη. «Μείναμε για λίγο στο Λονδίνο αλλά συνειδητοποίησα ότι ήθελα τα παιδιά μας να μεγαλώσουν στην Ελλάδα. Με τους Κρητικούς δέσαμε από την πρώτη μέρα· άλλωστε η Κρήτη και η Βρετανία έχουν παραδοσιακά καλές σχέσεις. Δεν έχω κανένα παράπονο – εκτός από το ότι με το που θα πω “καλημέρα” τους ακούω να λένε: “Α, Εγγλέζος είναι αυτός”. Κουβαλάω πάντα τη βρετανική προφορά μου, βλέπετε».

«Εχουμε διαβάσει το 99%»

Το 2004, ο Γκάρεθ έλαβε διδακτορικό τίτλο στη Γλωσσολογία από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκτοτε αφοσιώθηκε στη μελέτη του Δίσκου της Φαιστού, της πιο γνωστής μινωικής επιγραφής, που χρονολογείται πιθανότατα στον 17ο αι. π.Χ. Συνεργάζεται με τον καθηγητή Φωνητικής στην Οξφόρδη, Τζον Κόουλμαν. «Εχουμε διαβάσει το 99% των ιερογλυφικών συμβόλων του και μπορούμε να ερμηνεύσουμε το 50% αυτών. Πρόκειται για θρησκευτικό κείμενο που πιθανότατα έχει σχέση με την υγεία και μιλάει για μια έγκυο θεότητα. Ισως το τραγουδούσαν οι γυναίκες όταν γεννούσαν. Σκοπός μας είναι να κάνουμε τον Δίσκο της Φαιστού να “μιλήσει” ξανά», τονίζει.

ΤΖΕΡΟΛΙΝ ΜΟΡΙΣΟΝ, Αμερικανίδα: «Το πολύτιμο μάθημα του ethos»


«Θαυμάζω τον βαθύ σεβασμό των Ελλήνων προς τον άνθρωπο, το πώς αγκαλιάζουν τους πρόσφυγες στα νησιά του Αιγαίου», λέει η Τζέρολιν Μόρισον.

Γεννήθηκε στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ. Το 1997 βρέθηκε για πρώτη φορά στην Κρήτη, προκειμένου να δουλέψει ως κεραμίστρια ανασκαφών στο πλευρό της αρχαιολόγου Τζένιφερ Μούντι. Αποφάσισε όχι μόνο να κάνει μεταπτυχιακό στην ανθρωπολογία και διδακτορικό στην αρχαιολογία, ως υπότροφος του Ιδρύματος Φουλμπράιτ, αλλά και να ζήσει μόνιμα στο νησί. «Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Κρήτη», λέει. «Ομως, σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι ήταν σαν να άνοιξε μια πόρτα μπροστά μου. Επρεπε να την περάσω. Μετά μια άλλη, και ούτω καθεξής. Πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, είχα διανύσει μια μεγάλη απόσταση, είχα κερδίσει γνώσεις και εμπειρίες. Και νιώθω ευλογημένη γι’ αυτό», λέει η Τζέρολιν Μόρισον.

Εγκατεστημένη πλέον στην Ιεράπετρα, η Αμερικανίδα αρχαιολόγος και ανθρωπολόγος μελετά τη μινωική γαστρονομία και στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Minoan Tastes», που ξεκίνησε το 2012 στο Λασίθι από μία ομάδα αρχαιολόγων, αγγειοπλαστών και μαγείρων και απευθύνεται σε ντόπιους και ξένους επισκέπτες, μαγειρεύει σε πήλινα αγγεία αντίγραφα μινωικών φαγητά εμπνευσμένα από το παρελθόν, δημιουργώντας γαστρονομικές εμπειρίες.

Tι τη δυσκόλεψε αρχικά στο να εγκλιματιστεί; «Η αβεβαιότητα: αυτό είναι το χειρότερο αλλά και το καλύτερο στο να ζεις στην Ελλάδα. Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω, όμως, τη θετική πλευρά της: ποτέ δεν μπορείς να προγραμματίσεις, ποτέ δεν ξέρεις πώς θα πάει η μέρα σου κι αυτές οι απροσδόκητες καθημερινές “ανατροπές” σε κάνουν πιο δημιουργικό, πιο γενναίο, τελικά!», εξηγεί.

Και τι την έκανε να αγαπήσει τόσο τη χώρα μας; «Κυρίως οι άνθρωποί της. Είναι ζεστοί, αυθεντικοί, με πάθος για ό,τι κάνουν. Αλλά αυτό που θαυμάζω πιο πολύ είναι ο βαθύς σεβασμός των Ελλήνων προς τον άνθρωπο, η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη τους. Το πώς αγκαλιάζουν τους πρόσφυγες στα νησιά του Αιγαίου. Το ethos και η philoxenia δεν είναι απλώς λήμματα στο λεξικό. Είναι το πολύτιμο μάθημα που δίνει στον κόσμο η Ελλάδα. Κι είμαι περήφανη που αποτελώ πια κι εγώ ένα μικρό “κομμάτι” της».

Οι συνταγές

Της ζητώ να μου πει πώς προκύπτουν οι συνταγές του «Minoan Taste». «Ο μινωικός πολιτισμός ήταν προϊστορικός, συνεπώς δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες σχετικές με το φαγητό», λέει η Τζέρολιν Μόρισον. «Χάρη στα ανασκαφικά ευρήματα γνωρίζουμε τι έτρωγαν οι Μινωίτες και πώς μαγείρευαν, αλλά έχουμε περιορισμένη γνώση για το ποιες ήταν οι κοινωνικές συνήθειες και τα έθιμα σε σχέση με το φαγητό. Οι συνταγές που φτιάχνουμε βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία αλλά έχουν προκύψει με δημιουργική σκέψη και φαντασία». Από τα υλικά που χρησιμοποιεί ποιο αγαπά περισσότερο; «Τα μυρωδικά. Τη ρίγανη, το θρούμπι και το φασκόμηλο, με την υπέροχη γεύση του, τόσο δυνατή και αναζωογονητική. Και τον παραδοσιακό ξινόχοντρο. Για μένα δεν είναι απλώς ένα υλικό. Είναι φορέας Ιστορίας».