Στέφανος Ροζάνης: «Ζήστε! Αυτό είναι επαναστατικό»

Του Γιάννη Πανταζόπουλου

Μια συζήτηση με τον συγγραφέα και καθηγητή φιλοσοφίας, γνωστό με το προσωνύμιο «αναρχικός φιλόσοφος», για την οικονομική κρίση, την παιδεία, τα social media, τον αναρχισμό, τα Εξάρχεια, τη ζωή, τον έρωτα και την αγάπη

Το καλοκαιρινό απόγευμα στη Βάρκιζα είναι ιδιαίτερα ζεστό και υγρό. Την ησυχία διαταράσσουν μόνο οι ήχοι των τζιτζικιών. Σε μικρή απόσταση από την παραλία βρίσκεται το διαμέρισμα του καθηγητή Φιλοσοφίας, συγγραφέα και διανοούμενου Στέφανου Ροζάνη. Εκεί, στο θερινό τους καταφύγιο, με υποδέχεται με τη σύζυγό του Ρεβέκκα. Ελάχιστα λεπτά πριν φτάσουμε, ο καθηγητής διάβαζε ένα βρετανικό λεξικό τέχνης, ενώ δίπλα του, στο τραπέζι του μπαλκονιού, μια ασημένια ταμπακιέρα συνοδεύει την πολύχρονη, «αγαπημένη» συνήθεια του καπνίσματος.

Ο Στέφανος Ροζάνης σπούδασε Μαθηματικά και Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και Φιλοσοφία στο Καθολικό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Αργότερα, δίδαξε Φιλοσοφία σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπως το Βερολίνο και η Βηρυτός, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόνης. Επιπλέον, για δέκα χρόνια δίδασκε στο τμήμα Μέσων Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και έχει συγγράψει δεκάδες βιβλία.
Τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τον χώρο της Φιλοσοφίας καταπιάστηκε με τις «θεωρίες του χρόνου», επηρεασμένος από τις εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου. Ήταν αυτός που είπε το μνημειώδες: «Όταν με ρωτήσετε τι είναι χρόνος, δεν ξέρω. Αν όμως δεν με ρωτήσετε, γνωρίζω πάρα πολύ καλά».

Τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα είναι νεκροταφεία, τους λείπει μόνο ο σταυρός. Σε όσα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα δίδαξα η κατάσταση που αντίκρισα ήταν απελπιστική. Πανεπιστήμιο δεν σημαίνει να έρχεται ο κάθε καθηγητής και να λέει καθημερινά το ποίημά του και στη συνέχεια να απαιτεί να το παπαγαλίζουν οι φοιτητές του. Πανεπιστήμιο σημαίνει ερευνώ και αμφιβάλλω. Η βασική προϋπόθεση είναι να σπείρει την αμφιβολία.

Σ’ αυτό το απόφθεγμα στηρίχτηκε η διδακτορική του διατριβή, όπως εξηγεί στην αρχή της συζήτησής μας, και προσθέτει ότι έχει διδάξει Μεσαιωνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Ξένων στην Περούτζια.

Αργότερα, η κουβέντα οδηγείται στα χρόνια του Παντείου, όπου δύο φορές έχει οδηγηθεί στη Γενική Συνέλευση του ιδρύματος με την αιτιολογία ότι δίδασκε αναρχικούς, ενώ από τότε τον συνοδεύει το προσωνύμιο «ο αναρχικός φιλόσοφος». Όπως τονίζει «δεν ήθελα ποτέ να ανήκω στην κατηγορία που στην Ελλάδα ονομάζουμε ΔΕΠ. Ήθελα απλώς να διδάσκω ελεύθερα, ό,τι ήθελα και σε όποιο πανεπιστήμιο επέλεγα».
Στο τελευταίο του βιβλίο «Η ουτοπία και οι εικόνες της» σημειώνει: «Η ουτοπία δεν είναι εικόνες φαντασιακής εκπλήρωσης του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής εξεγερτική κατάφαση του μη δυνάμενου να ολοκληρωθεί και μαζί μια απόλυτη πίστη σε αυτό, μια γοητεία που ωθεί την ψυχή να οραματίζεται και να προαναγγέλλει το λανθάνον μέσα στο πραγματικό, το λανθάνον ως δυναμική ενός “καθ’ οδόν” προς τον κόσμο».
Ένας σαγηνευτικός στοχαστής με συγκεκριμένη οπτική στα πράγματα, υπερκινητικός όταν αναπτύσσει τα επιχειρήματά του, αλλά ταυτόχρονα ήρεμος, όταν αναφέρεται στη χαρά της ζωής. Μια προσωπικότητα που εκφράζεται, προστρέχοντας και ερμηνεύοντας τις αρχικές πηγές. Το σπίτι είναι γεμάτο βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, ξενόγλωσσα περιοδικά κι έχει μια λιτή διακόσμηση που συμβαδίζει με ένα αρμονικό περιβάλλον.
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο γνωστός φιλόσοφος σχολιάζει με τον δικό του τρόπο την οικονομική κρίση, την παιδεία, τα social media, τον αναρχισμό, τα Εξάρχεια, τη ζωή, τον έρωτα και την αγάπη.

 

 

Κονσερβαρισμένη γνώση, επαγγελματική αγωνία, αχρείαστα διπλώματα και μια πορεία σε έναν παράλογο κόσμο που του λείπει η χαρά της ζωής. Ένα διαρκές άγχος που σου στερεί τις απολαύσεις της ζωής. Πώς είναι δυνατόν να ζεις με 250 ευρώ, τη στιγμή που σου δημιουργούν συνέχεια δευτερεύουσες ανάγκες; Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

 

— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στην Κάρυστο της Εύβοιας, το 1942. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και βρεθήκαμε εκεί επειδή ήταν εξόριστος από τους ναζί, μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Σπύρο Τυπάλδο. Μάλιστα, όταν ήμουν νεογέννητο, με βάφτισε ο Τυπάλδος, ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε από την Εταιρεία Δολοφόνων.
Στη Χαλκίδα μείναμε έως την Απελευθέρωση. Όμως, ο πατέρας μου έγινε πρόεδρος της Επιτροπής Σχολικών Κτιρίων, με αποτέλεσμα να έχει την ευθύνη της επίβλεψης της κατασκευής των σχολείων στις παραμεθόριες περιοχές, όσων είχαν καταστραφεί είτε από τον πόλεμο είτε από τον Εμφύλιο.
Έτσι, μεγάλωσα σε περιοχές όπως τα Τζουμέρκα, τα Πράμαντα και τα Γιάννενα. Από την άλλη πλευρά, η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα της καλής κοινωνίας της Χαλκίδας. Όταν αυτές οι περιπλανήσεις ολοκληρώθηκαν, πήγαμε στο Χαλάνδρι ‒ τότε ήμουν στην εβδόμη του Γυμνασίου.

 

Πηγή