O μεγάλος περίπατος της Ακρόπολης

O αρχιτέκτονας Δημήτρης Διαμαντόπουλος, πρωτεργάτης και βασικός δημιουργός της μελέτης για την πεζοδρόμηση και την ανάπλαση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και της Αποστόλου Παύλου, μοιράζεται μαζί μας τις αναμνήσεις αυτής της ιδιαίτερης «περιπέτειας»

Από τον Δημήτρη Διαμαντόπουλο

Ο Αρχιτέκτων Αλέξανδρος Φωτιάδης, στη δεκαετία του ’80, ήταν ο οραματιστής που στις μέρες μας επανέφερε με σθένος την πρότασή για την ενοποίηση των κατακερματισμένων αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας και τη δημιουργία του μεγάλου και συνεχόμενου Αρχαιολογικού Πάρκου, που θα αναδείκνυε την ιστορία μας αλλά και τη σύγχρονη πόλη.

Το αυτονόητο αίτημα, που υπήρχε από την εποχή του πρώτου σχεδιασμού της Αθήνας από τους Κλεάνθη και SHAUBERΤ, παρά τις πολλές επιφυλάξεις για το κυκλοφοριακό, βρήκε απήχηση στον κόσμο και την πολιτική ηγεσία και με την προοπτική των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και τη δυνατότητα χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και άρχισε να υλοποιείται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 από το υπουργείο Πολιτισμού, που προκήρυξε και ανάθεσε 6 μελέτες για την Ανάπλαση των 6 αντίστοιχων μεγάλων αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Παράλληλα το ΥΠΕΧΩΔΕ προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη μελέτη των ενδιάμεσων δημόσιων κοινόχρηστων χώρων και την πεζοδρόμηση των δρόμων που βρίσκονται γύρω από την Ακρόπολη των Αθηνών.

 Ίσως η πιο συγκινητική φάση του έργου ήταν όταν διώχθηκαν τα αυτοκίνητα και τα πούλμαν που δημιουργούσαν ένα φρικτό σιδερένιο οπτικό φράγμα, όταν ξηλώθηκε η άσφαλτος, όταν αίφνης είδαμε το χώμα να εκτείνεται από το ροδαλό, ξεπλυμένο από τη βροχή Βράχο της Ακρόπολης μέχρι τις όψεις των κτιρίων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τα αρχαία να αποκαλύπτονται στα μάτια μας.

Το έργο δηλαδή, με το οποίο θα γινόταν πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος της ενοποίησης, καθώς οι οδοί Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου, δρόμοι που είχαν βαριά διαμπερή κυκλοφορία ανάμεσα στο νότιο και το βορειοδυτικό τμήμα της πόλης (στους οποίους στάθμευαν και τα εκατοντάδες πούλμαν), αποτελούσαν ένα βάναυσο στοιχείο κατακερματισμού και υποβάθμισης ανάμεσα στους αρχαιολογικούς χώρους των κλιτύων της Ακρόπολης και της Αρχαίας Αγοράς καθώς και αυτούς που βρίσκονται στην άλλη όχθη τους λόφου της Πνύκας και του Φιλοπάππου.

Είχαν περάσει 60 χρόνια από τότε που με την κατεδάφιση μιας συνοικίας της Αθήνας έγιναν οι εργασίες ανάδειξης της Αρχαίας Αγοράς και 40 χρόνια από τότε που ο Πικιώνης είχε κατεβάσει τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου που εφάπτονταν παλαιότερα στο Ηρώδειο στη σημερινή της θέση και είχε κατασκευάσει με πρωτόγνωρο, για τα τότε και πολύ περισσότερο για τα σημερινά ελληνικά δεδομένα τρόπο, με απαράμιλλη κατασκευαστική σοφία, ποίηση και μαστοριά, και με καθημερινή όμως αυτεπιστασία από τον ίδιο και τους στενούς του συνεργάτες αλλά και τους καλύτερους πετράδες που υπήρχαν τότε, το χειροποίητο έργο των προσβάσεων προς τα προπύλαια, το Άνδηρο του Φιλοπάππου, καθώς και τα έργα στην εκκλησία του Αγ. Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη.

Μονομαχία με το αδύνατο

Το έργο αυτό που μπόρεσε να το κάνει όπως αυτός ήθελε, επειδή ο τρόπος που το δούλευε, ηθελημένα, δεν έδινε την δυνατότητα να δημοπρατηθεί ώστε να αναλάβουν την υλοποίησή του εργολαβικές εταιρείες, όπως γίνεται σήμερα, είχε και θα έχει παγκόσμια αναγνώριση στον αιώνα τον άπαντα.

Έτσι, όπως λέει και η ποιήτριά μας η Κική Δημουλά, εγώ και οι συνεργάτες μου αποφασίσαμε να αποτολμήσουμε τη μονομαχία με το αδύνατο, αποτολμήσαμε με δέος να μπούμε σε αυτό τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό , όπου δεν θα πείραζε εάν δεν τον κερδίζαμε, θα ήταν όμως διά βίου όνειδος αν το κερδίζαμε και κάναμε οτιδήποτε ανάξιο του χώρου.

Προσωπικά, κοντά στο δέος, υπήρχε όμως και το όνειρο ότι αν κέρδιζα αυτόν τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, για ένα μεγάλο διάστημα στα επόμενα χρόνια της ζωής μου θα δούλευα για ό,τι πιο ουσιαστικό και σπουδαίο θα μπορούσε να υπάρχει, για έναν Έλληνα αρχιτέκτονα και όχι μόνο. Θα δούλευα έχοντας μπροστά στα μάτια μου και μέσα στη σκέψη αδιάλειπτα αυτό το μοναδικό για την ανθρωπότητα, ιστορικό και φυσικό τοπίο.

Το όραμα αυτό, μαζί με τη συναρπαστική κατάδυση στην ιστορία του χώρου, γεγονός που συνιστούσε προσωπική αποκρυπτογράφηση, ήταν αυτό που έδινε τη δύναμη και την αντοχή να ξεπεράσουμε την κόπωση από τις ατελείωτες ώρες εργασίας που απαιτούνταν για να καταλήξουμε σε προτάσεις που θα βρίσκονταν στο ύψος των περιστάσεων.

 Ποιες ήταν αυτές;

• Να αποκατασταθεί η ενότητα του αρχαιολογικού ιστορικού τοπίου.
• Να αποκατασταθεί η ενότητα του φυσικού τοπίου.
• Να αποκατασταθεί η ενότητα και η αρμονική διαπλοκή των παραπάνω με το δημόσιο πολεοδομικό χώρο, τον ιστό της πόλης και την καθημερινή ζωή των πολιτών.
• 
Ο χώρος να προτρέπει τον επισκέπτη σε στοχασμό και περισυλλογή για την ανάγνωση και κατανόηση της ιστορίας του τόπου μας.
• Βασική αρχή του σχεδιασμού ήταν το ότι οτιδήποτε γίνονταν θα έπρεπε να μην τραβάει το μάτι από το τοπίο και τα αρχαία, να μη γίνει τίποτα που να ικανοποιεί αρχιτεκτονικές ματαιοδοξίες.
• Οι αρχαιότητες που βρίσκονται θαμμένες κάτω από την επιφάνεια του δρόμου να αναδειχθούν και σε κάθε περίπτωση να επισημαίνονται στην επιφάνεια των διαμορφώσεων.
• Φυσικά, μαζί με αυτούς τους ωραίους, ευγενικούς και φιλόδοξους στόχους, έπρεπε να αντιμετωπισθούν άπειρα άλλα λειτουργικά, τεχνικά, κατασκευαστικά και διαδικαστικά προβλήματα.

Οι διαμορφώσεις της διαμόρφωσης

Το έργο δεν θα γινόταν πραγματικότητα αν δεν είχε ιδρυθεί από το ΥΠΕΧΩΔΕ και το ΥΠΠΟ η Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων (ΕΑΧΑ) και εάν η διοίκηση της ΕΑΧΑ, μαζί με τον τότε πρόεδρό της, τον Γ. Καλαντίδη, δεν είχε την αποφασιστικότητα να παρακάμψει τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις και να ξεκινήσει την υλοποίηση του έργου. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρισθεί.

Δυστυχώς όμως, οι ίδιοι άνθρωποι, προκειμένου το έργο να εγκαινιασθεί γρήγορα (το 2001 και ενώ υπήρχε χρόνος μέχρι το 2004) δεν επέτρεψαν την πλήρη υλοποίησή του, όπως προβλεπόταν στις μελέτες, αποφεύγοντας τις διαμορφώσεις εκείνες που ήταν κάπως πιο δύσκολες και απαιτητικές ή που περιελάμβαναν και μικροαπαλλοτριώσεις για να διευρυνθούν οι αδόμητοι χώροι και να αναδειχθούν θαμμένες αρχαιότητες, ακριβώς αυτές δηλαδή που θα αναδείκνυαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του χώρου, φέρνοντας τις αρχαιότητες σε αμεσότερη επαφή με τον περιπατητή.

Τέτοιες διαμορφώσεις, μεταξύ άλλων, προβλέπονταν στη διασταύρωση Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Παρθενώνος (οικία Πρόκλου), στη διασταύρωση Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Προπυλαίων, απέναντι από το Ηρώδειο, όπου θα αναδεικνύονταν πανέμορφα ψηφιδωτά δάπεδα, στο παρκάκι απέναντι από το κέντρο Διόνυσος, εκεί που παλαιότερα κατεδαφίστηκε η οικία του Ζωγράφου Παρθένη και που σήμερα λίγο παραπέρα μια πεπαλαιωμένη μικρή πολυκατοικία που επρόκειτο να κατεδαφισθεί για να αδειάσει ο χώρος και να ανασάνει το άλσος, αντιθέτως μετατράπηκε σε τουρκομπαρόκ, χλιδάτη βίλα με roof garden, με πρώτο πλάνο θέας στην πίστα των Αρχαίων!

Ανάλογα δεν τολμήθηκαν οι μικροαπαλλοτριώσεις που προβλέπονταν για να ενοποιηθεί οπτικά ο λόφος της Πνύκας με την πρόσβαση από την Αρχαία Αγορά.

Αναπολώντας τον Πικιώνη

Ίσως η πιο συγκινητική φάση του έργου ήταν όταν διώχθηκαν τα αυτοκίνητα και τα πούλμαν που δημιουργούσαν ένα φρικτό σιδερένιο οπτικό φράγμα, όταν ξηλώθηκε η άσφαλτος, όταν αίφνης είδαμε το χώμα να εκτείνεται από το ροδαλό, ξεπλυμένο από τη βροχή Βράχο της Ακρόπολης μέχρι τις όψεις των κτιρίων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τα αρχαία να αποκαλύπτονται στα μάτια μας.

Ήταν τότε που ήθελα, αναπολώντας τον Πικιώνη, να έχω την εξουσία να σταματήσω τους αμείλικτους ρυθμούς της εργολαβίας για να έχουμε τον χρόνο να αναθεωρήσουμε τα σχέδιά μας. Ήταν τότε που είπα, παραμερίζοντας όλες τις άλλες παραμέτρους, τι ωραία που θα ήτανε να έμενε το τοπίο έτσι!

Αλλά οι ρυθμοί της κάθε εργολαβίας είναι αμείλικτοι! Πολλές φορές μετά από αυτό αναλογίστηκα ότι είναι σωστότερο αυτού του είδους τα έργα να εκτελούνται διαφορετικά. Με ρυθμούς και διαδικασίες που επιτρέπουν την αναπροσαρμογή της μελέτης στα ευρήματα, ακόμα και στη φάση της κατασκευής. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, είχαμε την πρόνοια να επιλέξουμε αναστρέψιμες κατασκευές όπως π.χ. το λιθόστρωτο που εύκολα αφαιρείται, έτσι ώστε στο μέλλον να μπορούν να γίνουν εύκολα τέτοιες αναπροσαρμογές.

Με συγκίνηση θυμάμαι τις δεκάδες των αλλοδαπών (στην πλειοψηφία τους) μαστόρων, που υπομονετικά μέσα στον καύσωνα έστρωναν με προσοχή τα λιθαράκια και τα πλακόστρωτα, τους αλλοδαπούς λιθοξόους που φιλότιμα δούλευαν χειροποίητα τις επιφάνειες της πέτρας. Όλοι αυτοί μπορεί να μην ήξεραν πολλά για τον τόπο μας, αλλά είχαν καταλάβει ότι το έργο τους αυτό θα το δούνε εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο και πάσχιζαν να το κάνουνε καλύτερα κάτω από την αμείλικτη πίεση που είχαν για να τελειώνουν. Πού να είναι σήμερα άραγε όλοι αυτοί;

Περιστατικά

Θυμάμαι ακόμα, όταν το έργο τελείωσε πήγαινα συχνά να δω πώς το ζει ο κόσμος. Ένα βράδυ περπατούσα πίσω από δύο νέους και μια κοπέλα, που σουλατσάρανε σχολιάζοντας:
– Τι ωραία που είναι…

- Και να σκεφτεί κανείς ότι εδώ πριν από δύο τρία χρόνια ήταν κάργα αυτοκίνητα.
– Σκέψου «καφρίλα».

Θυμήθηκα όλους εκείνους, που, πριν αρχίσει το έργο, έλεγαν ότι είναι ουτοπικό και το γνωστό τροπάρι «και πού θα πάνε τα αυτοκίνητα;» και πήρα κουράγιο για όλη μου τη ζωή.

Τρέμω διαβάζοντας ότι τα πούλμαν των επισκεπτών του Νέου Μουσείου θα διέρχονται από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου προκειμένου να αποβιβάζουν τους τουρίστες. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος του πεζόδρομου θα πάψει να είναι πραγματικός πεζόδρομος – δυστυχώς ήδη έχει πάψει, καθώς μπροστά στα μάτια ασυνείδητων αστυνομικών, από καιρό κυκλοφορούν ανενόχλητα κάθε λογής τροχοφόρα.

Φοβάμαι ακόμα ότι ο δρόμος, αν συμβεί αυτό, θα καταστραφεί, διότι η υποδομή του δεν είναι κατάλληλη για τέτοιου είδους βαριά χρήση.

Εύχομαι λοιπόν να αποτραπεί αυτό το κακό.

Θέλω ακόμα να ελπίζω ότι το έργο της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων που δεν έχει ολοκληρωθεί, θα συνεχισθεί. Υπάρχουν πολλά ακόμα να γίνουν. Άλλα που προβλέπονται στις μελέτες μας και άλλα που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα. Το έργο χρειάζεται ένα δικό του Οργανισμό, που θα το διαχειρίζεται και θα το συντηρεί σωστά και δεν θα φυτεύει π.χ. πανσέδες εκεί που επέτρεψε να ξεραθούν τα επιλεγμένα φυτά τις αρχαίας χλωρίδας.

Είναι έργο που αξίζει κάθε θυσία και που όμως την ανταποδίδει στο πολλαπλάσιο.

Τέλος, δυο λόγια ακόμα για τα κτίρια που είναι μπροστά στο μουσείο και που έχουν προκαλέσει τόσες συζητήσεις. Το εάν αυτά πρέπει να διατηρηθούν δεν είναι τόσο πολύ για την αρχιτεκτονική τους ποιότητα όσο για το ότι συμβάλλουν καθοριστικά στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του πολύ ιδιαίτερου μετώπου της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εάν φύγουν, το μέτωπο αυτό θα αποδυναμωθεί πάρα πολύ. Εξάλλου, δεν βλάπτει το νέο κτίριο να είναι και λίγο κρυμμένο.

Info:

Η αρχιτεκτονική μελέτη εκπονήθηκε από τους: Πλειάς – Δημήτρης Διαμαντόπουλος & Συνεργάτες Μελετητές ΕΠΕ. Δημήτρης Διαμαντόπουλος, Ορέστης Βιγγόπουλος, Κατερίνα Γκιουλέκα, Αναστάσιος Ζέρβας, Καλλιρόη Παλύβου, Μαρία Καλτσά.

Ειδικός Σύμβουλος: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου Βενέτας, καθηγητής αρχιτέκτων-πολεοδόμος/υπέυθυνος έργου στην ΕΑΧΑ: Ν. Γαλάνη, αρχιτέκτων.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της LIFO στην Ακρόπολη το 2009

Πηγή